Εκεί όπου η τέχνη του λόγου συναντά την τέχνη της φωτογραφίας.

1. Ο «πατέρας» μου – Μαριάννα Χατζησάββα

Φωτογραφία: Ελευθερία Τσαλίκη

«Πατέρα..» δε σε αποκάλεσα ποτέ έτσι..

Όταν χρειαζόταν να αναφερθώ σε σένα, έλεγα ένα σκέτο «ο πατέρας μου», χωρίς καν να το εννοώ.

Χωρίς καν να ξέρω τι σημαίνει.

Πολλοί που με άκουγαν, θα καταλάβαιναν πως μου είναι ξένη αυτή η λέξη.

Κι αυτό μόνο και μόνο γιατί μου την είχες «απομακρύνει» από μένα, έτσι ακριβώς όπως απομακρύνθηκες κι εσύ.

Μου την είχες κλέψει. Σε είχες κλέψει από μένα.

Δε σε κατηγορώ που δεν μπόρεσες εν τέλει να σταθείς δίπλα μου.

Αυτό που κατηγορώ είναι η δειλία που μου έδειξες πως έχεις. Που κι εγώ ως κόρη σου.. μπορεί να έχω…


2. Αντικείμενα, της μνήμης  κτήματα – Ελευθερία Τσαλίκη

Φωτογραφία: Σταύρος Γεννίτσαρης

Μνήμες, αναμνήσεις, γεγονότα, ειδήσεις, θύμηση, φαντασία, βιώματα, μνήμες.

Γιατί θυμόμαστε; Τι είναι η αναμνήσεις; Τι είναι οι μνήμες;  Πράγματα. Τίποτες άλλο.

Πράγματα  είναι. Τίποτες άλλο.

Σάμπως θα θυμόμασταν και τίποτες χωρίς τα αντικείμενα;

Ίσως. Πιθανώς. Μπορεί. Μπορεί και όχι.

Ίσως όχι πια σήμερα.

Πιθανόν όχι πια σήμερα. (Ο σύγχρονος νους έχει συνηθίσει αλλιώς)

Μπορεί ναι. Μπορεί και όχι.

Αντικείμενα είναι όλα.

Και η «συλλογική μνήμη»;

Ίσως και αυτή.

Ημερολόγια, βιβλία, έντυπα, φωτογραφίες, πίνακες,  Παρθενώνες, κολώνες,  σπαθιά, σοκάκια, τοίχοι και πηγάδια, όμορφα κάστρα.

Τι είναι η Ιστορία; Αντικείμενα. Λέξεις, στοιχισμένες στην σειρά σε ένα χαρτί γραμμένες.

(Γενίκευση;       Μπορεί.)

Τύμβοι που μιλούν για μάχες. Κολώνες που μιλούν για πόλεμο. Πλάκες που μιλούν για νίκες.

Μάρμαρο με κομμάτια Ιστορίας. Αγάλματα με μορφές ξεχασμένες. Πίνακες από χέρια πεθαμένων πια από καιρό.

Αυτό είναι η Ιστορία. Αντικείμενα. Τίποτες άλλο.

Τι είναι οι ιστορίες;

Επίσης αντικείμενα.

Αντικείμενα μικρά. Αντικείμενα μεγάλα. Αντικείμενα με μνήμη και ιστορίες να διηγηθούνε.

Ξεχασμένα στα συρτάρια.  Παραμελημένα. Σπασμένα. Με φωνή. Με φωνές. Τσιρίζουν ιστορίες.

Ακίνητα. Ακούραστα. Παγερά. Στατικά. Σκοτεινά. Σκονισμένα. Πονεμένα. Αγαπημένα.

Κούκλες, αρκουδάκια, ρολόγια, κορνίζες, κηροπήγια, φωτογραφίες, αγαλματίδια, πιατέλες, πιατάκια, κούπες, κουταλάκια, πορσελάνες, γεράνια, λουλούδια, νότες,  τραγούδια, καναπέδες, χαλιά, πόρτες, ρωγμές, χτυπήματα, ουλές, τετράδια, βιβλία, μυρωδιές, καφενεία, βραχιόλια χρωματιστά, ρούχα φανταχτερά, τακούνια μυτερά, καρέκλες χωρίς πλάτες, τραπέζια χωρίς πόδια, τζάμια ραγισμένα, σπασμένα, κλεισμένα, πόρτες ανοιχτές, πατζούρια ταλαιπωρημένα, χαρτιά πεταμένα, πρωτόλεια καμένα, γράμματα χαμένα, κέρματα, γραμματόσημα και χίλια δυο ορόσημα.

