Λίγες ώρες πριν το δρομολόγιο…

«Όχι, δεν προσπαθώ να σ’ εκβιάσω όμως έχω ήδη κάνει δύο απλήρωτα νυχτερινά αυτόν το μήνα και στο τελευταίο δρομολόγιο που έμπλεξα με το παραστατικό μ’ αφήσατε ακάλυπτο! […]
Τι θα είναι αλλιώς αυτή τη φορά; […]
Αποκλείεται! Δεν το αναλαμβάνω εγώ αυτό. Στο έχω ξαναπεί, μη με μπλέξεις σ’ αυτή τη βρωμοδουλειά… δεν μπορώ να το κάνω! […]
Δεν είναι τα χρήματα το θέμα… μιλάμε για ανθρώπους! Δεν μπορώ να στοιβάξω ανθρώπους σαν τα κοτόπουλα μαζί με το καλαμπόκι! […]
Τι σημαίνει δεν έχω επιλογή; Τώρα εσύ είσαι αυτός που εκβιάζει, δεν μπορείς να μου παίξεις τέτοια πουστιά… […]

Σ’ ακούω. Λέγε…  […]
02:15 στο παλιό τελωνείο… Πόσοι θα είναι; […]
Ξέρω από ποιον δρόμο θα έρθω, κλείσε.»

«Μαλάκα…»

Είχε συμπληρώσει αισίως δύο εικοσιτετράωρα άυπνος και τρεις ώρες συνεχούς οδήγησης σε μία εγκαταλειμμένη παρακαμπτήρια οδό στην οποία ήταν ούτως ή άλλως αναγκασμένος να κινείται με χαμηλή ταχύτητα λόγω της ελλιπούς έως ανύπαρκτης συντήρησής της αλλά και της νευρικότητας που τον είχε κυριεύσει και μόνο στην υποψία κάποιου αιφνιδιαστικού μπλόκου της αστυνομίας στο τέλος του δρόμου. Τα ασθενικά φώτα της ψηλής σκάλας του παλιού οχήματος, που προοριζόταν για τέτοιου είδους αποστολές, μετά βίας κατάφερναν να διανοίξουν ένα οπτικό πεδίο δέκα-δεκαπέντε μέτρων προτού τα καταπιεί το πυκνό σκοτάδι κι η αυξημένη υγρασία του. Τα δικά του χέρια με την δική τους πιο αλμυρή υγρασία ήταν γραπωμένα σα δαγκάνες στον φθαρμένο φλοιό του τιμονιού. Σε κάθε τράνταγμα του οχήματος, που μοιραία συνέβαινε όποτε οι μπροστινές του ρόδες υποχωρούσαν μαζί με τα πιο σαθρά κομμάτια της ασφάλτου και των υποστρωμάτων της, τα δάχτυλά του αναρριγούσαν κι έσφιγγαν ακόμα περισσότερο το τιμόνι σε μια ενστικτώδη αυταπάτη ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα κατάφερναν να περιορίσουν την ένταση των κραδασμών που λίγα δευτερόλεπτα αργότερα επαναλαμβάνονταν και από τις πίσω ρόδες. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε την συγκεκριμένη διαδρομή ωστόσο πρώτη φορά ένιωθε αυτό το σούβλισμα στο στέρνο σε κάθε διαπίστωση της κακοτεχνίας της. Ανά τακτά διαστήματα, το δεξί του χέρι εγκατέλειπε το τιμόνι για να ανασηκώσει ένα ξεθωριασμένο-πιθανόν από τον ήλιο- παιδικό παγούρι που είχε στερεωμένο σε μία αυτοσχέδια θήκη, γαντζωμένη στις χαραμάδες του κλιματισμού, και να ρουφήξει μερικές γουλιές από το ξεθυμασμένο περιεχόμενό του που το ίδιο πρωί θα έπειθε σίγουρα περισσότερο για καφές.

