Μια τρομακτική Σύγχυση Αισθημάτων που παραλύει

Η Σύγχυση Αισθημάτων είναι μια νουβέλα του Αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ που πραγματεύεται την σχέση θαυμασμού και εξάρτησης που μπορεί να προκύψει από έναν μαθητή προς έναν καθηγητή του.

Ο εξηντάχρονος πλέον Ρόλαντ, καθηγητής πανεπιστημίου και πρωταγωνιστής της ιστορίας, αφορμώμενος από ένα λεύκωμα, δώρο των φοιτητών και συναδέλφων του, το οποίο παρουσιάζει το έργο του στο σύνολό του, μιλά για τον άνθρωπο που καθόρισε περισσότερο από όλους την ζωή του. Ο άνθρωπος αυτός απουσιάζει από το συνολικό υλικό του λευκώματος κι ας είναι ο πρώτος που του έδωσε αυτή την δημιουργική ώθηση που τον καθιστά σήμερα τον καθηγητή που είναι και σφράγισε την μοίρα του με έναν μοναδικό τρόπο.

«Για τα βαθύτερα μυστικά της πνευματικής μου πορείας δεν αναφέρεται λέξη στο λεύκωμα εκείνο. Όλα μέσα είναι πέρα για πέρα αληθινά, μόνο που τα ουσιώδη απουσιάζουν. Με περιγράφει απλώς, όμως δεν ρίχνει φως μέσα μου. Μιλάει για μένα, χωρίς ωστόσο να με ανατέμνει».

Η ιστορία ξεκινά όταν ο Ρόλαντ, στην προσπάθεια του να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του να σπουδάσει, πηγαίνει στο Βερολίνο για να φοιτήσει στο τμήμα της Αγγλικής φιλολογίας, σκεπτόμενος να εκμεταλλευτεί την γνώση της ναυτικής αυτής γλώσσας για να την αξιοποιήσει στην επαγγελματική ενασχόληση που ο ίδιος εύχεται για τον εαυτό του.

Προσπαθώντας να συλλέξει όσες περισσότερες εμπειρίες μπορεί σε αυτή την μεγάλη πόλη καταφέρνει μέσα σε ένα εξάμηνο να μην έχει πατήσει σε καμία σχεδόν παράδοση των μαθημάτων του. Το πρόσφατα ενήλικο και κατά βάση συνεσταλμένο επαρχιωτάκι συμμετέχει σε φοιτητικές αδελφότητες, συχνάζει στα φοιτητικά καφέ και τα χορευτικά κέντρα, συνευρίσκεται με διάφορες γυναίκες και γενικώς κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να αποκτήσει τον πολυπόθητο «αλήτικό» χαρακτήρα που τον γοητεύει και να τροφοδοτήσει την επηρμένη ματαιοδοξία του.

Τα πράγματα αλλάζουν ύστερα από μια ξαφνική επίσκεψη του πατέρα του στην φοιτητική του κλίνη κατά την διάρκεια μιας «ιδιαίτερης» στιγμής του με μια τυχαία νεαρά. Ο Ρόλαντ έρχεται αντιμέτωπος με την σκληρή αλήθεια της νωθρής και ανούσιας καθημερινότητας που ο ίδιος επέλεξε ναι υιοθετήσει και γεμάτος ντροπή αποδέχεται παθητικά την απόφαση του πατέρα του να τον μεταφέρει σε ένα μικρότερο, επαρχιακό πανεπιστήμιο, αφενός για μια καινούρια αρχή της ακαδημαϊκής του πορείας και αφετέρου για την παρουσία του σε ένα περιβάλλον με λιγότερους πειρασμούς από αυτούς που του παρήχε μέχρι στιγμής η πρωτεύουσα.

Στο νέο του πανεπιστημιακό περιβάλλον ο πρωταγωνιστής βρίσκεται κατά λάθος παρών σε μια συζήτηση που έχει ένας από τους καθηγητές της σχολής με τους φοιτητές του και ο τρόπος που αυτός συνδιαλέγεται ηχεί στα αυτιά του σαν τραγούδι των μυθολογικών σειρήνων.

Μαγεμένος από τον ενθουσιασμό αυτού του καθηγητή της Ελισαβετιανής λογοτεχνίας εγγράφεται το συντομότερο δυνατό στα μαθήματά του και νοικιάζει ένα δωμάτιο στο ίδιο κτήριο με το σπίτι του προαναφερθέντος.

Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους παρουσιάζει προοδευτική εξέλιξη όσον αφορά στις ώρες που ξοδεύουν ο ένας με τον άλλον, ενώ ο θαυμασμός και η λατρεία του νεαρού φοιτητή προς τον καθηγητή του αποκτά δυναμική που ταιριάζει σε μια σχέση πέρα από τα στενά πλαίσια του διδάσκοντος-διδασκομένου.

Παρόλη την συχνή επαφή των δύο αυτών πρωταγωνιστικών φιγούρων, πολύ συχνότερη από ότι απαιτεί το πανεπιστημιακό ή γειτονικό πλαίσιο στο οποίο είναι τοποθετημένοι, ο Ρόλαντ πάντα νιώθει ότι ο καθηγητής του κρύβει κάποιο βαρυσήμαντο μυστικό, εικασία που ενισχύει η ιδιότυπη σχέση που φαίνεται να έχει με την σύζυγό του. Το μυστικό αυτό εμποδίζει τον νεαρό θαυμαστή του να τον γνωρίσει στην ολότητά του ενώ οι παροδικές, πολυήμερες απουσίες του από την πόλη τον κάνουν να φτάνει σε σημείο να χάνει τα λογικά του και να τον αποζητάει μανιωδώς.

Προσπαθώντας να ρουφήξει όσες περισσότερες πληροφορίες γίνεται για αυτόν, πολύ νωρίς φροντίζει να προμηθευτεί από την πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη οποιοδήποτε δημοσιευμένο υλικό του. Εκεί, λοιπόν, πληροφορείται την διάθεση του καθηγητή του στο παρελθόν να γράψει ένα δίτομο έργο για το θέατρο Γκλόουμπ, επιθυμία που φαίνεται να μην υλοποίησε ποτέ.

Σε μια προσπάθειά του να έρθει ακόμα πιο κοντά σε αυτόν τον σπουδαίο μα συναισθηματικά αποστασιοποιημένο άνθρωπο, του προτείνει να γίνει ο άνθρωπος στον οποίο θα υπαγορεύσει το δίτομο αυτό έργο. Ξυπνάει μέσα του την χαρά της δημιουργίας που φαίνεται να βρισκόταν σε λήθαργο για πολύ καιρό και η σχέση τους πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Όσο περισσότερο χρόνο όμως ξοδεύουν μαζί, και όσο πιο εξυπηρετικός γίνεται ο φοιτητής προς τον καθηγητή του, τόσο μεγαλώνει η αλαζονική και αγενής συμπεριφορά του δευτέρου στον πρώτο, σκιαγραφόντας τον ως αχάριστο και υπέρ το δέον προσβλητικό.

Μια ξαφνική απουσία του από την πόλη, λίγο αφότου έχουν ολοκληρώσει το πρώτο μέρος του δίτομου έργου του, φέρνει τον νεαρό Ρόλαντ για ακόμη μια φορά στην περίεργη αυτή συναισθηματική κατάσταση που βιώνει μακριά του, και αποφασίζει να ξοδέψει τον ελεύθερο χρόνο του με την γυναίκα του καθηγητή και ένα φιλικό της ζευγάρι, μετά από πρόσκληση της ιδίας. Ύστερα από την εκδρομή στην εξοχή, και με έναν διάχυτο ερωτισμό ανάμεσα στον νεαρό και την γοητευτική αυτή γυναίκα (που έχει ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα στην αφήγηση), οι δυο τους ολοκληρώνουν το υποβόσκον και συγκρατημένο ερωτικό τους παιχνίδι, διοχετεύοντας σε αυτό την σεξουαλική τους ένταση αλλά και την ανάγκη επικοινωνίας που τους δημιουργείται με την απόσταση που έκαστος έχει από την ιδιόρρυθμη φιγούρα του καθηγητή.

Κουρασμένος από την συνολική κατάσταση, και γεμάτος από αισθήματα ενοχής για την ασέλγεια που διέπραξε, ο Ρόλαντ ανεβαίνει στο δωμάτιο του και μαζεύει τα πράγματα του. Έχει αποφασίσει να δώσει τέλος σε όλη αυτή την σχέση εξάρτησης που έχει δημιουργήσει με τον «μέντορά» του και να φύγει μακριά από την πόλη. Τα βήματα του καθηγητή του στην σκάλα διακόπτουν την επικείμενη φυγή του και τον φέρνουν αντιμέτωπο με την εκμυστήρευση της αλήθειας. Μιας αλήθειας που θα φέρει στο φως μιαν άλλη αλήθεια, αυτήν που ο νεαρός Ρόλαντ δεν είναι έτοιμος να αντέξει ακόμα.