Κρυμμένα.

Ίσως στης μνήμης τα απόκρυφα σημεία.

Μάλλον όχι.

Παραμονεύουν σε πατάρια και αποθήκες, σε ντουλάπια και συρτάρια. Παραμονεύουν. Εκεί. Θυμίζουν. Υπενθυμίζουν. Θυμώνουν. Παλαιώνουν.

Και ξεχνιούνται.

Τα βράδια μαζεύονται όλα μαζί. Καίνε τα κούτσουρα των σάπιων συρταριών και κάθονται γύρω από την φωτιά λέγοντας το καθένα την δική του ιστορία.

Γελάνε μαζί μας. Μας περιπαίζουν που θυμούνται καλύτερα από εμάς.

Το κάθε τι, χαράσσεται στην επιφάνειά τους. Συγκρατούν τα πάντα. Εμείς τίποτα. Ίσως ελάχιστα.

Γελάνε.

Είμαστε δέσμιοι τους. Κρατούν τις μνήμες μας στα σκουριασμένα γρανάζια τους ή στις σκονισμένες σχισμές τους. Αν θελήσουν και βρεθούν, μας χαρίζουν μοναδικές ολιγόλεπτες στιγμές μνήμης.

Μας αφήνουν να γευτούμε την  ζωή τους. Την ζωή μας. Μικρά αποσπάσματα της ζωής μας. Της ζωής τους. Αναμνήσεις και χρώματα φθαρμένα. Θολά. Δεν μας επιτρέπουν να δούμε πολλά. Θέλουν να κρατάνε τις λεπτομέρειες για τον εαυτό τους. Μας περιπαίζουν. Ξέρουν περισσότερα από εμάς. Είναι η εκδίκησή τους. Εμείς, επιλέγουμε να ξεχνάμε.

Επιλέγουμε να τα ξεχνάμε.

Μικρά αντικείμενα της μνήμης κτήματα.

Είναι πάντα εκεί για να θυμίζουν κάτι.

Να θυμίζουν το παρελθόν, να υπενθυμίζουν το παρόν και να μαντεύουν το μέλλον.

Τι θα συμβεί όμως αν κάψουμε και εμείς, σε κάποια δική μας φωτιά τα αντικείμενα;

Αν εξαφανιστούν  με έναν μαγικό τρόπο;

Θα εξαφανιστεί η μνήμη;

Η ιστορία;

Οι αναμνήσεις;

Η ζωή μας;

Ίσως. Πιθανώς. Μπορεί. Μπορεί και όχι.

Ρωγμές  της μνήμης.

Αντικείμενα, της μνήμης κτήματα…


3. Πριν σβήσουν τα φώτα… – Φωτεινή Καρέτση

Φωτογραφία: Μαρία β.

Φώτα, κίνηση, φασαρία και ένα αέναο υπόκωφο βουητό κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα καθώς νυχτώνει στην πόλη. Ώρα για ξεκούραση, ανασυγκρότηση και καλλιέργεια των σκέψεων.

Κι εσύ, καθισμένη στο ψηλότερο σημείο της πόλης, πάνω σε ένα πέτρινο σκαλοπάτι να αγναντεύεις τον ορίζοντα, καθώς οι σκέψεις σου τρέχουν με την ίδια ταχύτητα με την κίνηση. Το χαλαρό αεράκι που δροσίζει το πρόσωπό σου και «ταράσσει» τα κατσαρά μαλλιά σου έρχεται να σε ανακουφίσει από την «ζέστη» που αποπνέει αυτό το πολύβουο βράδυ.

Τότε, αναζητάς την αγαπημένη σου μπλε ζακέτα που σου φτάνει μέχρι το γόνατο και δεν μπορείς να αποχωριστείς. Σε συντροφεύει εδώ και πολύ καιρό. Άλλωστε, φέρει το μεθυστικό άρωμά του, τη ζάλη των φιλιών του και τη μέθη που προσέφερε ο έρωτάς του.

