Μία πραγματική ιστορία παρουσιάζεται από την Hannah Kent με τόσο ρεαλισμό που ο αναγνώστης μεταφέρεται αυτομάτως στην Ισλανδία του 1830.
H Άγκνες Μαγκντουστάντιρ κατηγορήθηκε το 1828 για τη δολοφονία δύο ανδρών, του εραστή της, Νάταν Κέτιλσον, και του Πέτουρ Γιόνσον.
Η ποινή που της απήγγειλαν τα δικαστικά όργανα τότε ήταν η εκτέλεσή της με αποκεφαλισμό, γεγονός που την έκανε την τελευταία γυναίκα που καταδικάστηκε σε θάνατο στην Ισλανδία.
Η ιστορία, λοιπόν, περιστρέφεται γύρω από το χρονικό σημείο της δικαστικής απόφασης έως την εκτέλεση της ποινής, που ήταν περίπου δύο χρόνια, γνωρίζοντας ότι η Μαγκντουστάντιρ κατέληξε το 1830.
Όλο αυτό το διάστημα, η Άγκνες στάλθηκε σε μία οικογένεια αγροτών, οι οποίοι διέμεναν σε ένα απομακρυσμένο αγρόκτημα. Όπως είναι φυσικό, δεν την υποδέχθηκαν με χαρά και ανυπομονησία και ο μόνος που ήταν δίπλα της αναφέρεται ως ένας ιεροδιάκονος εφημέριος με το όνομα Τότι, ο οποίος μέσω μακροσκελών συζητήσεων θα την οδηγούσε στη μεταμέλεια και τη λύτρωση.
Όσο περνά ο καιρός, όμως, αναδεικνύεται ότι αυτή η γυναίκα-τέρας, όπως την αντιμετωπίζουν όλοι, είχε λόγους που οδηγήθηκε στη διάπραξη αυτού του εγκλήματος. Η εξιστόρηση της ζωής της, μάλιστα, μας υποδεικνύει και τη σκληρότητα που βίωνε κανείς σε μία βίαια ανδροκρατούμενη εποχή, όπως ο 19ος αιώνας στην Ισλανδία.
Όπως έχει δηλώσει η συγγραφέας του βιβλίου, Hannah Kent, η ιστορία αυτή είναι αληθινή και την πρωτοάκουσε σε νεαρή ηλικία, όταν έζησε στην Ισλανδία με υποτροφία από τη Λέσχη Ρόταρι. Παράλληλα, στο σημείωμα τονίζει ότι πραγματοποίησε μεγάλη έρευνα πριν συγγράψει το μυθιστόρημα, καθώς υπάρχουν και άλλα βασισμένα στην ίδια ιστορία και πολλά στοιχεία είναι ρεαλιστικά, τα οποία εμπλουτίστηκαν με συμπεράσματα της ιδίας μετά τη συγκέντρωση των πληροφοριών.
Το βιβλίο Έθιμα Ταφής έχει ξεκάθαρη κατάληξη και ο αναγνώστης γνωρίζει από την αρχή ότι δε θα αλλάξει κάτι. Παρ’όλα αυτά, η συγγραφέας καταφέρνει να συναρπάσει και να συγκινήσει με τη γραφή της, η οποία αν και σχετικά λιτή, διαθέτει λυρικότητα, ιδιαίτερα στους μονολόγους της ηρωΐδας.
Φυσικά, η μετάφραση στα ελληνικά παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς η Μαρία Αγγελίδου έχει καταφέρει να διατηρήσει την ένταση του πρωτότυπου καθ’όλη την έκταση του έργου, διατηρώντας τον αναγνώστη σε εγρήγορση ως την τελευταία σελίδα.
Κλείνοντας, παρά τις ελάχιστες γνώμες που αναφέρουν κάποιες ελλείψεις ανάμεσα στις εναλλαγές συναισθημάτων των ηρώων, είναι ένα όμορφο βιβλίο που ακολουθεί τις αρχές της συνέπειας και της ενδελέχειας, και για αυτό ακριβώς εξακολουθεί να κινεί το ενδιαφέρον δυόμιση χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του.