Mια τυχαία συνάντηση με έναν χρήστη. Όσο διαρκεί ένα τσιγάρο…

Έπειτα από μία αργόσυρτη βόλτα κατά μήκος της αναπλασμένης παραλιακής γραμμής, έχοντας εισπνεύσει τις απαραίτητες αναθυμιάσεις που ένα μήνα μακριά από την πόλη είχα στερηθεί, κατέληξα σε ένα πάρκο.

Εκτός των ορίων του σχεδίου ανάπλασης.

Από αυτά τα πάρκα στα οποία οι ξύλινες τάβλες στα παγκάκια είτε έχουν ξεχαρβαλωθεί από τις τσιμεντένιες βάσεις τους, είτε ισορροπούν σε μια-δυο βίδες με τον φλοιό τους ξεσκισμένο και στιγματισμένο από το συμπιεσμένο χρώμα κάποιου σπρέι.

Τα πρώτα «πτώματα» του φθινοπώρου είχαν αρχίσει να απαλείφουν, σημειακά, με την ξεραΐλα τους την πολύχρωμη καλοκαιρινή γεωμετρία. Ωστόσο ο ήλιος, πιο διπλωματικά, έκανε ακόμα ένα τσιγάρο. Εξακολουθούσε να διαχέει, έστω και με λιγότερο ζήλο, το φως και τη θερμότητά της κάφτρας του κι ας κόντευε 6μιση το απόγευμα.

Τότε τον είδα, από απόσταση, να κατευθύνεται από τη νότια είσοδο του πάρκου μάλλον προς το μέρος μου. Παραπατώντας, με την πυξίδα των κινήσεών του σίγουρα τελείως αποπροσανατολισμένη. Φορούσε μία κλασική, φαρδιά ποδοσφαιρική εμφάνιση της δεκαετίας του ’90, πιθανόν κάποιας ιταλικής ομάδας, που προκαλούσε την ψευδαίσθηση του όγκου πάνω στο σκελετωμένο του σκαρί κι έμοιαζε να ειρωνεύεται το ξεψυχισμένο καλοκαίρι μέσα απ’ τη χρωματική της πανδαισία.

Όσο πλησίαζε, μπορούσα με μεγαλύτερη ευκολία να διακρίνω το ανάλογης εποχής με τη φανέλα, γκριζαρισμένο μαλλί του καθώς και τα πρώτα σημάδια του παραμορφωμένου προσώπου του. Ακαθόριστης ηλικίας.

Η αιχμή μιας βελόνας άλλωστε, δένει σφιχτά τα χρόνια μ’ ένα λάστιχο, μέχρι να μουδιάσουν, και στη συνέχεια τα ρουφάει σαν σφηνάκια αφήνοντας για κατακάθι το στραπατσαρισμένο είδωλό τους και γι’ αποτυπώματα μερικές γαζωμένες ουλές πάνω απ’ την ωλένη.

Ήταν προφανές ότι ένας ξυλοδαρμός στον οποίο εκούσια ή ακούσια είχε αναμιχθεί ήταν ο λόγος που η φυσιογνωμία του θύμιζε έργο του Πικάσο. Χωρίς να φέρει εμφανή τραύματα ή ίχνη από αίμα, έδειχνε συμβιβασμένος με τις νέες αναλογίες στα χαρακτηριστικά του προσώπου του, που του είχαν στοιχίσει μερικά δόντια, κυρίως από την άνω γνάθο, και μια βίαιη στροφή, περίπου ενενήντα μοιρών προς τα αριστερά, της ογκώδους μύτης του, δυσχεραίνοντας κι άλλο τη δυσλειτουργική αναπνοή του.

Αφού έφτασε σε μία ακτίνα τριών περίπου μέτρων από τη θέση όπου καθόμουν, κοντοστάθηκε, κατέβαλε προσπάθεια για να εστιάσει το απλανές βλέμμα του και στέλνοντας τελικώς την ένρινη φωνή του προς τη δική μου κατεύθυνση, μίλησε.

Μακάρι να μπορούσα να μεταφέρω αυτούσια τα λόγια του, όμως ήταν τέτοια η σύγχυση του ειρμού του και τέτοια η αλλοίωση του μηχανισμού της άρθρωσής του που ελάχιστα ήμουν σε θέση να καταλάβω αποκωδικοποιώντας μόνο κάποιες σκόρπιες λέξεις του που εκφράστηκαν κάπως πιο καθαρά…

«Ο Γιάννης. Δε φέρθηκε καλά. Σήκωσε ένα ξύλο τεράστιο, να, τόσο… σήκωσε το γκλοπ και το κατέβασε πάνω μου με δύναμη…»

Τον διέκοψα με κάποια διστακτική διάθεση συνεννόησης.

«Συγγνώμη, αλλά δεν ξέρω για ποιον μου μιλάς… Τι σου συνέβη;»

«Σωστά… ο Γιάννης…», ψέλλισε ενώ ο όποιος ειρμός μπορεί να είχε, εκτροχιάστηκε και πάλι πλήρως. Σάστισε για μερικά δευτερόλεπτα προσπαθώντας να ανακτήσει τη συγκέντρωσή του.