Οι σκέψεις σου ταξιδεύουν πιο γρήγορα από ποτέ. Μία διαρκής αναταραχή επικρατεί στον εγκέφαλο και στην καρδιά σου και δεν ξέρεις τι να πρωτοακούσεις. Το συναίσθημα ή τη λογική; Μα ξέρεις ότι έχεις επιλέξει λάθος και με τα δύο στο παρελθόν. Και απελπίζεσαι. Το μυαλό σου είναι έτοιμο να εκραγεί και να σπάσει, ταράσσοντας ακόμη περισσότερο τη νυχτερινή ατμόσφαιρα.

Σε τρώνε οι αμφιβολίες από παντού. Δεν ξέρεις από πού να κρατηθείς. Σου λείπει η ζεστή αγκαλιά του, το λαμπερό του χαμόγελο, η τρυφερότητά του, τα φιλιά του. Η αισιόδοξη σκέψη του, τα πειράγματά του και οι όμορφες στιγμές μαζί του.

Ακόμη δεν μπορείς να ξεπεράσεις τον εγωισμό σου και να υποχωρήσεις κι ας μην τον έχεις ξεπεράσει. Τον άφησες να γλιστρήσει κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια σου με τις ανασφάλειές σου και την εγωπάθειά σου.

Κάθε φορά που έχανες μια μάχη έφερνες την καταστροφή. Έχανες την αισιοδοξία σου και τα έβλεπες όλα μαύρα και άραχνα. Σε ποδοπατούσαν οι παραλογισμοί σου και δεν εστίαζες στην ουσία.

Τα έδινες όλα, έλεγες, χωρίς ανταπόκριση, αλλά μάλλον εσύ ζητούσες υπερβολικά πολλά. Υποστήριζες ότι έπρεπε να τιθασεύσεις τον παρορμητισμό σου και να αρχίσεις να σκέφτεσαι πιο λογικά. Να σταματήσεις να παρασύρεσαι από το παραμικρό και να αγαπάς ανιδιοτελώς. Άλλωστε, το καλό επιστρέφει σε σένα κάποια στιγμή.

Μα τώρα, δεν βλέπεις καλό στον ορίζοντα. Όσο χαρούμενη κι αν δείχνει η πόλη. Λαμπερή, στολισμένη με χιλιάδες κιτρινωπά φανάρια κατά μήκος των δρόμων της και της χιλιοτραγουδισμένης λίμνης της. Το φεγγάρι για σένα μοιάζει τόσο ρηχό καθώς καθρεφτίζεται στα γαλήνια νερά της λίμνης. Όπως και τα συναισθήματά σου που καθρεφτίζονται στο πρόσωπό σου.

Το χαμόγελό σου, η δύναμή σου, στέρεψε τον τελευταίο καιρό. Δείχνει τόσο «στεγνό» και άχαρο όταν σχηματίζεται στο πρόσωπό σου. Δεν λαμπιρίζει όπως παλιά.

Τότε που αγναντεύατε μαζί τα αστέρια και αναλύατε τους γεωμετρικούς ρυθμούς  της φύσης. Και οραματιζόσασταν από κοινού το μέλλον.

Τότε που σου χάρισε την αγαπημένη του μπλε ζακέτα για να μην κρυώνεις. Κι εσύ δεν του την επέστρεψες ποτέ, για να σε συντροφεύει κάθε φορά που έλειπε.

Δεν ξέρεις πώς πρέπει να αντιδράσεις καθώς αναπολούσες αυτές τις τρυφερές στιγμές. Να χαμογελάσεις όπως παλιά; Ή να βουρκώσεις; Να νοσταλγήσεις το όμορφο παρελθόν ή να βυθιστείς στο άχαρο παρόν;

Ή μήπως να κάνεις ένα βήμα στο μέλλον, πληγώνοντας τον εγωισμό σου; Αφού κατά βάθος είχες ήδη υποκύψει αλλά το μυαλό σου δε σε άφηνε να το συνειδητοποιήσεις.

Αυτά σκεφτόσουν πριν σβήσουν τα φώτα του μυαλού σου…

 

Σχόλια