Ένας υπέροχος άνθρωπος με κόκκινο γιλέκο… ο κυρ-Λευτέρης!
Τον πρωτοσυνάντησα πριν από περίπου δύο μήνες στη συμβολή των οδών Ερμού με Αγίας Σοφίας, στην κορυφή του πεζόδρομου. Στεκόταν καρτερικά περιστρεφόμενος αρμονικά γύρω από τον άξονά του με ένα στωικό χαμόγελο μέσα από την χιονισμένη γενειάδα του κι έχοντας προτεταμένο ανάμεσα στα χέρια του το τεύχος της «Σχεδίας» που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Η φροντιστηριακή του τσάντα και μερικές σακούλες από τις οποίες εξείχαν στοίβες χαρτιών κείτονταν λίγο παραδίπλα σε ένα πεζούλι.
Σε πλήρη αντίθεση με αυτήν την ενσάρκωση της πραότητας, εγώ. Διέσχιζα αλαφιασμένος την Ερμού, κατευθυνόμενος με τον συνήθη νευρώδη βηματισμό μου προς την Σβώλου όπου είχα ένα άκρως σημαντικό ραντεβού. Να συναντήσω τους δικούς μου σε ένα κατάστημα υδραυλικών προκειμένου να επιλέξουμε με σχολαστική ακρίβεια το κατάλληλο καπάκι για την λεκάνη της τουαλέτας του σπιτιού…
Αφού τον προσπέρασα φουριόζος και χωρίς να έχω αντιληφθεί αν πρόλαβε να μου συλλαβίσει καλά-καλά ολόκληρο το -έτσι κι αλλιώς οικείο στα αυτιά μου- σύνθημα του περιοδικού, φρέναρα απότομα λίγα μέτρα παρακάτω.
Στράφηκα διστακτικά προς το μέρος του και παρατήρησα πιο προσεκτικά, από κάποια απόσταση, τη φυσιογνωμία του την οποία είχα συλλάβει φευγαλέα με την άκρη του ματιού ελάχιστες στιγμές πριν, πάνω στον περίτεχνο ελιγμό μου για να μην ανακόψω ταχύτητά. Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς ποια έκλαμψη ήταν αυτή που με σταμάτησε μιας και δεν ήταν η μέρα και σίγουρα ούτε η στιγμή που είχα αποφασίσει αγοράσω το καινούργιο τεύχος της «Σχεδίας».
Ίσως όμως αυτή η ευαισθησία που με κυριεύει πάντα μπροστά σε κάθε πειστική αντανάκλαση της φιγούρας του παππού… αυτό το ευλαβικό του χαμόγελο που δεν περιοριζόταν ανάμεσα στις γραμμές των χειλιών αλλά παρέσερνε και κάθε άλλη γραμμή του προσώπου, μέχρι τις τσακίσεις στις παρυφές των ματιών του, αυτή η νοσταλγική του αύρα που ενστικτωδώς παρομοιάστηκε και συνδέθηκε στο μυαλό μου με την αγαπημένη μορφή του συνθέτη και στιχουργού Τάκη Μουσαφίρη. Κι εν τέλει δεν αστόχησα και πολύ σ’ αυτόν τον ευφάνταστο συλλογισμό…
Τον πλησίασα και τον καλημέρισα πρόσχαρα ανταποδίδοντας στοιχειωδώς την καλοσύνη που εκείνος ακτινοβολούσε αφειδώς. Μου πρόσφερε το τεύχος που ζήτησα, του ευχήθηκα, όπως συνηθίζω με όλους τους πωλητές της Σχεδίας, «καλή δύναμη» και μόλις ολοκληρώθηκε αυτή η «έντιμη συναλλαγή», έκανα το «λάθος» να μπω βιαστικά και πάλι σε τροχιά απογείωσης…
«Κάτσε εδώ, μην βιάζεσαι… σε θέλω για λίγο.», μου ψέλλισε αιφνιδιαστικά. Σάστισα αλλά παρέμεινα.
«Οδηγείς;», με ρώτησε χωρίς να αλλοιώσει στο ελάχιστο την έκφρασή του.
«Όχι ακόμα, αλλά κάποια στιγμή στο μέλλον θα αναγκαστώ να το κάνω φαντάζομαι.», απάντησα κάπως αμήχανα.
