Αναλυτικά επιχειρήματα υπέρ και κατά του νόμου Παππά σχετικά με το καθεστώς λειτουργίας των καναλιών!

Επιμέλεια: Μαρία Τσιμάρα και Γιώργος Βερδής

Τις τελευταίες ημέρες τα εγχώρια μέσα επικοινωνίας κατακλύστηκαν από μια σημαντική πολιτική εξέλιξη. Πιο συγκεκριμένα, το Συμβούλιο της Επικρατείας, δηλαδή το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχου νομιμότητας των διοικητικών πράξεων έκρινε αντισυνταγματικό τον Νόμο Παππά, τον νόμο που θέλησε να μεταρρυθμίσει το καθεστώς λειτουργίας των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών.

H απόφαση αυτή πυροδότησε, όπως ήταν φυσικό, μια ακόμη συζήτηση σχετικά με το αν ο νόμος αυτός είναι ηθικά και συνταγματικά θεμιτός. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως το νομοσχέδιο ήταν αναγκαίο, καθώς το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο έπρεπε επιτέλους να ρυθμιστεί. Από την άλλοι, οι πολέμιοι του νομοσχεδίου, υποστηρίζουν πως, το νομοσχέδιο ήταν τόσο αντίθετο με νομικές αρχές αλλά και ανορθολογικό.

Ποιοι είναι, λοιπόν, μερικοί από τους λόγους που το νομοσχέδιο αυτό κρίνεται ικανό και αποδοτικό στο να καταπολεμήσει την μιντιακή διαπλοκή και να ρυθμίσει με διαφάνεια το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο;  Για ποιους, λόγους, από την άλλη, κατηγορείται ως άδικο, παράνομο και κατευθυνόμενο, που συνεπώς το καθιστούν αθέμιτο;

ΜΙΑ ΓΝΩΜΗ ΥΠΕΡ

Γράφει η Μαρία Τσιμάρα

Με βάση την λογική της κυβέρνησης, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο έχει όλες εκείνες τις ρυθμιστικές διατάξεις, προκειμένου να μπορέσει να επέλθει κάθαρση και διαφάνεια στον αν μη τι άλλο διαπλεκόμενο χώρο της τηλεόρασης.

Η βούληση της κυβέρνησης, άλλωστε, για επιβολή δικαιοσύνης στο ραδιοτηλεοπτικό γίγνεσθαι έγινε εμφανής από τους πρώτους κιόλας μήνες της θητείας της, όπου και επαναλειτούργησε την ΕΡΤ. Μια κυβέρνηση, η οποία κατάφερε να επαναπροσλάβει τους άδικα απολυμένους της ΕΡΤ, και έχει στο πρόγραμμά της την κοινωνική δικαιοσύνη, φαίνεται οξύμωρο να θέλει εσκεμμένα να απολυθούν οι εργαζόμενοι των ιδιωτικών καναλιών.

Η απόλυση δε των εργαζομένων είναι το επιχείρημα όσων αντιτίθεται στο εν λόγω νομοσχέδιο.  Παρότι η κυβέρνηση δεν φάνηκε φερέγγυα στις υποσχέσεις της και αθέτησε πολλά από τα λεγόμενά της, το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν ευσταθεί.

Στην προκειμένη περίπτωση, σε ενδεχόμενο κλείσιμο των καναλιών, άρα και σε απόλυση των εργαζομένων τους, υπεύθυνοι είναι οι ιδιοκτήτες τους.  Οι καναλάρχες είναι επιχειρηματίες, οι οποίοι αποκομίζουν πάρα πολλά κέρδη από την δραστηριότητά τους αυτή. Δεν είναι φιλεύσπαχνοι και πονόψυχοι αλτρουιστές και η επιχειρηματική τους δραστηριότητα δεν αποσκοπεί στην παροχή θέσεων εργασίας. Ακόμα κι αν με δακρύβρεχτες δηλώσεις, το τελευταίο διάστημα, δήλωναν συντετριμμένοι, για το μέλλον των εργαζομένων τους, αγνοούν το πολύ πρόσφατο παρελθόν. Αγνοούν τις περικοπές μισθών και προσωπικού που οι ίδιοι προέβησαν.

