«Δεν υπάρχει τίποτα καινούριο στην τέχνη εκτός από το ταλέντο». ~ Αντόν Τσέχωφ

Διφορούμενος, χιουμορίστας, ειρωνικός, σκληρός, αστείος, λυρικός, απαθής και τραγικός. Μερικοί μόνο από τους χαρακτηρισμούς που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς για τον Αντόν Τσέχωφ, έναν από τους θεμελιωτές της σύγχρονης μορφής του θεάτρου.

157 χρόνια μετά τη γέννησή του συνεχίζει να απασχολεί και να εμπνέει στο καλλιτεχνικό στερέωμα με τη διαχρονικότητα των (χιλιοπαιγμένων (!)) έργων του.

Ας δούμε όμως περισσότερα για τη ζωή και το έργο του…

Ο Αντόν Τσέχωφ γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1860 στην πόλη Ταγκανρόγκ της Ρωσίας, όντας το 3ο από τα έξι παιδιά της οικογένειάς του. Η παιδική του ηλικία ήταν γεμάτη αντιξοότητες, καθώς μεγάλωσε μέσα σε πολύ αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον και βρέθηκε αντιμέτωπος με τη φτώχεια, την ανέχεια και την εργασία από πολύ μικρή ηλικία.

Ο παππούς του Τσέχωφ ήταν δουλοπάροικος που εξαγόρασε την ελευθερία του προς 700 ρούβλια το άτομο, ένα χρόνο μόλις πριν την χειραφέτηση των δούλων. Ο πατέρας του ήταν λογιστής και παντοπώλης και κατέληξε να πτωχεύσει ύστερα από πλεκτάνη στην οποία υπέπεσε όταν επένδυσε τα χρήματά του για την αγορά καινούριου σπιτιού για την οικογένεια.

Η βαθιά θρησκοληψία του πατέρα του και η επιθυμία για ανώτατη εκπαίδευση ανάγκασαν τον Τσέχωφ να φοιτήσει στο ενοριακό ελληνικό σχολείο του Ταγκανρόγκ και στο κλασικό γυμνάσιο τα πόλης. Μάλιστα, η σχέση του με τα αρχαία ελληνικά ήταν απογοητευτική, καθώς στα 15 του έχασε την τάξη λόγω της αποτυχίας του στην εξέτασή τους.

Μετά την πτώχευση το 1875, ο πατέρας του προκειμένου να αποφύγει τις δικαστικές διώξεις, εγκαταστάθηκε στη Μόσχα μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά του. Ο Τσέχωφ, ωστόσο, έμεινε πίσω για να τελειώσει τις σπουδές του στο γυμνάσιο, ενώ, παράλληλα, εργαζόταν για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.

Ο αντον Τσεχωφ και οι 8 αρετες των καλλιεργημενων ανθρωπων

Μεταξύ άλλων, ο Τσέχωφ παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα κατ’ οίκον, έπιανε και πουλούσε καρδερίνες και συνέθετε μικρά σκετς για διάφορες εφημερίδες. Πούλησε όλη την περιουσία της οικογένειάς του και το 1879 μετακόμισε κι αυτός στη Μόσχα, όπου εισήχθη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου.

Παράλληλα με την ιατρική (αποφοίτησε το 1884), ο Τσέχωφ παρουσίαζε πηγαίο ταλέντο και στη συγγραφή. Ήδη από νεαρή ηλικία έγραφε χιουμοριστικές αφηγήσεις και μονόπρακτα, ενώ όντας φοιτητής, άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του ευθυμογραφήματα.

Εξάλλου, οι πρώτες του δημιουργίες είχαν καθαρά κερδοσκοπικό χαρακτήρα, αφού μέσω αυτών ενίσχυε το εισόδημα της οικογένειας και εξασφάλιζε καλύτερη ποιότητα ζωής για τους γονείς και τα αδέρφια του.

Στα πρώτα βήματα της καλλιτεχνικής πορείας του χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Αντόσια Τσεχοντέ» – την εποχή που έγραφε για διάφορα περιοδικά όπως «Ξυπνητήρι», «Φως και σκιά», «Θραύσματα», «Θεατής» κτλ.

