Αν έχετε πρόβλημα με το χρόνο τότε αυτό είναι το άρθρο σας!
Είναι 29 Οκτωβρίου 7 το πρωί. Το ξυπνητήρι χτυπά σαν τρελό… σε μισώ-σε μισώ, που λέει και το μεγάλο σουξέ των Στρουμφς. Ανοίγεις με δυσκολία το μάτι και καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που εφευρέθηκε ο χρόνος. Παρόλα αυτά, έχοντας αποδεχθεί την ήττα σου μπροστά στο τέρας της κοινωνίας και των εφευρέσεών της κάνεις το πρώτο βήμα και σπας το ξυπνητήρι.
Όχι όχι όχι. Πάμε πάλι πίσω. Παρόλα αυτά, έχοντας αποδεχθεί την ήττα σου μπροστά στο τέρας της κοινωνίας και των εφευρέσεών της κάνεις το πρώτο βήμα, βγάζεις το χέρι απ’ το ζεστό πάπλωμα και πατάς την αναβολή στο κινητό σου (πάνε οι εποχές που πετούσες το ξυπνητήρι και αυτό ακάθεκτο -όπως ήταν- συνέχιζε να σε τσιγκλάει απ’ τη γωνία του δωματίου). Αφού περάσουν όλες οι αναβολές και καταλαβαίνεις ότι αν δε σηκωθείς τώρα θα καθυστερήσεις φρικτά, σηκώνεσαι. Είναι μια συνηθισμένη μέρα, τίποτα το διαφορετικό. Κάνεις ακριβώς τα ίδια πράγματα με χθες, περνάς απ’ τον ίδιο δρόμο, μπαίνεις στο ίδιο λεωφορείο, ακολουθείς την ίδια διαδρομή, χαιρετάς τα ίδια πρόσωπα κτλ κτλ.
Κατά τις 10 το πρωί και ενώ φτάνεις στον προορισμό σου χτυπάει το τηλέφωνό σου. «Χρόνια πολλάαααααα» ακούς να τσιρίζει το κινητό σου. Νταξ δεν είναι το κινητό σου είναι ο πρώτος “καταραμένος” που πήρε να σου ευχηθεί για τα γενέθλιά σου που προφανώς και εσκεμμένως είχες ξεχάσει. Και ξαφνικά μέσα σ’ όλα τα ενδιαφέροντα πράγματα που δε σου συνέβησαν το πρωί προστίθεται και ένας ακόμη χρόνος στην πλάτη σου. Ένας ακόμη χρόνος. Why God, why me??? ηχεί στ’ αφτιά σου ο Τζόι απ’ τα Friends. Και εκεί που είχε ξεκινήσει δυναμικά η βαρετή σου μέρα ξαφνικά δεν ήταν μόνο βαρετή αλλά και καταθλιπτική, και ήταν μόλις 10.
Και ενώ η γη συνεχίζει να γυρίζει και συ συνεχίζεις να περπατάς έχοντας πια τη σοφία των 25 χρόνων και την υποψία πρόωρης γήρανσης στο μέτωπό σου, το κινητό σου χτυπάει ασταμάτητα, για να μην αναφερθώ στο ντιν ντιν των σόσιαλ μίντια –άλλη τρέλα από κει- και τότε είναι που πραγματικά θες να το σπάσεις αλλά λυπάσαι τα ευρουλάκια που έβγαλες απ’ την τσέπη σου. Και αναρωτιέσαι: Γιατί οι άνθρωποι χαίρονται που μεγαλώνουν και δε φτάνει που χαίρονται, το γιορτάζουν κιόλας; Αυτή η κοινωνία σκέτη παράνοια. Θα μου πεις εδώ γιορτάζουν το όνομα τους γιατί έτσι, αυτό σε πείραξε; Μια μέρα είναι θα περάσει, λες. Μετράς μέχρι το 10, παίρνεις τις ανασούλες για ανώδυνο τοκετό, μετράς απελπισμένα ξανά μέχρι το 10 και περιμένεις για ένα θαύμα: να πέσει η πίεση απ’ το 40.
Και η μέρα κυλάει και η γη γυρίζει και συ μες την κατάθλιψη που μεγαλώνεις και χάνεται η ζωή σου και μαζί μ’ αυτή και συ ενώ το παρόν γίνεται παρελθόν και το μέλλον δεν έρχεται ποτέ, σκοντάφτεις και τρως τα μούτρα σου σε μια περίτεχνη λακκούβα του Δήμου Αθηναίων. Αφού συνέρχεσαι λίγο, ξεκινάς να καταριέσαι και τον Δήμαρχο πια εκτός απ’ το χρόνο που γενναιόδωρα σου εξασφαλίζει μια θέση στο κλαμπ των 25αριδων. Προσπαθείς να σηκωθείς και πλημμυρισμένη απ’ τη αθάνατη ελληνική χωριάτικη δεισιδαιμονία σκέφτεσαι πως ίσως κάτι θέλει να επικοινωνήσει μαζί σου το σύμπαν γι΄αυτό και ο λάκκος πρωινιάτικα. Σου λέει τυχαίο που πέφτω σε λάκκο τέτοια μέρα; Και έτσι όπως είσαι ανάποδα και όλα γυρίζουν μέσα στο κεφάλι σου, πέφτει το μάτι σου σε μια διαφημιστική αφίσα που γράφει:
«Η ηλικία δεν είναι μια εποχή της ζωής, αλλά μια ψυχολογική κατάσταση»*
Σηκώνεσαι, ξεσκονίζεις τα ρούχα σου και τα μαλλιά σου και ξανακοιτάζεις την εικόνα. Και τότε όλα σταματούν γύρω σου και εσύ μέσα στο ακινητοποιημένο σύμπαν κατευθύνεσαι προς την αφίσα και εκείνη ακριβώς τη στιγμή βλέπεις αυτό που τόσο καιρό ήταν μπροστά σου: Δε γιορτάζεις που μεγαλώνεις ή που γερνάς. Γιορτάζεις το γεγονός ότι κατάφερες να φτάσεις εδώ που είσαι σήμερα, όπου κι αν είναι αυτό. So far so good σωστά; Γιορτάζεις όλα αυτά που είσαι τυχερός να αποκαλείς «δεδομένα» φίλους, οικογένεια, σπίτι, υγεία και εν τέλει ζωή. Συνεχίζεις βέβαια να μην καταλαβαίνεις γιατί πρέπει να γιορτάζεις ειδικά εκείνη τη μέρα και όχι όλο το χρόνο αλλά at the end of the day you are alive so, celebrate!
*Απ’ το βιβλίο της Ιζαμπέλ Αλιέντε, Φωτογραφία σε Σέπια