Ο Τόμι Λι Τζόουνς, ένας από τους κορυφαίους της παλιότερης γενιάς Αμερικανών ηθοποιών, κλείνει σήμερα τα 70.
Το πρόσφατο «Μέχρι το τέλος», ελεγειακό γουέστερν χωρίς τα κλισέ του είδους, απλωμένο σε ένα αρχαϊκό σκηνικό της Αγριας Δύσης, έφερε δυναμικά στο προσκήνιο τον Τόμι Λι Τζόουνς, τον σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή του. Σπουδαίος ηθοποιός, ξεκίνησε από χαμηλά και ένιωσε τις τριβές των γραναζιών της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Η πορεία του θα μπορούσε να παρομοιαστεί με αυτήν του Κλιντ Ιστγουντ. Καρατερίστας, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, κυρίως σε αστυνομικά θρίλερ και περιπέτειες, αλλά και πρωταγωνιστής σε εμπορικές ταινίες έως το 2005 που κέρδισε την ελευθερία του από παραγωγούς και σκηνοθέτες: εξασφάλισε τις προϋποθέσεις για την καλλιτεχνική του καταξίωση σκηνοθετώντας ο ίδιος τον εαυτό του στις «Τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα». Γουέστερν κι αυτό, μοντέρνο και τραγικό.
Και οι δύο ταινίες, μοναδικές σκηνοθεσίες του Τζόουνς μέχρι σήμερα, φαντάζουν καταβυθίσεις στη μυθολογία της Αγριας Δύσης. Σχολιάζουν η μία το παρόν («Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα») και η άλλη το παρελθόν της Αμερικής.
Ο Τζόουνς γεννήθηκε στο Τέξας, το 1946, ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στις πετρελαιοπηγές και η μητέρα του πρώην αστυνομικός που άνοιξε κατάστημα καλλυντικών. Προικισμένος με ευφυΐα και ευαισθησία, σπούδασε στο Χάρβαρντ λογοτεχνία. Κατόπιν πήγε στο Μπρόντγουεϊ για καριέρα στο θέατρο.
Η πρώτη εμπειρία του στο Χόλιγουντ ήταν ένα πέρασμα από το «Love Story», το διασημότερο μελό των 70’s. Ακολούθησαν ρόλοι στην τηλεόραση και στο σινεμά που τον κράτησαν ενεργό στη βιομηχανία του θεάματος. Κομβική στιγμή στην καριέρα του ήταν ο «Φυγάς» του 1993, που του χάρισε Οσκαρ Β΄ ανδρικού ρόλου (είχε προηγηθεί η υποψηφιότητά του στην ίδια κατηγορία για το «J.F.K.»).
Ολα αυτά τα χρόνια, στο σκληρό πρόσωπο του Τόμι Λι Τζόουνς συνυπάρχουν με έναν ξεχωριστό τρόπο η δωρική λιτότητα με την εκφραστικότητα ενός κουρασμένου, αλλά πάντα διαπεραστικού βλέμματος, άλλοτε μελαγχολικού κι άλλοτε τρυφερού. Λακωνικός, δύσκολος στις δημόσιες σχέσεις και πάντα αξιοπρεπής στη δουλειά του, ο Τζόουνς συνεχίζει τη μεγάλη κλασική παράδοση του αμερικανικού κινηματογράφου.
Οι ερμηνείες του, ρεαλιστικές και με εσωτερικό βάθος, δημιουργούν προστιθέμενη αξία ακόμη και σε αδιάφορες ταινίες. «Ο ηθοποιός πρέπει πάντα να χρησιμοποιεί τη φαντασία του, κυρίως όταν του ζητούν να γυρίσει το βλέμμα του προς την κάμερα», είχε πει σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
Οκτώ ρόλοι-σταθμοί
• Στον «Φυγάδα» του Αντριου Ντέιβις, που βασίζεται στην ομότιτλη τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του ’60, ενσαρκώνει έναν μάρσαλ-κυνηγό του φυγά Χάρισον Φορντ. Λιτός και κοφτός, φτιάχνει έναν φαινομενικά εμμονικό ήρωα, έναν Βρώμικο Χάρι, που όμως στην πραγματικότητα δεν έχει ίχνος από ψυχολογία εκδικητή.
