Η ιστορία ενός εγκλήματος που στιγμάτισε και έγινε αντικείμενο καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ποια είναι η διάσημη υπόθεση Κοεμτζή;

Στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1973, η νυχτερινή Αθήνα γεμίζει με κόσμο που γιορτάζει. Τίποτα δεν προμηνύει για το τραγικό συμβάν που θα ακολουθήσει. Ανεξίτηλα θα χαραχτεί στη μνήμη των θαμώνων ενός νυχτερινού κέντρου στη Κυψέλη ένας καβγάς που οδηγεί στο θάνατο τριών ανθρώπων.  

Ο λόγος; Μία “παραγγελιά” που θα ζητήσει ο 35χρονος τότε Νίκος Κοεμτζής. Μια “παραγγελιά” θα οδηγήσει σε ένα από τα πιο σοκαριστικά εγκλήματα της νεότερης μετεμφυλιακής ιστορίας.

Σύμφωνα με τους άγραφους νόμους της νύχτας, μία “παραγγελιά” προς την ορχήστρα δεν είναι κάτι απλό. Αυτομάτως σημαίνει την αποχώρηση όλων από τη σκηνή για την εκτέλεση του ζεϊμπέκικου. Είναι σημαντικό να τονιστεί πως δεν πρόκειται για έναν τυχαίο χορό ούτε για έναν απλό βηματισμό. Ο χορευτής βρίσκει μέσω αυτού έναν τρόπο διαφυγής. Είναι ένα μέσο έκφρασης από όπου θα βρει διέξοδο από τα δεινά της ζωής του. Αποτελεί χαρακτηριστικό και αναπόσπαστο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων, της περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού. Για αυτό και η “ιερότητα” του πρέπει να είναι σεβαστή από όλους.

Όμως, δεν έμελλε να γίνει και τούτη τη φορά έτσι. Ο Νίκος, που μόλις έχει βγει από τη φυλακή όπου εξέτιε την ποινή τεσσάρων ετών για μικροκλοπές, ζητά από την ορχήστρα ένα τραγούδι για να χορέψει ο μικρότερος αδερφός του Δημοσθένης. Σύμφωνα με περιγραφές αυτόπτων μαρτύρων, κάποιοι αστυνομικοί που βρίσκονται σε άλλο τραπέζι σηκώνονται και παρενοχλούν τον Δήμο την ώρα που εκείνος χορεύει. Ο τραγουδιστής διαισθάνεται τι θα συμβεί και προειδοποιεί ότι πρόκειται για “παραγγελιά”.

Ξεκινούν οι απειλές και τα πρώτα βίαια ξεσπάσματα. Και δεν αργεί η στιγμή που ο μεγαλύτερος Κοεμτζής θα ανέβει και αυτός στη σκηνή. Μέσα σε μία φρενίτιδα θυμού και μέθης, όπως θα υποστηριχθεί αργότερα στο δικαστήριο, οδηγεί στον θάνατο τριών (εκ των οποίων δύο είναι αστυνομικοί) και τον τραυματισμό οχτώ θυμάτων με μαχαίρι. Διαφεύγουν επιτυχώς, πιάνονται όμως από την αστυνομία.

Ο ίδιος θα πει αργότερα μέσα από το βιβλίο που έγραψε στη φυλακή “Ως φαίνεται την ώρα που σκορπούσα τον θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου”.

Χάνουν τη ζωή τους ο υπενωμοτάρχης Μανώλης Χριστοδουλάκης, ο αστυφύλακας Δημήτρης Πέγιας και ο φανοποιός Γιάννης Κούρτης.

Tο ψυχολογικό προφίλ των κατά συρροή δολοφόνων

Έχει πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος που τα μέσα της εποχής αντιλαμβάνονται το γεγονός. Θα το χαρακτηρίσουν “μακελειό”, θα παρουσιάσουν το δράστη με τα μελανότερα χρώματα, ως ένα κτήνος του υποκόσμου που συγκλονίζει τη κοινή γνώμη. Κατασκευάζουν ένα αποκρουστικό άτομο, έναν δημόσιο εχθρό. Ακόμα και φωτογραφίες από τη δίκη τραβιούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδεικνύουν τρομακτικά το πρόσωπο και τις εκφράσεις του.

