Ο Λάμπης Χαραλαμπίδης είναι από τους ανθρώπους που δεν αναδείχθηκαν τυχαία στον χώρο του κινηματογράφου…
Η τελευταία Cineύρεσή μου έγινε με το Λάμπη Χαραλαμπίδη, έναν από τους μεγαλύτερους μοντέρ στην Ελλάδα, γεγονός που προσυπογράφει και το φετινό βραβείο μοντάζ από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου για την ταινία “Τετάρτη 04.45” του Αλέξη Αλεξίου.
Ο Λάμπης Χαραλαμπίδης είναι μια έντονα καλλιτεχνική προσωπικότητα, που γνωρίζει καλά την τέχνη του κινηματογράφου, συμμετέχοντας σε πάρα πολλές παραγωγές “πρώτης γραμμής” τα τελευταία χρόνια και σίγουρα ανήκει στους ανθρώπους που θα διαμορφώσουν το ελληνικό σινεμά τις επόμενες δεκαετίες.
Έχετε υπογράψει το μοντάζ σε πάρα πολλές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το μοντάζ;
Ο λόγος που ασχολήθηκα με το μοντάζ έχει να κάνει με τη μητέρα μου. Από μικρός έβλεπα τηλεόραση, γιατί γεννήθηκα στην εποχή της τηλεόρασης και του VHS, με τον «CONAN», τον «BLADE RUNNER» και όλη αυτή την επανάσταση του σινεμά. Πήγαινα και έβλεπα τηλεόραση από πολύ κοντά ξαπλωμένος μπρούμυτα στο πάτωμα σε απόσταση ενός μέτρου. Η μητέρα μου διέκρινε την αγάπη μου για την τηλεόραση και λίγο πριν δώσω Πανελλήνιες με πήγε στη Σχολή Χατζίκου. Εγώ συγκινήθηκα, έβαλα τα κλάματα και της είπα «Μαμά, σε ευχαριστώ. Αυτό θέλω να κάνω.». Έτσι γράφτηκα στη σχολή. Είναι πολύ σημαντική η παρέμβαση των γονιών στην απόφαση της επιλογής καριέρας του παιδιού τους. Η μητέρα μου, μου έδωσε τη δυνατότητα να κάνω το hobby μου δουλειά, οπότε είμαι ευτυχισμένος. Η σχολή ήταν για σπουδές σκηνοθεσίας και τον τελευταίο χρόνο αποφάσιζες αν θα σκηνοθετήσεις ή θα μοντάρεις μια ταινία. Ανακάλυψα ότι ως μοντέρ θα είχα επαφή με έναν άνθρωπο και τον υπολογιστή μου, κάτι που μου ταιριάζει περισσότερο. O μοντέρ είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Έχει μεγαλύτερη ευθύνη, γιατί πρέπει να προστατέψει τους ηθοποιούς, το διευθυντή φωτογραφίας, τον ηχολήπτη. Μια ταινία είναι μια ομαδική δουλειά.
Ο κινηματογράφος χωρίζεται σε σχολές ανά τον κόσμο. Υπάρχουν σχολές και στο μοντάζ; Εσείς που ανήκετε;
Σίγουρα υπάρχουν σχολές, γιατί υπάρχουν διαφορετικοί χαρακτήρες ανθρώπων. Όπως υπάρχουν ίδια πράγματα σε διαφορετική συσκευασία, έτσι και ο κινηματογράφος έχει διάφορες σχολές. Ο κινηματογράφος είναι η πιο πρόσφατη τέχνη που έχει αναπτυχθεί, οπότε έχει επιρροές από τις τέχνες που προϋπήρχαν.
Κάθε μοντέρ οφείλει να γνωρίζει τις διάφορες σχολές του μοντάζ, για να μπορεί να βοηθήσει την οποιαδήποτε ταινία. Εγώ πάντως δεν πιστεύω στις σχολές. Πιστεύω στις ανάγκες της κάθε ταινίας. Έχω ένα δικό μου στυλ, αλλά προσαρμόζομαι στην ταινία, γιατί θεωρώ ότι κανείς δεν είναι πάνω από την ταινία, ούτε ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Δεν είμαι τίποτα άλλο από ένας συντελεστής. Συν-τελώ στο όραμα κάποιου. Διαφορετικά θα έκανα τη δική μου ταινία.
Πόσο σημαντική είναι η συμβολή ενός μοντέρ στην ολοκλήρωση μιας ταινίας; Σε ποιο στάδιο αναλαμβάνει δράση;
Μια ταινία είναι μια ομαδική δουλειά. Οπότε, η ομάδα αναλαμβάνει δράση από το treatment (ΣτΣ: αναλυτική περίληψη του σεναρίου). Να ειπωθούν ιδέες και σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ο κάθε ένας επεμβαίνει στο κομμάτι του. Εγώ ξεκινάω από το treatment, λέγοντας κάποιες ιδέες. Στο σενάριο συζητάμε για το ρυθμό, τα συναισθήματα και την πειστικότητα των χαρακτήρων. Στη συνέχεια συμμετέχω στα storyboard και τέλος στο μοντάζ της ταινίας, που είναι εξίσου σημαντικό με το γύρισμα.