Η υπογραφή του Αντόν Τσέχωφ. Στα πρώτα του βήματα υπέγραφε ως Αντόσια Τσεχοντέ.

Έφτασε μάλιστα να αποκτήσει μεγάλη φήμη ως σατιρικός χρονογράφος, ενώ το συγγραφικό του ταλέντο συγκίνησε και τον Dmitry Grigorovich, γνωστό Ρώσο συγγραφέα. Ο Grigorovich, διαβάζοντας το έργο του Τσέχωφ «ο Κυνηγός», διέκρινε το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του Τσέχωφ και τον κατέταξε ανάμεσα στους κορυφαίους της νέας γενιάς.

Τον συμβούλευσε να γράφει λιγότερο αλλά να επικεντρώνεται στην ποιότητα της γραφής του. Η παρέμβαση του Grigorovich άσκησε καθοριστική επίδραση στη δραστηριότητα του Τσέχωφ, καθώς εγκαινίασε την πιο ώριμη περίοδο της συγγραφικής του πορείας, ενώ τον οδήγησε και στην κατάκτηση ενός βραβείου Pushkin το 1888.

Το 1887, μετά από αδιάκοπη εργασία και προβλήματα υγείας (εμφάνισε συμπτώματα φυματίωσης), επισκέπτεται την Ουκρανία και η ομορφιά της φύσης τον εμπνέει να συγγράψει τη νουβέλα «Η στέπα».

Στο διήγημα αυτό, ο Τσέχωφ περιγράφει τις περιπέτειες ενός 9χρονου αγοριού που επιδιώκει να φτάσει στο Κίεβο για να σπουδάσει μέσα από τη στέπα. Στην υπόθεση εμπλέκονται και ο θείος του αγοριού και ένας παπάς που τον συνοδεύουν στο ταξίδι του για τη μόρφωση. Το έργο αυτό αποκαλείται και «λεξικό της ποιητικής του Τσέχωφ», μιας και αποτελεί δείγμα γραφής της πιο ώριμης δραστηριότητάς του.

Το πρώτο του βιβλίο, τα παραμύθια της Μελπομένης, κυκλοφόρησε το 1884, ενώ ακολούθησαν το επόμενο έτος οι Φανταχτερές Ιστορίες. Το 1886 ολοκληρώνει το πρώτο του μονόπρακτο, το Κύκνειο Άσμα, ενώ την επόμενη χρονιά, ανεβαίνει στη Μόσχα η θεατρική παράσταση «Ιβάνοφ».

Η παράσταση, ωστόσο, έλαβε αρνητικούς σχολιασμούς γεγονός που απογοήτευσε τον Τσέχωφ και τον απέτρεψε από το να δώσει το δεύτερο θεατρικό του τον «Δαίμονα του δάσους» σε κάποιον επαγγελματικό θίασο.

Ο Τσέχωφ δε θυσίασε καμία από τις μεγάλες του αγάπες -δηλαδή την ιατρική και τη συγγραφή- για να αφοσιωθεί κάπου εξ ολοκλήρου. Άλλωστε, έχει δηλώσει:

Η ιατρική είναι η αγαπημένη μου σύζυγος και το γράψιμο η ερωμένη μου. Όταν με κουράζει η μία, περνώ τη νύχτα με την άλλη.

Μάλιστα, τα περιστατικά με τα οποία ερχόταν σε επαφή τον ενέπνεαν να αναπτύξει ακόμη μεγαλύτερη συγγραφική δραστηριότητα. Μετά από ταξίδι στην Ευρώπη, επιστρέφει στη Ρωσία και εργάζεται εντατικά με αποκλειστικό στόχο την καταπολέμηση της χολέρας. Επισκέπτεται τη νήσο Σαχαλίνη και μελετά τις συνθήκες διαβίωσης των καταδίκων.

