Η μετριότητα και η παγίδα του εφησυχασμού

Παγιδεύτηκα. Παγιδεύτηκα στην μεθοδικά στημένη μετριότητα με την οποία με περιέβαλα. Στα σαγόνια που στάζουν δηλητηριασμένο μέλι.  Μετριότητα δική μου, αυστηρά επιλεγμένη από τις πιο αδύναμες στιγμές μου. Ζώντας κάπου στο μεταίχμιο των μεγάλων αλλαγών, κάπου μεταξύ ενήλικα και μετεφήβου, το πιο εύκολο πράγματα ήταν να αφεθώ στο τέλμα μου. Τι φίλος προσωπικός στα αλήθεια, τι υπέροχος μπάσταρδος αυτός ο αδερφός μου.

Οι μέρες με προσπερνάνε αδιάφορα. Το καύκαλό μου γεμίζει και αδειάζει με το ξεθυμασμένο καπνό ευκαιριών που χάθηκαν.

Και έλεγα κάποτε θα γράψω
Και έλεγα κάποτε θα πάω θέατρο
Και έλεγα κάποτε εν πάσει περιπτώσει θα την πάλευα.

Αλλά δεν, κλάιν, αρχίδια πως το λένε. Οι περιστάσεις βλέπεις ποτέ δεν είναι ιδανικές. Μία μέρα λίγο το γόνατο με πονά. Μία άλλη το φρύδι μου με ξύνει. Ποτέ δεν ξύπνησα ψημένος να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Να διαβάσω κάτι, να προβληματιστώ, να δω τι στον πέοντα τέλως πάντως παίζει εκείνο το θέατρο που πάντα κοιτάζω γυρνώντας σπίτι. Οι ευκαιρίες πετάνε από πάνω μου σαν σαϊτες.

Και εκείνα τα κείμενα που έλεγες θα στείλεις να τα δούν;
Και εκείνα τα ωραία που έλεγες θα φτιάξεις;

Μα σήμερα έχει συννεφιά, και αύριο ποιος ξέρει ίσως βαριέμαι. Η αυτοβελτίωση είναι μεγάλη υπόθεση, δεν μπορώ να το κάνω αν δεν είμαι ξεκούραστος.

Εκείνη όμως μπορεί, και το κάνει. Σηκώνεται πρωί, με μία τσάντα γεμάτη βιβλία και πηγαίνει στη βιβλιοθήκη και διαβάζει. Και διαβάζει και διαβάζει. Και δεν πειράζει που σηκώθηκε κουρασμένη ή που έξω βρέχει, ή που η φράντζα της δεν στάθηκε καλά το πρωί. Διαβάζει. Και μέρα με τη μέρα ο άνθρωπος φωτίζει και τα στενά του όρια σκέψης καταρρέουν. Και το βράδυ με το ούζο θα μου πει για τον Αλτουσέρ και τον Αραγκόν, και πως δεν μπορούμε να μιλάμε για κριτική της λογοτεχνίας γιατί δεν υπάρχει η έννοια της λογοτεχνίας. Και εγώ ακούω. Και βάζω και λίγο ούζο, γιατί ντρέπομαι που δεν ξέρω τίποτα να πω και έτσι πίνω. Και δεν είναι κακό να πίνεις που και που. Δημιουργείται μία γλυκιά ζαλάδα και τα μάτια κάπως θολώνουν και ο άνθρωπος μπροστά σου λάμπει ακόμα πιο πολύ.

Και εκείνος διαβάζει πολύ όμως. Γράφει συνθέσεις, ορχήστρες παίζουν τα έργα του και αυτές τις μέρες γράφει κάτι για τον επόμενο διαγωνισμό. Και δεν πειράζει που η παντόφλα είναι τρύπια. Τι αξία έχουν εξάλλου οι συνθήκες μπροστά στο προσωπικό όραμα; Πες μου τώρα πάλι γιατί δεν γουστάρεις τους ρομαντικούς ποιητές της Γερμανίας. Και πιάσε λίγο ούζο ακόμα γιατί εγώ θα σιωπώ.