Αλλά δεν είναι ο μοντέρ που κάνει σημαντικό το μοντάζ, αλλά η συνεργασία μοντέρ και σκηνοθέτη. Ο μοντέρ παραδίδει κάτι και σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη αυτό το κάτι ολοκληρώνεται. Αν όλα έχουν πάει καλά δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Αν, όμως κάτι δεν πάει καλά, εκεί είναι το στοίχημα, ώστε το μοντάζ να βοηθήσει να μην φανεί. Κάποιες φορές, το μοντάζ μπορεί να πάρει ένα μειονέκτημα της ταινίας και να το κάνει πλεονέκτημα.
Πρόσφατα πήρατε το βραβείο καλύτερου μοντάζ από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου για την ταινία “Τετάρτη 04.45” του Αλέξη Αλεξίου. Μιλήστε μας για την εμπειρία σας.
Με τον Αλέξη Αλεξίου, στην «ΤΕΤΑΡΤΗ 04.45» ξεκινήσαμε από τα storyboards της ταινίας. Κάναμε τα τεστ της κάμερας για να δούμε με τι κάμερα θα γυρίσουμε. Είδαμε κάποιες δράσεις και κάναμε κάποια τεστ με τον κ. Μάινα. Γυρίσαμε την ίδια σκηνή με τρεις κάμερες για να αποφασίσουμε ποια θα χρησιμοποιήσουμε. Σε ίδιες ακριβώς φωτιστικές συνθήκες, με τα ίδια ακριβώς πλάνα και με το ίδιο color correction. Καταλήξαμε στην Red Dragon.
Ήταν μια αξιόλογη παραγωγή, με πολλές θεματικές και γρήγορο ρυθμό. Το στοίχημα ήταν να κρατήσεις το θεατή σε έναν γρήγορο ρυθμό, αλλά να μη χάνει το συναίσθημα και την ανάγνωση του έργου. Είναι μια ταινία που έχει πολλά πλάνα σε κάθε σκηνή. Για παράδειγμα στη σκηνή με το παγκάκι είχαμε 34 πλάνα για μια συζήτηση. Τα πολλά πλάνα καμιά φορά είναι παγίδα, γιατί το μοντάζ δεν πρέπει να φαίνεται, όπως υποστηρίζουν και οι μεγαλύτεροι μοντέρ του κόσμου. Για παράδειγμα, υπάρχει μια ταινία του Tony Scott, το «DOMINO», η οποία είναι κομμένη στα 16 με 20 καρέ και λειτουργεί. Η ταινία μιλάει για μια κυνηγό επικηρυγμένων και αφηγείται την ιστορία μέσα από το μυαλό της, αλλά επειδή δεν είναι στα καλά της η ιστορία προβάλλεται σαν snapshots. Το δύσκολο σε αυτές τις ταινίες είναι να κόβεις, για να μην κόβεις, γιατί όταν έχεις 34 πλάνα, μπορεί να κάνεις ένα μοντάζ και να μην καταλαβαίνεις τίποτα. Πρέπει να ξέρεις πού μπαίνει το κάθε πλάνο και γιατί μπαίνει.
Ένας σκηνοθέτης πρέπει να σκέφτεται από την αρχή το μοντάζ;
Κάθε στάδιο στη δημιουργία μιας ταινίας πρέπει να έχει τη δική του ευλάβεια. Πρέπει να γίνεται με προσοχή χωρίς να έχεις το μυαλό σου στο τελικό αποτέλεσμα, γιατί διαφορετικά μπορεί να χάσεις κάτι. Μπορεί να χάσεις μια ερμηνεία, έναν χαρακτήρα. Αυτό που πρέπει να φτιάξεις σαν σκηνοθέτης είναι ένας κόσμος. Δεν πρέπει να σκέφτεσαι μόνο το μοντάζ, γιατί το πρώτο πράγμα που πρέπει να λειτουργήσει είναι ο κόσμος σου, όποιος κι αν είναι αυτός, ρεαλιστικός, γήινος, διαστημικός. Το μοντάζ έρχεται μετά.
Επίσης, πρέπει να έχουμε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μας τον παράγοντα «Γύρισμα». Ακόμα και να έχεις σκεφτεί κάτι ιδανικά, δεν ζούμε στο Hollywood, που έχεις δώδεκα ηλεκτρολόγους και δεν σου πάει τίποτα στραβά, κι αν σου πάει έχεις και δύο μέρες παραπάνω από τον παραγωγό. Όλο αυτό που σκέφτεσαι σαν σκηνοθέτης μπορεί να λειτουργήσει, μπορεί και όχι γιατί υπάρχουν αστάθμητοι παράγοντες. Για παράδειγμα να υστερούν οι ερμηνείες ή να είναι λάθος το ρακόρ. Άρα θα ξανασυζητηθεί η ταινία στο μοντάζ. Το μοντάζ πρέπει να είναι στο μυαλό του σκηνοθέτη, αλλά δεν πρέπει να τον καταδιώκει από την πρώτη στιγμή.