Βέβαια, η κυβέρνηση έχει την ευθύνη για την εποπτεία των επιχειρήσεων και την εξασφάλιση του δικαιώματος στην εργασία. Είναι, όμως, ανορθολογικό να διαιωνίζεται ένα προβληματικό φαινόμενο, μόνο και μόνο υπό αυτόν τον φόβο. Η άνοδος, δε, της ανεργίας στην χώρα οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην εφαρμογή αντιεργατικών πολιτικών από τους ιδιώτες.

Για την κατάσταση στο Mega, για παράδειγμα, δεν ευθύνεται η κυβέρνηση. Αντίθετα, η υπολειτουργία του τον τελευταίο καιρό οφείλεται στην κακοδιαχείριση των μετόχων του, και στη μη βούληση αυτών να χάσουν  κάτι από το προσωπικό τους πλούτο προκειμένου να σωθεί το κανάλι.

Είναι επιχειρηματίες με στόχο το κέρδος. Το καθεστώς των συνεχών και επαναλαμβανόμενων αδειών ήταν αρκετά ευνοϊκό προς τους καναλάρχες , οι οποίοι μπορούσαν να εκπέμπουν χωρίς παροχή μόνιμης άδειας, αλλά με προσωρινή η οποία παρέχονταν από το ΕΣΡ (το οποίο αν και οφείλει να είναι ανεξάρτητη αρχή, γινόταν συχνά μαριονέτα του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος).

Ακόμη, η άσχημη οικονομική κατάσταση της χώρας καθιστά αναγκαία της αύξηση των δημοσίων εσόδων. Στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο οι επιλογές ήταν μονόδρομος. Ή αύξηση φόρων και μείωση μισθών/συντάξεων, ή επιβολή στους έχοντες να καταβάλουν ότι οφείλουν. Μπορεί πολλές από τις πολιτικές που εφαρμόζονται, να μην συνάδουν στην ιδεολογία της αριστεράς που πρεσβεύει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η προσπάθεια, όμως, σε ένα βαθμό, υλοποίησης της δέσμευσης για ισοκατανομή των βαρών, κυρίως προς τους πλούσιους της χώρας, οι οποίοι μέχρι πρότινος λειτουργούσαν υπό καθεστώς ασυλίας, αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς την ελάφρυνση των χαμηλότερων στρωμάτων. Ας ελπίσουμε πως πράγματι, όμως, θα επωφεληθεί ο απλός λαός.

Η τηλεόραση ακόμα το τελευταίο διάστημα έδειξε το αληθινό της πρόσωπο όπου το περισσότερο του τηλεοπτικού χρόνου αναλώνεται στα δικά της θέματα και στο δικό της μέλλον, παραμελώντας τα φλέγοντα προβλήματα της κοινωνίας. Η ενημέρωση αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, όμως, με βάση την λογική που αναπτύχθηκε παραπάνω, οι επιχειρηματίες δεν νοιάζονται για την αμερόληπτη και ανεξάρτητη ενημέρωση. Εξ’ ού και οι βομβαρδισμός αρνητικών ειδήσεων προς την κυβέρνηση, και η συνεχής προώθηση και στήριξη της αντιπολίτευσης.

Άραγε, είναι πλουραλισμός όταν ακούς την ίδια φωνή και την ίδια ρητορική συνεχώς από τα έξι μεγάλα κανάλια;

Την εξασφάλιση αυτού του χαμένου πλουραλισμού ήθελε να επιτύχει η κυβέρνηση, γι αυτό και ο αριθμός 4, που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, κατηγορώντας τη για φίμωση του τύπου και λογοκρισία. Ο αριθμός των 4 καναλιών προκύπτει από το σύνολο των εσόδων που προέρχονται από τις διαφημίσεις. Κι όμως, το σύνολο των εσόδων από τα διαφημιστικά μηνύματα αρκεί μόνο για την χρηματοδότηση 4 καναλιών. Δεν είναι άξιο απορίας από που άραγε προέρχονταν τα υπόλοιπα χρήματα;;..