Αργότερα, μεταβαίνει στο Μελίχοβο στην Ουκρανία όπου αναλαμβάνει την ιατρική περίθαλψη 26 χωριών και 7 εργοστασίων, προσφέροντας συχνά δωρεάν τις υπηρεσίες του στους φτωχούς. Αναλαμβάνει, ουσιαστικά, το ρόλο του αφέντη και προστάτη της περιοχής, μιας και ιδρύει 3 σχολεία, πυροσβεστική υπηρεσία και κλινική μέχρι το 1899.

Το 1896, ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το έργο του «ο Γλάρος», που απέσπασε αρνητικά σχόλια από το κοινό. Εντούτοις, η επαφή του με τον Konsantin Stanislavski δημιούργησε νέους ορίζοντες για το έργο του, μιας και η εναλλακτική ματιά τόσο του Stanislavski όσο και του Τσέχωφ έθεσαν νέους όρους για τη θεατρική πράξη.

Το έργο «ο Γλάρος» ξαναπαρουσιάστηκε στο  Θέατρο Τέχνης της Μόσχας γνωρίζοντας την αποθέωση, ενώ στο Θέατρο Τέχνης ανέβηκε την επόμενη χρονιά και η παράσταση «ο Θείος Βάνιας».

«Χρειαζόμαστε νέους τρόπους έκφρασης. Χρειαζόμαστε νέους τρόπους, κι αν δεν μπορούμε να τους δημιουργήσουμε καλύτερα να μην κάνουμε τίποτα» (Γλάρος)

Το 1897, ο Τσέχωφ υποφέρει από σοβαρή αιμορραγία στους πνεύμονες και με δυσκολία πείθεται να επισκεφθεί μια κλινική για να εξετάσουν την κατάσταση της υγείας του. Άλλωστε, γι’ αυτόν, «οι γιατροί είναι ακριβώς ίδιοι με τους δικηγόρους – η μόνη διαφορά είναι ότι οι δικηγόροι απλά σε ληστεύουν, ενώ οι γιατροί σε ληστεύουν και σε σκοτώνουν».

Οι γιατροί διαπιστώσουν φυματίωση σε προχωρημένο στάδιο στους πνεύμονες και του υπαγορεύουν να ακολουθήσει έναν πιο ήρεμο τρόπο ζωής, γι’ αυτό εγκαθίσταται στη Γιάλτα της Κριμαίας.

Γίνεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας και παραιτείται το 1902, ενώ το 1901 παντρεύεται την ηθοποιό Όλγα Κνίπερ, που τη γνώρισε στις πρόβες του «Γλάρου». Ο γάμος του με την Κνίπερ αποτέλεσε είδηση στη Ρωσία, καθώς θεωρούταν ως «ο πιο περιζήτητος εργένης συγγραφέας».

Ο Άντον Τσέχωφ με τη σύζυγό του Όλγα Κνίπερ.

Ο Άντον Τσέχωφ με τη σύζυγό του Όλγα Κνίπερ.

«Υπόσχομαι να είμαι ένας εξαιρετικός σύζυγος, μόνο δώστε μου μια γυναίκα που, όπως το φεγγάρι, δεν θα εμφανίζεται καθημερινά στον ουρανό μου».

Το 1901 ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης το έργο «Οι τρεις αδερφές» («Στη Μόσχα αδερφέ μου, στη Μόσχα») και λίγο πριν το θάνατό του το 1904, παρουσιάζει το τελευταίο από τα κλασικά έργα του, τον «Βυσσινόκηπο».

Πέθανε στις 15 Ιουλίου του 1904 στην πόλη Μπαντενβέιλερ της Γερμανίας σε ηλικία μόλις 44 χρόνων και τάφηκε στη Μόσχα μία εβδομάδα μετά. Χιούμορ στη ζωή, χιούμορ και μετά θάνατον, καθώς η σωρός του μεταφέρθηκε σε ένα βαγόνι με στρείδια στη Μόσχα και οι παρευρισκόμενοι στην κηδεία του ακολούθησαν έναν άλλο νεκρό και όχι το διάσημο συγγραφέα.

Το ύφος των έργων του και τα γνωμικά του έχουν μείνει στην ιστορία. Τι;;; Εσύ δεν τα ξέρεις;

Για άλλαξε σελίδα, λοιπόν!

Σελίδες: 1 2

Σχόλια

1 2