Ένας μοντέρ πρέπει να είναι και σκηνοθέτης;
Ο μοντέρ πρέπει να είναι storyteller. Είναι αυτός που είναι αποστασιοποιημένος. Ένας μοντέρ δεν σώζει, βρίσκει την καλύτερη λύση. Κανένας μοντέρ δεν κάνει την ταινία, κανένας φωτογράφος, κανένας ενδυματολόγος. Η ταινία προϋπάρχει σαν σενάριο, πριν μπει ο μοντέρ. Ο μοντέρ συν-τελεί στην ολοκλήρωση της. Υπάρχει μια θεωρία που λέει, ότι αν ο μοντέρ κάνει καλά τη δουλειά του σώζει την ταινία και καπελώνει το σκηνοθέτη. Μόνο στην Ελλάδα το πιστεύουν αυτό.
“Ο σκηνοθέτης είναι ένας μαέστρος. Πρέπει να κάνει τον κάθε μουσικό του να παίξει 120%.”
Ο τρόπος που θα το πετύχει έχει να κάνει με τον κάθε σκηνοθέτη. Ο μοντέρ, λοιπόν, πρέπει να είναι και σκηνοθέτης και storyteller, κρατώντας το ρόλο του και απομακρύνοντας τις εμμονές του. Δεν πρέπει να κάνει την ταινία όπως θα την έκανε ο ίδιος, αλλά υπηρετώντας το όραμα του σκηνοθέτη.
Πόσο σημαντική είναι η εξέλιξη της τεχνολογίας στη σύγχρονη κινηματογράφηση; Δίνει παραπάνω ελευθερία και επιλογές στο μοντάζ;
Η δουλειά του μοντέρ έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Πρέπει να ξέρει πολλά τεχνικά, ώστε να γνωρίζει πότε μπορεί να βοηθήσει και πότε όχι, και πότε κάτι με μια μικρή επεξεργασία Vfx μπορεί να λειτουργήσει, όπως είναι μια καλή λήψη που για παράδειγμα έχει μια σκιά που δεν έπρεπε να φαίνεται. Παλιά δεν θα συζητούσαμε καν τη διόρθωση κάποιων πλάνων. Τώρα και μόνο που συζητάμε ότι μπορούμε να σβήσουμε ή να κάνουμε ένα resize είναι μαγικό.
Μπορεί ο ελληνικός κινηματογράφος να αγγίξει το επίπεδο των μεγάλων Ευρωπαϊκών και Αμερικάνικων παραγωγών;
Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Φταίμε όλοι μας. Όταν όλοι θα θέλουμε να κάνουμε ένα καλύτερο cinema, τότε ίσως τα καταφέρουμε. Αυτό αποδεικνύεται και στην περίπτωση της «ΤΕΤΑΡΤΗΣ 04.45», γιατί μια ομάδα έχει λειτουργήσει καταπληκτικά, δεν ξεχωρίζει κανένας πάνω από τον άλλον. Είναι ένα σύνολο ανθρώπων που δούλεψαν καλά μαζί, με έναν σκηνοθέτη που τους ενέπνευσε.
Για μένα φταίμε όλοι για το επίπεδο του Ελληνικού cinema. Πρέπει να κάνουμε όλοι ένα μικρό βήμα, συντελεστές, σκηνοθέτες, παραγωγοί. Πιστεύω ότι όταν υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ δύο, φταίνε και οι δύο. Στην Ελλάδα υπάρχει και πολλή «Αντρίλα». Όλοι νιώθουν πολύ μεγάλοι. Ο εγωισμός υπερισχύει. Αυτό είναι στην κουλτούρα μας και σίγουρα περνάει και στο cinema.
Αφήνοντας στην άκρη τεχνικά χαρακτηριστικά και σκηνοθετικές προσεγγίσεις ποια ταινία σημάδεψε τη ζωή σας; Ποια ταινία είδατε και επιθυμήσατε να γίνετε από θεατής, δημιουργός;
Δεν θα απαντήσω στην ερώτηση σαν δημιουργός, γιατί δεν είμαι, αλλά σαν συντελεστής, που μου αρέσει πάρα πολύ αυτό που κάνω. Μια ταινία που με στιγμάτισε πάρα πολύ είναι το «ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ» του Paul Verhoeven, που το είδα μικρός και τελευταία το «HUNGER» του Steve McQueen. Άλλη μια ταινία που με σημάδεψε, γιατί ένιωσα να εκπαιδεύομαι βλέποντας την, είναι το «SUBMARINO» του Thomas Vinterberg γιατί την είδα πριν γεννήσω την κόρη μου και με έκανε να σκεφτώ πολλά. Με ξύπνησε σαν άνθρωπο.
“Μια ταινία δεν έχει σημασία αν είναι καλή, μέτρια, ή κακή, αρκεί να σε ξυπνήσει.”
Έχετε κάποια συγκεκριμένα όνειρα και φιλοδοξίες για το μέλλον;
Να έχω ωραίες συνεργασίες για όμορφες ταινίες. Και να αρχίσουμε λιγάκι να σκεφτόμαστε, πριν πράττουμε.