Και έτσι μεταξύ σφύρας και άκμονος, είμαι ένας ευτυχισμένος κερατάς. Να κάθομαι βλάκας ανάμεσα στους πιο έξυπνους. Στα αλήθεια ευλογία να είσαι ο πιο ηλίθιος του δωματίου. Και είναι δύσκολο. Γιατί ειδικά αν έχεις κάποιες ευκολίες, την πατάς. Αν έτυχε να ξεκινήσεις με προβάδισμα δύο βήματα, επειδή μικρός διάβασες λίγο παραπάνω, ή έγραψες κάτι, τι παγίδα στα αλήθεια σε περιμένει στην αρχή του δρόμου. Επανάπαυση. Αυτό έφαγε τα καλύτερα παιδιά και στα αλήθεια δεν είσαι καλύτερος από αυτούς.

Αυτός που ξυπνάει το πρωί και περιμένει τον ήλιο να λάμψει για να διαβάσει λίγη φιλοσοφία, εκείνη που στραβοκοιμήθηκε το βράδυ και άρα δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί με τη μουσική της, ο άλλος που δεν βρίσκει όρεξη να βελτιώσει το ποίημά του γιατί περιμένει την έμπνευση. Δεν πάτε πουθενά. Θα έρθει ο καιρός και θα σας καταπιεί. Αλλά μην αγχώνεστε. Όπως θα πέφτετε στο λαγούμι θα με βρείτε από κάτω κιόλας να φωνάζω “καλώς ήρθες”.

Και έτσι οι μέρες περνάνε με προφάσεις. Ποτέ δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε κάτι ενδιαφέρον. Ποτέ δεν έχουμε χρόνο για λίγη φιλοδοξία. Ξεχάσαμε τι θέλουμε να κάνουμε στη ζωή μας. Ένας ορίζοντας κοντός, ψαλιδισμένος. Και εμείς κολυμπάμε από μετριότητα σε μετριότητα. Και πάντα περιμένουμε τις τέλειες συνθήκες για να γίνουμε λίγο καλύτεροι. Να διαβάσουμε ένα βιβλίο, να γράψουμε ένα τραγούδι, να κάνουμε κάτι ελάχιστα παραγωγικό αντί να χαραμίζουμε τον χρόνο μας. Ξεχνώντας πως τις συνθήκες τις φτιάχνεις εσύ, και πως κανένας σπουδαίος ποτέ δεν περίμενε όλα να είναι τέλεια και ευθυγραμμισμένα για να δουλέψει.

Αλλά καλή καρδιά. Υπάρχουν οι κουρασμένοι άγιοι των βιβλίων. Τα παιδιά που ταλανίζουν το κεφάλι τους με πράγματα που τους ξεπερνάνε και διαβάζουν ξανά και ξανά τις ίδιες τρεις σελίδες γιατί ο Κραζνοχορκάι γράφει πυκνά και ο Χέκελ έχει δύσκολες λέξεις. Είναι αυτοί που θα μας αφήνουν ενεούς το βράδυ με το ούζο. Και θα σκεφτόμαστε πως αυτοί ήταν τυχεροί, γεννήθηκαν γαμάτοι και τρανοί.

Και θα κάνουμε λάθος, αλλά θα είναι το βολικό λάθος που θα μας διαβεβαιώνει πως η ζωή μας δεν πάει χαμένη. Και το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ελπίζουμε πως καθώς περνάνε από δίπλα μας, θα μας χαστουκίσουν αρκετά δυνατά, να πέσουμε από το βάθρο στο βόθρο, να φάμε τα μούτρα μας, να γίνουμε ρεζίλι, να γίνουμε ταπεινοί, να γίνουμε φιλόδοξοι, μπας και γίνουμε άνθρωποι.

Καλημέρα λοιπόν σε όλους, εκτός από όσους κοπιάζουν. Γιατί αυτοί χέστηκαν τι καιρό κάνει.

Ένα τσιγάρο, προλαβαίνω;


Σχόλια