«Πάρε αυτό…», είπε και ξετρύπωσε από μία από τις πολλές τσέπες του ένα χαρτάκι που δεν ξεπερνούσε τις διαστάσεις που έχει ένα τυπικό σκονάκι.
Μέχρι να το διαβάσω είχε εμφανίσει ήδη ένα επόμενο. Κι ακόμα ένα. Τελειώνοντας το δεύτερο «σκονάκι», άρχισα να υποψιάζομαι ότι τα έμμετρα πολύστιχα που διάβαζα και κατέληγαν στην υπογραφή «ΛΕΥΤΕΡΗΣ Ο40-ος», δεν ανήκαν προφανώς σε κάποιον άγνωστο ποιητή-στοχαστή αλλά στον ίδιο τον άνθρωπο που στεκόταν μπροστά μου κι εξακολουθούσε να εκπέμπει αγαθή καλοσύνη.
«Είσαι ο τελευταίος που αγοράζει τεύχος πριν τη λήξη της βάρδιάς μου οπότε έλα να σου δείξω μερικά ακόμα…»
Με ένα ελαφρύ νεύμα κατευθύνθηκε προς το πεζούλι όπου είχε όλο του το απόθεμά και τον ακολούθησα με ανεπιφύλακτη προθυμία. Έβγαλε από τις ξεχειλισμένες του σακούλες έναν ολόκληρο τόμο από μεγαλύτερες σελίδες οι οποίες φιλοξενούσαν εκτυπωμένη όλη τη συλλογή του.
Ποιήματα για κάθε νέο εξώφυλλο της «Σχεδίας», για αξιοσημείωτα περιστατικά που ο ίδιος είχε ζήσει, πρόσφατα ή πιο ξεθωριασμένα, ποίημα ακόμα και για την εν ψυχρώ κλοπή μίας από τις παρτίδες περιοδικών που ετοιμαζόταν να πουλήσει σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης, όταν κάποιος άγνωστος άρπαξε για πολλοστή φορά την τσάντα του, πιθανότατα όσο ο κυρ-Λευτέρης ενέδιδε για ακόμα μια φορά στον αμαρτωλό πειρασμό να συνομιλήσει λίγο παραπάνω από το τυπικό «καλημέρα-ευχαριστώ» με κάποιον περαστικό-συνδρομητή του περιοδικού…
Απόσπασμα από το «ΠΟΥΛΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΧΕΔΙΑ»
…αλλά και οι νομίζοντες πως η τσάντα σου είναι «παρατημένη» και «φροντίζουν» να την μαζέψουν. (Πέντε φόρες μου την πήραν και τις πέντε τους έπιασα. Στην Παραλία «ομπρέλες» μου είπαν: – κάτι παιδιά σου πήραν την τσάντα και φύγαν απ’ εκεί. Έτρεξα τα πρόλαβα και τους την πήρα…
…Καλά δεν ντρέπεσαι 80 χρονών γέρος; Του είπα. – 87 μου είπε. Καλά που το λες του λέω). Συνθέτουν κι αυτοί το μωσαϊκό της πόλης.
Χθες 3/3/16 την έκτη φορά δεν τον έπιασα. Την πήρε κι έφυγε.
Σήμερα στα «λουλουδάδικα» μού βγήκε αυτό:
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ
Άμυαλε κλέφτη ή ληστή, τώρα ό,τι θέλεις πάρε.
Δεν τους φοβάμαι τους ληστές, ‘σένα φοβάμαι χάρε.
Όχι για το τομάρι μου, μπορείς να το θερίσεις.
Μον’ στους μικρούς , τους πίσω μου, μη δευτεροπραγήσεις
Είχα δικό μου θησαυρό, ήρθες και μου τον πήρες.
Αυτός δεν ξαγοράζονταν, με γρόσια και με λίρες.
Γι αυτό τώρα δεν νοιάζομαι για μια κλεμμένη τσάντα.
Οσ’ είν’ πρεζόνια στον ντουνιά, κλοπές θα έχει πάντα.
Παλιά πολύ θα μ’ ένοιαζε, που σ’ είχα σαν τ’ αλάτι.
Όταν εσύ το φτωχικό, το έκανες παλάτι.