Ο καθηγητής πέρα από το γεγονός ότι αδιαφορεί για την σεξουαλική σχέση της γυναίκας του με τον νεαρό μαθητή του, αποκαλύπτει στον Ρόλαντ την αγάπη του για αυτόν. Έπειτα σβήνει το φως και αφήνει το παρελθόν του να λάμψει μέσα στο σκοτάδι, σε έναν μονόλογο που ξεκινάει από τα παιδικά του χρόνια και φτάνει μέχρι την παρούσα καθημερινότητά του. Ο καθηγητής αποχαιρετά τον Ρόλαντ με ένα φιλί στο στόμα, που ο δεύτερος δεν προσπάθησε να αποφύγει και η περιγραφή αυτού αποτελεί ένα από τα πιο συγκινητικά κομμάτια της νουβέλας το σύνολό της. Από τότε δεν τον ξαναείδε ποτέ πια, ούτε επικοινώνησε μαζί του με οποιονδήποτε τρόπο, κι όμως ακόμα νιώθει πως είναι η φιγούρα που καθόρισε την ζωή του περισσότερο από κάθε προηγούμενη και κάθε επόμενη.

Στην μεγαλύτερη διάρκεια της νουβέλας αυτό που γοητεύει περισσότερο τον αναγνώστη είναι η  στενή σχέση που αποκτά με τον ψυχικό κόσμο του πρωταγωνιστή, πράγμα που δημιουργεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και του επιτρέπει  να έρθει σε επαφή με τα μύχια της σκέψης του Ρόλαντ.

Η ψυχοαναλυτική μέθοδος αφήγησης που επιλέγει ο Τσβάιχ φαντάζει εντυπωσιακή, ενώ χειρίζεται με τόσο λεπτό τρόπο την πρωτοπρόσωπη αφήγηση που δίνει στον αναγνώστη ψήγματα περιγραφών που μπορούν να τον κάνουν να εικάσει την πραγματικότητα και να θεωρήσει ότι το σκοτεινότερο σημείο είναι κάτω από την λάμπα, ενώ παράλληλα του προσφέρει την ταύτιση με τον Ρόλαντ και την κατά διαστήματα υψηλή αγωνία του για την εξέλιξη της πλοκής.

Η αδυναμία του πρωταγωνιστή ως προς την διαχείριση των συναισθημάτων του ιδίου και η πενιχρή αντίληψη των συναισθημάτων των άλλων προς το άτομό του, καταστάσεις που πηγάζουν και δικαιολογούνται από το νεαρό της ηλικίας του, καθιστούν την νουβέλα φρέσκια και της προσδίδουν την ανωριμότητα που της ταιριάζει.

Το θέμα μάλιστα πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται αυτές οι περιγραφές καθιστά την ταύτιση του αναγνώστη ακόμα πιο εύκολη καθώς όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε θαυμάσει με τρόπο απεριόριστο (για μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα) κάποιον άνθρωπο που μας δίνει έμπνευση, συχνά από το εκπαιδευτικό μας περιβάλλον, και ξυπνάει μέσα μας την δημιουργικότητα και τον ζήλο για οτιδήποτε σχετικό με αυτόν.

Τραβώντας, λοιπόν, την κατάσταση αυτή την υπερβολή της (?) καταφέρνει να μας χαρίσει όλη αυτή την συναισθηματική διέγερση και αναταραχή που δημιουργείται, μέχρι σταδιακά να έρθουμε στην αποδόμηση αυτής της τελειότητας που έχουμε δημιουργήσει στο μυαλό μας για τον εκάστοτε άνθρωπο, κάνοντας έναν παραλληλισμό με τις ανθρώπινες σχέσεις στο σύνολό τους, την μερική τυφλότητα που δημιουργούν στο ξεκίνημά τους, την σύγχυση αισθημάτων και το πλήθος ανασφαλειών που ξυπνούν κατά την διάρκειά τους, και την μετέπειτα αποδόμηση του αψεγάδιαστου ως αποτέλεσμα της εγγύτητας και της συνεχούς τριβής.