Η δίκη γίνεται το Νοέμβριο λίγες μέρες πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ο ίδιος θα μιλήσει για αστυνομική αυθαιρεσία αλλά δείχνει πλήρη μεταμέλεια για το έγκλημα του. Δε ζητά κανένα ελαφρυντικό από το δικαστήριο. Κατά την ποινική διαδικασία ορίζεται ένοχος για ανθρωποκτονία κατά συρροή και καταδικάζεται σε τρεις εις θάνατο. Ο αδερφός του πάλι σε τρία χρόνια φυλάκιση. Για δύο χρόνια περιμένει την εκτέλεση του.

Όμως τα εγχώρια πολιτικά γεγονότα τον προλαβαίνουν. Σε μία προσπάθεια των συνταγματαρχών να συμβαδίσουν με τα παγκόσμια δεδομένα, καταργούν τη θανατική ποινή και ο Κοεμτζής δεν οδηγείται ποτέ στο απόσπασμα. Η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια και αποφυλακίζεται το 1996, οπότε και ξεκινά να πουλά την αυτοβιογραφία του στους δρόμους.

Η υπόθεση θα λειτουργήσει καταλυτικά και θα γίνει όχι μόνο αντικείμενο κοινωνιολογικής έρευνας, αλλά και πηγή έμπνευσης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Άλλωστε πρόκειται για το πιο χαρακτηριστικό έγκλημα που τελέστηκε για λόγους “τιμής” στον χώρο της ελληνικής ποινικής δικαιοσύνης. Και η τέχνη ξέρει να ερμηνεύει τη ζωή και να αναπτύσσεται μέσα από αυτή.

Οι παράγοντες που συντελούν στο έγκλημα θα απασχολήσουν. Με κατατρεγμένο οικογενειακό ιστορικό λόγω αριστερών πεποιθήσεων του πατέρα του θα ζήσει από πολύ μικρός στη φτώχεια και τη παρανομία. Βασανιστήρια, κακουχίες και οι απειλές είναι συχνά φαινόμενα στη ζωή του. Από πολύ μικρός σιχαίνεται οποιονδήποτε φοράει στολή, οποιαδήποτε μορφή εξουσίας, χωρίς ο ίδιος να έχει μία συνειδητή ιδεολογική ταυτότητα.

Η ιστορία του θα γίνει βιβλίο, ταινία, ακόμα και τραγούδι.

υπόθεση Κοεμτζή

Η Κατερίνα Γώγου απαγγέλλει ποιήματα της στη ταινία “Η Παραγγελιά”

O Διονύσης Σαββόπουλος λίγα χρόνια μετά τη φυλάκιση του και εμπνεόμενος από το βιβλίο που θα γράψει ο ίδιος ο Κοεμτζής στη φυλακή, γράφει το “Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο” που μάλιστα λογοκρίνεται από την τότε κυβέρνηση. Ζειμπέκικο μακρύ (με διάρκεια 13′) και αργό μας μεταδίδει με ανατριχιαστική ακρίβεια την εικόνα της φυλακής και της φρίκης. Ο μουσικός ακόμα δε θα διστάσει να μιλήσει για τους παράγοντες που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του Κοεμτζή, για το πώς είναι απόρροια της κοινωνίας στην οποία γαλουχήθηκε.

Ένα χρόνο μετά θα βγει η “Παραγγελιά”. Στόχος του Τάσσιου δεν είναι να παρουσιάσει σαν ένα ντοκιμαντέρ το περιστατικό, άλλα σαν μια κινηματογραφική διασκευή. Μέσα αποδομεί την εικόνα της κοινωνίας για τον Κοεμτζή, μελετά τις πτυχές της ζωής του, τα βαθύτερα αίτια της πράξης του. Χαρακτηριστική παρουσία στη ταινία, η Κατερίνα Γώγου που απαγγέλλει ποιήματα της.

 

Μακρύ Ζειμπέκικο για το Νίκο  από τον δίσκο “Ρεζέρβα”

Διάσημα ζευγάρια δολοφόνων

Σχόλια