«Μπορώ να καθίσω;», μου είπε κάνοντας μερικά βήματα προς το μισοδιαλυμένο παγκάκι.

«Κάθισε…», αποκρίθηκα κι εγώ τραβώντας, με εμφανώς επιφυλακτική διάθεση, ελαφρά προς το μέρος μου το τσαντάκι που είχα ξεκρεμάσει από τον ώμο μου.

«Απλώς, πρέπει να φύγω σε λίγο.», συμπλήρωσα. Περισσότερο για να καθησυχάσω τον εαυτό μου.

«Ένα τσιγάρο, προλαβαίνω;», μου απάντησε με μία υποψία παράκλησης.

«Προλαβαίνεις…», του είπα με περισσότερη σιγουριά αυτή τη φορά και του έγνεψα να καθίσει λίγο παραδίπλα.

«Να έχεις κοντά τα πράγματά σου… δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται. Εμένα μου είχαν πάρει μια φορά το κινητό.»

Για να ομολογήσω την αμαρτία μου, ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να ακούσω από το στόμα του.

«Θες λίγο νερό;», του πρότεινα προσφέροντας το μπουκάλι που κουβαλούσα μαζί μου.

Οι συμβολές των χειλιών του είχαν ασπρίσει από την αφυδάτωση. Δέχτηκε με μια μικρή καθυστέρηση την προσφορά μου και κράτησε το μπουκάλι ακινητοποιημένο πάνω στο μηρό του. Οι κινήσεις του άρχισαν να επιβραδύνονται εξαιτίας μιας ύπνωσης στην οποία σταδιακά εισερχόταν όλο του το σώμα. Λίγο πριν του γλιστρήσει το μπουκάλι απ’ τα χέρια, αντέδρασε ενστικτωδώς.

«Πιες λίγο νερό να δροσιστείς, θα σου κάνει καλό.», επέμεινα.

«Ναι… ναι. Τη δροσιά του να ‘χεις. Να είσαι καλά.», είπε αλλά δυσκολεύτηκε και πάλι να φέρει το μπουκάλι στα χείλη του.

«Εσύ να είσαι καλά. Και να προσέχεις τον εαυτό σου. Έλα, πιες…»
Τίποτα.

Ένιωσα την κατάσταση να με υπερβαίνει και τον εαυτό μου ανήμπορο να κάνει κάτι παραπάνω για να τη διαχειριστεί. Έτσι, προτίμησα να περάσω το τσαντάκι μου στον ώμο και να σηκωθώ. Πριν προλάβω να απομακρυνθώ, ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του και ξεκίνησε μια σύντομη αφήγηση, παρόμοια με την αρχική του σε συνοχή, αλλά βουτηγμένη σε μια ολότελα διαφορετική ψυχολογία. Μακάρι, και πάλι, να μπορούσα να μεταφέρω αυτούσια τα λόγια του… αλλά ήταν αδύνατο.

Από τα συμφραζόμενα, συμπέρανα ότι αναφερόταν σε ένα κατοικίδιο. Έναν σκύλο (που είχε;), ο οποίος βρισκόταν μέσα σε μία αυλή, πίσω από μία κλειστή αυλόπορτα. Και που όποτε τον έβλεπε εκστασιαζόταν, όπως όλα τα σκυλιά στη θέα του αφεντικού τους, και υπερπηδώντας την κλειστή αυλόπορτα πήγαινε προς την αγκαλιά του για να επιστρέψει μαζί του στην αυλή. Χαμογέλασε με την αθωότητα ενός μικρού παιδιού. Του ανταπέδωσα το χαμόγελο και τον αποχαιρέτισα.

«Σ’ ευχαριστώ για το νερό… τ’ όνομά σου;»

Μέχρι να στρέψω το κεφάλι μου προς το μέρος του είχε βυθιστεί γέρνοντας το κεφάλι του προς το στήθος και συγκρατώντας με τα ακροδάχτυλά του το μπουκάλι πάνω στον μηρό του. Χωρίς να έχει πιει ούτε μία γουλιά. Χωρίς καλά-καλά να έχει εμφανίσει το τσιγάρο για το οποίο κάθισε…

Έφυγα. Με ένα θολό μίγμα συναισθημάτων και σκέψεων. Μισώντας λίγο τον εαυτό μου για την αρχική μου καχυποψία απέναντι σ’ έναν άνθρωπο που τελικά το μόνο που επιζητούσε ήταν να πει μία κουβέντα και να έχει κάποιον απέναντί του για να την ακούσει. Για τη φυγόπονη αμηχανία μου και την κυνική πεποίθηση ότι άφησα τελικά πίσω μου μία από τις πολλές «τελειωμένες υποθέσεις» των οποίων τη μοίρα είναι αδύνατον ν’ αποτρέψεις.

Με μία σιωπηρή ελπίδα μόνο: Οι παραισθήσεις του να τον οδηγήσουν δίπλα στο σκύλο που μου περιέγραφε και στην επόμενη έκλαμψή του, να πιει μια γουλιά νερό και να βγάλει ένα τσιγάρο από την τσέπη για να το απολαύσει.

Προλαβαίνει.

Σχόλια