Εκδομένη πρώτη φορά στα γερμανικά, το 1927, η προκλητική για την εποχή φύση της νουβέλας αυτής την καθιστά μια ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση από την πλευρά του συγγραφέα. Η ευαισθησία μάλιστα με την οποία χειρίζεται το θέμα της ομοφυλοφιλίας, σε μια Γερμανία που το να είσαι ομοφυλόφιλος θεωρούνταν έγκλημα μέχρι και το 1968, και η συμπάθεια που δείχνει προς την διαφορετική, καταπιεσμένη φύση του καθηγητή, φανερώνει την προσπάθεια μιας αποδοχής που ακόμα και στις μέρες μας, έναν αιώνα μετά, δεν θεωρείται δεδομένη.

Μέσα από τα μάτια του ετεροφυλόφιλου νεαρού φοιτητή ο σπουδαίος δάσκαλός του θαυμάζεται και λατρεύεται με τέτοιον τρόπο που σκιαγραφείται ως το πιο «θελκτικό» πρόσωπο σε όλη την έκταση του έργου, και ακόμα κι αν δεν μπορεί να δεχτεί την σαρκική του αγάπη τίποτα δεν αλλάζει μέσα του ως προς τα πράγματα που ένιωθε για αυτόν μέχρι στιγμής. Σίγουρα η αποκάλυψη της αλήθειας τον κάνει πιο επίγειο και τραβά από πάνω του το πέπλο του άμεμπτου χαρακτήρα του, χωρίς όμως τα υποβαθμίζει την σπουδαιότητα του.

Όλες οι περιγραφές της έκλυτης ζωής του καθηγητή, που ψάχνει σαρκικές απολαύσεις σε κακόφημους δρόμους, χλευάζεται από όσους γνωρίζουν για αυτόν, εκβιάζεται μέχρι και στο εργασιακό του περιβάλλον, γίνονται με τέτοιον τρόπο που σου δημιουργούν συναισθήματα συμπάθειας και αποδοχής της ιδιαίτερης φύσης του, ενώ η διάθεση του φοιτητή να ενδώσει σωματικά στον άνθρωπο που τόσο πολύ αγαπά, κι ας τον σταματά το γεγονός ότι αγγίζει τέτοια σωματική εγγύτητα με έναν άλλον άντρα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι στοχεύει στην αποκατάσταση της τότε (και ίσως και τώρα) αρνητικής προκατάληψης απέναντι στον έρωτα μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλου.

Η περιγραφή του φιλιού μεταξύ των δύο αντρών στην τελευταία σελίδα του έργου, όπως το βίωσε ο νεαρός Ρόλαντ, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και δυνατά κομμάτια της νουβέλας και ένα από τα πιο καίρια σημεία αντίληψης των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω:

«Με τράβηξε κοντά του, τα χείλη του κόλλησαν διψασμένα στα δικά μου, το στόμα του γαντζώθηκε με έναν σπασμό απελπισίας στο δικό μου. Ήταν ένα φιλί, που όμοιο του δεν δέχτηκα ποτέ από γυναίκα, ένα φιλί άγριο, ένα φιλί απόγνωσης, σαν επιθανάτια κραυγή. Ένιωσα το τρεμούλιασμα του κορμιού του να με διαπερνά. Ανατρίχιασα σύγκορμος, φοβερά αντικρουόμενα συναισθήματα με συγκλόνιζαν. Η ψυχή μου δινόταν ολόθερμα, όμως το σώμα μου εναντιωνόταν με αποστροφή στο άγγιγμα του αντρικού κορμιού. Η τρομακτική αυτή σύγχυση αισθημάτων με είχε παραλύσει…».

Συνολικά, η Σύγχυση Αισθημάτων του Στέφαν Τσβάιχ, αποτελεί μια αριστουργηματική νουβέλα του 20ου αιώνα που καταπιάνεται με θέματα ως επί το πλείστον οικεία και ενδιαφέροντα (ως προς τις ανθρώπινες σχέσεις και τις συναισθηματικές εξαρτήσεις), ενώ ο τρόπος αφήγησής της σου επιτρέπει την εμπειρία της στο μικροσκόπιο. Δεδομένης της έκτασής της διαβάζεται απνευστί και ανασύρει από την μνήμη σου τους ανθρώπους εκείνους που εσύ τοποθέτησες σε βάθρο και τα γεγονότα εκείνα που καθόρισαν περισσότερο ή λιγότερο την πνευματική και δημιουργική σου εξέλιξη και σε έκαναν τον άνθρωπο που είσαι σήμερα.

*τα κομμάτια του κειμένου που χρησιμοποιήθηκαν (σε πλάγια γράμματα) για το παρόν άρθρο αποτελούν μετάφραση του Δημήτρη Δημοκίδη για τις εκδόσεις ΡΟΕΣ.

Σχόλια