Είναι πάντως τουλάχιστον αστείο να μιλούμε για λογοκρισία στα ελληνικά μίντια, τα οποία φαίνεται πως ακολουθούν αποκλειστικά και μόνο την γραμμή που προστάζεται από την διοίκηση, στερώντας την ελεύθερη έκφραση από τους διαφωνούντες δημοσιογράφους. Χαρακτηριστικό  παράδειγμα, αποτελεί η περίοδος του δημοψηφίσματος, όπου δεν υπήρχε καν το περιθώριο να ακουστεί η αντίθετη γνώμη από αυτή του ”Ναι”, και η προσπάθεια χειραγώγησης και προπαγάνδας ήταν καταφανής.

Για του λόγου του αληθές ας κάνουμε μια ιστορική αναδρομή…

Αυτή είναι η προπαγάνδα των Μέσων Ενημέρωσης!

ΜΙΑ ΓΝΩΜΗ ΚΑΤΑ

Γράφει ο Γιώργος Βερδής

Σίγουρα η αδειοδότηση ήταν κάτι που έπρεπε να συμβεί στο τηλεοπτικό τοπίο. Όμως ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση προσπάθησε να εφαρμόσει την αδειοδότηση αυτή ήταν τουλάχιστον αθέμιτος. Ο Υπουργός Επικρατείας, Νίκος Παππάς επιδίωξε να καταστεί η κυβέρνηση ο απόλυτος καναλάρχης σε κόστος της πολυφωνίας και της υγιούς επιχειρηματικότητας.

Ο πρώτος λόγος που το νομοσχέδιο Παππά χαρακτηρίζεται ως αθέμιτο αφορά την Συνταγματικότητα και αποτελεί όπως είναι λογικό την αιτία πίσω από την απόφαση του ΣτΕ. Ειδικότερα σύμφωνα με το Άρθρο 15, παράγραφος 2 του Συντάγματος της Ελλάδας το τηλεοπτικό τοπίο υπάγεται μεν στην δικαιοδοσία του κράτους, όμως ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών αποφάσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου (ΕΣΡ).

Τηλεοπτικές άδειες: Η απόφαση του ΣτΕ και το αύριο

Το ΕΣΡ αποτελεί ανεξάρτητη αρχή, μια από τις πρώτες στην Ελλάδα, το οποίο σημαίνει ότι το ΕΣΡ ούτε ελέγχεται ούτε λαμβάνει εντολές από την κυβέρνηση. Σκοπός του ΕΣΡ, μεταξύ άλλων είναι η χορήγηση τηλεοπτικών αδειών και ο έλεγχος τήρησης της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας.

Ποια όμως η σχέση τού θεσμού αυτού με το νομοσχέδιο Παππά; Ο αρμόδιος Υπουργός Επικρατείας προσπάθησε να παραλείψει εντελώς την σχετική νομοθεσία που καθιστούσε αρμόδιο το ΕΣΡ, μια νομοθεσία που έχει ως σκοπό να προστατέψει την τηλεόραση από την κρατική αυθαιρεσία και να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής της διαδικασίας αδειοδότησης των καναλιών.

Η απόπειρα αυτή του Υπουργού Επικρατείας είναι ήδη αρκετή για να κινήσει υποψίες σχετικά με τις προθέσεις της κυβέρνησης για το τηλεοπτικό τοπίο. Όμως ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση αποφασίζει να μην παρακάμψει το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, διορίζοντας μέλη φιλικά προσκείμενα στα δύο κυβερνώντα κόμματα. Σε αυτήν την περίπτωση ποιοι είναι μερικοί ακόμη παράγοντες που καθιστούν αθέμιτο τον Νόμο Παππά;

Ένα ακόμη σημαντικό επιχείρημα κατά του νόμου Παππά αφορά το οικονομικό κομμάτι.