Δε θα αργούσε να χαράξει και τα πρώτα χνώτα της ημέρας είχαν αρχίσει να θολώνουν το παρμπρίζ και να ρίχνουν αισθητά τη θερμοκρασία. Άναψε με ένα αίσθημα ενοχής τον θερμό αέρα, ο οποίος απλώθηκε σταδιακά σε όλο το θάλαμο του οδηγού, κι έριξε μια φευγαλέα ματιά στο απενεργοποιημένο ραδιόφωνο όπου αναβόσβηνε ρυθμικά η ώρα. 05:42. Ακόμα και αυτή η φωτεινή ένδειξη έμοιαζε απειλητική. Μια σιωπηλή ωρολογιακή διαμαρτυρία του ραδιοφώνου για το συγκεκριμένο δρομολόγιο. Στην πιο πεζή πραγματικότητα, ο ίδιος, μέσα στον πανικό του, είχε αμελήσει να το ενεργοποιήσει στην αρχή της διαδρομής μήπως τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο κατεύναζε κάπως την υπερέντασή του. Καθώς πλησίαζε στη διασταύρωση που θα τον επανέφερε στο τελευταίο τμήμα του εθνικού οδικού δικτύου με κατεύθυνση προς τα σύνορα, έκοψε κι άλλη ταχύτητα αναγκάζοντας το όχημα σε έναν βίαιο βρυχηθμό και το κλασικό του αλλεργικό φτάρνισμα σε κάθε έντονο πάτημα του φρένου, έσβησε τα φώτα και τελικά ακινητοποίησε το όχημα σε μία φυσική πλάτυνση του δρόμου, λίγο πριν την τελευταία στροφή. 

Άνοιξε την πόρτα και με ένα αλαφροπάτητο άλμα προσγειώθηκε στο κακοτράχαλο έδαφος. Η πρωινή ψύχρα του ξύρισε κατευθείαν τον αυχένα. Περπάτησε μερικά μέτρα, μέχρι τη στροφή, απ’ όπου θα μπορούσε να ελέγξει αν από τη διασταύρωση ερχόταν η στροβιλιζόμενη μπλε αστραπή κάποιας αστυνομικής κουκούλας που καιροφυλακτούσε. Προς μερική του ανακούφιση, όσο εξαντλητικά κι αν τέντωσε το βλέμμα του στο βάθος του δρόμου, το μόνο μπλε που αντίκρισε ήταν αυτό του ουρανού, που με το αγουροξυπνημένο χασμουρητό του είχε αρχίσει να ρουφάει όλη την πίσσα της προηγούμενης νύχτας.

Απέμενε πλέον ο έλεγχος των τελωνειακών αρχών στα σύνορα. Σκέψη που από μόνο της ήταν αρκετή για να του αναζωπυρώσει την ένταση και να του υπενθυμίσει, με έναν διαπεραστικό πόνο χαμηλά στο στομάχι, ότι η κύστη του δεν άντεχε άλλο ουρικό οξύ. Πήγε λίγο παραπέρα, σε κάτι ξερόχορτα, έλυσε τη ζώνη του συνειδητοποιώντας ότι την είχε δέσει υπερβολικά σφιχτά, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και κατέβασε βιαστικά το φερμουάρ. Όση ώρα ένιωθε τον πόνο της κύστης του να υποχωρεί λυτρωτικά, έστρεψε το βλέμμα προς το φορτηγό κι έμεινε για λίγο συλλογισμένος. Επιστρέφοντας προς τη θέση του οδηγού, άνοιξε την πόρτα, και χωρίς να ανέβει, έπιασε ένα μπουκάλι με νερό που είχε πεταμένο κάτω από το κάθισμα. Ήπιε λίγο, έπλυνε τα χέρια του βρέχοντας παράλληλα και το πρόσωπό του, το ξαναπέταξε κάτω από το κάθισμα και αυτή τη φορά έκατσε και ο ίδιος σ’ αυτό. Έπιασε το κλειδί που ήταν πάνω στην μίζα αλλά προτού το στρίψει για να ξαναβάλει μπροστά τη μηχανή, μια καχύποπτη έκλαμψη τον σταμάτησε. Άνοιξε το ντουλαπάκι κι εντόπισε μια στοίβα από τσαλακωμένα χαρτιά θέλοντας να ελέγξει τα έγγραφα που θα έδειχνε στις αρχές. Έτσι όπως ξεχώριζε μεταξύ τους τα χαρτιά που τον ενδιέφεραν, τους είδε.
Σάστισε. Το σούβλισμα στο στέρνο του αυτή τη φορά ήταν πιο έντονο από όλα τα προηγούμενα. Τρεις ασπρόμαυρες φωτογραφίες ταυτότητας, μία σε κάθε κόλλα και ορισμένα πιστοποιητικά στοιχεία συμπληρωμένα, όλα με αραβικούς χαρακτήρες κι ακριβώς δίπλα με λατινικούς. Προσπάθησε να επιστρατεύσει όλη του την ψυχραιμία για να τα εξετάσει πιο προσεκτικά. Ήταν φανερό ότι επρόκειτο για έναν άντρα, μια γυναίκα κι ένα μικρότερο παιδί…

Σελίδες: 1 2

Σχόλια

1 2