Θα ‘δινα τι δεν θα ‘δινα, να ξανακούσω εσένα,
σαν τότε να με μάλωνες: «Εσύ τα ‘χεις χαμένα,
πάνε τα ‘κοσιπέντ’ ευρώ και φάρμακο δεν έχω.
Κι εσύ … αλλού η γνώμη σου, φύγε δεν σε αντέχω».
Κι εγώ ποτέ δεν θύμωνα, σου ‘λεγα έχεις δίκιο.
Μπροστά σου το χαμήλωνα, το μπόι το αντρίκιο.
Χίλιες τσάντες να κλέψουνε, προς σε θα γύρει ο πόνος.
Τις χίλιες τσάντες θα τις βρω, με σε… έμεινα μόνος.
Και μέσα από τους αλλεπάλληλους στίχους στους οποίους είχα αρχίσει να βυθίζομαι, άρχιζε παράλληλα να αναδύεται ο αθεράπευτος καημός του, αυτός ο οποίος, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στροβιλιζόταν σε κάθε του λυρική σύλληψη, σε κάθε ερέθισμα που τον περιέβαλλε. Σαν αερικό. Που ο ίδιος επιχειρεί διαρκώς να ξορκίσει, να εκδικηθεί -αν και αμφιβάλλω ότι ο κυρ-Λευτέρης γνωρίζει αυτό το δηλητηριασμένο συναίσθημα- ει δυνατόν να καταρρίψει από την αέναη πορεία του.
Η απώλεια. Η ανοιχτή πρόκληση σ’ αυτόν τον απρόσωπο και άσπλαχνο μαυροφορεμένο «βαρκάρη» που του στέρησε τόσο βάρβαρα τον «θησαυρό» του, την Βαρβάρα του, κι ανάγκασε τον ίδιο να καλύψει το επί πολλές δεκαετίες βελούδινο και φρεσκοξυρισμένο -για χάρη της- πρόσωπό του με την αγκάθινη χιονισμένη γενειάδα του. Για μία ακόμα αναμέτρηση, με λάφυρο κι αντάλλαγμα την ίδια τη ζωή.
Το μαράζι τον διαπερνάει σύγκορμο κι όταν αναληφθεί μέχρι τα σμιλεμένα αυλάκια των ματιών του, αυτός βουρκώνει, θαρρείς για να ποτίσει το ανθισμένο του χαμόγελο που συνεχίζει να ευγνωμονεί τον Θεό και την Ίδια για όλα όσα μοιράστηκε μαζί της, όλα όσα του λείπουν οδυνηρά κάθε επιπλέον μέρα που τον χωρίζει από την πνοή της, απ’ αυτές τις οποίες επιμελώς συνεχίζει ν’ απαριθμεί.
Τον άκουγα αποσβολωμένος να μου αφηγείται το χρονικό της νωπής του πληγής και μέσα από αυτό να ευλογεί με τον ίδιο πηγαίο λυρισμό των ποιημάτων του και τα δικά μου μελλούμενα, αφορίζοντας την δική του κακοτυχία. Του έσφιξα τον ώμο αναγνωρίζοντας κι αντλώντας λίγη από τη μεγαλοπρέπεια της ψυχής του. Τον ευχαρίστησα, τον αγκάλιασα και τον αποχαιρέτισα. Με την προτροπή να εξακολουθεί να μεταμορφώνει σε μελάνι το «μαύρο» των τσακισμένων του πανιών και με την υπόσχεση να συνεισφέρω τα δικά μου «μποφόρ», ώστε το θαλασσοδαρμένο πλην αλύγιστο σκαρί του να συνεχίσει το νοσταλγικό του ταξίδι…
Στην τσέπη μου είχα καταχωνιάσει κι ένα ακόμα «σκονάκι»… αυτό που λίγες μέρες μετά με οδήγησε στο κατακλυσμένο από στίχους διαδικτυακό του λεύκωμα.
ΕΣΕΝΑ ΖΩΓΡΑΦΙΖΩ
Είναι απ’ το ‘εβδομήντα εννιά…
φρεσκοσκισμένα τα πανιά
και κουτσοαρμενίζω…
Μετά το τέλος της δουλειάς,
στον κάμπο, σαν βοϊδαμαξάς
στο σπίτι μου γυρίζω.
Στου πατρικού μου την αυλή
που είν’ η πόρτα ανοιχτή,
κάθομαι σ’ αντικρίζω.