Η κυβέρνηση με την λήξη της δημοπρασίας των τηλεοπτικών αδειών μίλησε για μια μεγάλη πολιτική νίκη καθώς κατάφερε να αποσπάσει 240 εκατομμύρια Ευρώ, από τη διαδικασία αδειοδότησης, από ολιγάρχες διόλου συμπαθείς στον ελληνικό λαό. Όμως στην ουσία τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα.

Η κυβέρνηση φρόντισε να υπερηφανευτεί για τα 240 εκατομμύρια που εξασφάλισε με την διαδικασία αυτή όμως τα κέρδη που θα χαθούν μακροπρόθεσμα από το κλείσιμο των καναλιών είναι σίγουρα μεγαλύτερα.

Πιο συγκεκριμένα ο Σύλλογος Ελλήνων Βιομηχάνων εξέδωσε δελτίο στο οποίο εκτιμάται πώς σε βάθος δεκαετίας το δημόσιο θα χάσει 600 εκατομμύρια Ευρώ σε φόρους ενώ παράλληλα θα χαθούν 1,1 δίσ. Ευρώ σε εισοδήματα λόγω των έξι καναλιών που δεν θα μπορούν να μεταδίδουν σε πανελλαδική εμβέλεια.

Το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης ήταν ότι οι τέσσερις άδειες βασίζονται στις ανάγκες της διαφημιστικής αγοράς, ότι δηλαδή μόνο τέσσερα κανάλια μπορούν να είναι βιώσιμα σύμφωνα με τους τρέχοντες οικονομικούς κανόνες.

Συνεπώς, σύμφωνα πάντα με την κυβέρνηση, πρέπει να επιτραπεί η ύπαρξη μόνο των καναλιών που θα είναι βιώσιμα ώστε να πάψει ο κύκλος της υπερδανειοδότησης.

Από τα παραπάνω επιχειρήματα προκύπτουν τα εξής προβλήματα.

Αρχικά πως μια κυβέρνηση μπορεί σε οποιαδήποτε χώρα να ορίσει το πόσες επιχειρήσεις οφείλουν να υπάρχουν σε μια αγορά. Και αν η αγορά αυτή (στην περίπτωση των καναλιών, η διαφημιστική πίτα) μεγαλώσει ή μικρύνει η κυβέρνηση θα δώσει ή θα καταργήσει άδειες;

Ακόμη γιατί η κυβέρνηση δεν προσπαθεί απλώς να εφαρμόσει τον νόμο και να διακόψει την υπερδανειοδότηση με έμμεσο αλλά θεμιτό τρόπο επιτρέποντας στο τηλεοπτικό τοπίο να καθαριστεί από μέσα; Άλλωστε με το να στερείς από το τηλεοπτικό τοπίο από όλους τους διατειθέμενους παίκτες, δημιουργείς ένα σύστημα όπου δεν επιτρέπεις σε συνετούς επιχειρηματίες με υγιή επιχειρηματικά μοντέλα να αναπτυχθούν στον χώρο αυτό.

Άλλωστε πρέπει να έχουμε στον νου μας ότι το σενάριο των θεματικών αδειών, το οποίο θέλησε να προωθήσει η κυβέρνηση για να κατευνάσει τα πνεύματα, θα έβρισκε σθεναρή αντίσταση από τους αδειούχους πανελλαδικής εμβέλειας.

Αντίθετα, αν η κυβέρνηση διέθετε απεριόριστο αριθμό αδειών μπορεί να μην εξασφάλιζε άπαξ ένα ποσό της τάξης των 240 εκατομμυρίων, όμως τα μακροπρόθεσμα κέρδη θα ήταν πολύ μεγαλύτερα για το δημόσιο συμφέρον και στον οικονομικό τομέα άλλα και στον τομέα της πολυφωνίας.

Σχόλια