• Στο πλευρό του ανερχόμενου έγχρωμου σταρ Γουίλ Σμιθ στη χιουμοριστική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας του Μπάρι Σόνενφλεντ «Ανδρες με τα μαύρα» (1997). Δύο μυστικοί πράκτορες, ντυμένοι με μαύρα κοστούμια, ξεπερνούν και τον Τζέιμς Μποντ στην προσπάθειά τους να επαναφέρουν σε τάξη τους εξωγήινους, που ζουν ανάμεσά μας και μερικές φορές παρεκτρέπονται.
• Στον «Κυνηγημένο» του Γουίλιαμ Φρίντκιν (2003), όπου απομυθοποιείται ένας ήρωας τύπου Ράμπο, είναι ο «θηριοδαμαστής» απέναντι στο ανεξέλεγκτο «θηρίο» (Μπενίσιο ντελ Τόρο). Μια ζωντανή πολεμική μηχανή του αμερικανικού στρατού τρελαίνεται στο Κόσοβο. Επιστρέφει στις ΗΠΑ και εξαφανίζεται σε δύσβατο δάσος, στο οποίο έρχονται πάνοπλοι ελαφοκυνηγοί για να ξεσκάσουν τα Σαββατοκύριακα.
• Στο αριστούργημά του, στις «Τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα», που προβλήθηκε στις Κάννες και τον καταξίωσε καλλιτεχνικά (πήρε και βραβείο για την ερμηνεία του). Ο γερασμένος γκρίνγκο Πιτ Πέρκινς ξεθάβει το πτώμα του Μελκιάδες Εστράδα, Μεξικανού φίλου του που δολοφονήθηκε «κατά λάθος» από συνοριακό φρουρό. Στη συνέχεια, περνάει το Ρίο Γκράντε με σκοπό να το παραδώσει στη γυναίκα του νεκρού. Σέρνει μαζί του, δεμένο σαν σε μαρτύριο, και τον δολοφόνο.
• Στο «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» των Ιθαν και Τζόελ Κοέν (2007), στον ρόλο ενός αναχρονιστικού σερίφη, που προσπαθεί να καταλάβει αν υπάρχει λογική πίσω από τα εγκλήματα ενός σίριαλ κίλερ.
• Στην «Κοιλάδα του Ηλά» του Πολ Χάγκις (2007). Ενας άκαμπτος βετεράνος του Βιετνάμ ερευνά τις συνθήκες της άγριας δολοφονίας του στρατιώτη γιου του, που μόλις είχε γυρίσει από τη Βαγδάτη.
• Στην παραγνωρισμένη «Καταιγίδα στην ομίχλη» του Μπερτράν Ταβερνιέ (2009), μια ιστορία… φαντασμάτων, διόλου μεταφυσική, στη σημερινή Λουιζιάνα, στον ρόλο του Ντέιβ Ρομπισό, που αναλαμβάνει την υπόθεση δολοφονίας μιας πόρνης. Λίγο μετά, ένας ηθοποιός τον οδηγεί σε μια περιοχή των βάλτων όπου ο τυφώνας «Κατρίνα» ξέθαψε έναν ανθρώπινο σκελετό. Ο ηθοποιός επιμένει πως όταν πέφτει ομίχλη στον βάλτο, βγαίνουν τα φαντάσματα μιας ομάδας ηττημένων στρατιωτών των Νοτίων.
• Στο σημερινό «Μέχρι το τέλος» (από το μυθιστόρημα του Γκλέντον Σουόρθαουτ «The Homesman») ένας ηλικιωμένος τυχοδιώκτης, λιποτάκτης του ιππικού, αναγκάζεται να διασχίσει μια επικίνδυνη περιοχή συνοδεύοντας μια γεροντοκόρη από τις «νέες περιοχές» της Νεμπράσκα στην πολιτισμένη Αϊόβα. Η άμαξά τους μεταφέρει τις παράπλευρες απώλειες του «έπους» της κατάκτησης της Δύσης: τρεις γυναίκες, ψυχικά διαταραγμένες, που οι άποικοι σύζυγοί τους τις επιστρέφουν στις οικογένειές τους.