Παίρνω το τρίποδο, χαρτί,
ένα χαμόγελο πλατύ,
μπροστά σου «γονατίζω».
Πινέλα, χρώματα, νερό,
μες το χαρτί μου το καρό
εσένα ζωγραφίζω.
Εις την δική σου την μορφή,
ρίχνω τα μάτια μου καρφί
το έργο συνεχίζω…
Τα μάτια, φρύδια, τα μαλλιά,
τα χείλη σου τα γελαστά,
σε βάθος τα γνωρίζω.
Αυτά χαϊδεύω και φιλώ,
είναι τα μόνα π’ αγαπώ
σ’ άλλον δεν τα χαρίζω.
Μοναδική στην ζωγραφιά,
σαν ήλιος δίχως συννεφιά.
Νεράιδα σε βαφτίζω.
1956-2016 (ΣΗΜΕΡΑ)
Είν’ ο Απρίλιος δεκατρείς,
γενέθλια σου: – εξηνταετής.
Λουλούδια σου χαρίζω.
Για μένα θα ‘σαι ζωντανή,
Μόνο… Μού λείπ’ η σου φωνή…
Σε βλέπω και δακρύζω.
Ελευθέριος- Χρήστος Φωτίου.
Θεσσαλονίκη 13 Απριλίου 2016.
Ο ΧΗΡΟΣ
Ναι! Το ραβδί του Μωυσή πήρες εσύ στο χέρι
και στην Ερυθρά την Θάλασσα το ‘βαλες ένα βράδυ.
Η θάλασσα πως άνοιξε (!!!), κοντά σου να τον φέρει
τον «υπερόριο» σκλάβο σου που ήτανε στον «Άδη».
Στην «Αίγυπτο», στην ερημιά, στων «Φαραώ» τον τόπο
τον βρήκες, κόρη άρχοντα πεσμένη απ’ τον «θρόνο».
Βαρύ σταυρό σε προίκισε να κουβαλάς με κόπο,
προς «Γολγοθά» βαδίσατε ενώνοντας τον πόνο.
Γιατ’ όπου κι αν πηγαίνατε, «Ισχνές οι Αγελάδες».
Πέρασαν χρόνια δύσκολα, τριάντα οχτώ και βάλε.
Αυτός «κουφός» δεν άκουγε του Χάρου τις καντάδες,
μον’ όταν του ‘πε:-ΧΗΡΟΣ πια! Αυτό είν’ το φινάλε.
Μια λέξη που δεν το’ λεγε, στο μερτικό του να ‘ναι,
ΧΗΡΟΣ… βαριά ακούγετε, μολύβι σαν την βιώνει,
αυτά τα πέντε γράμματα, καρφιά που τον τρυπάνε,
ψάχνει… μα γύρω του κενό… απ’ το μαράζι λιώνει.
Στον καναπέ θε’ να ‘βρισκε, τα πόδια της να τρίψει,
στο μπάνιο το αφρόλουτρο να βάλει στο κορμί της.
Το «είναι» της, τ’ άλλο μισό, για πάντα θα του λείψει,
το γέλιο, το παράπονο, το κλάμα, η οργή της.
Σε ποια να πει «Ώρα καλή και καλώς να γυρίσεις»,
ο χήρος που την έχασε για πάντα την κυρά του;
Σε ποια να πει «Ας φύγω ‘γώ, εσύ μάτια μου να ζήσεις»
που το «αλάτι» της ζωής δεν είναι πια κοντά του;
Το έγραψα σήμερα στις 249 προς 250 μέρες απουσίας, το μισό στο πόστο Άγιος Θεράποντας Κάτω Τούμπα και το μισό στο σπίτι.
Ελευθέριος- Χρήστος Φωτίου.
Θεσσαλονίκη 6 Ιουνίου 2016.
Περισσότερες “γραπτές καταθέσεις” του κυρ-Λευτέρη μπορείτε να βρείτε εδώ:
Ελευθέριος Φωτίου
Περισσότερες πληροφορίες για το περιοδικό δρόμου “Σχεδία” θα βρείτε εδώ:
Περιοδικό δρόμου Σχεδία
Υ.Γ: Αυτή η Σχεδία έχει ανάγκη και τα δικά σας «μποφόρ»… Ανοίξτε τα μάτια, την καρδιά και τους ασκούς σας.