21 προς 22 Φεβρουαρίου 1913
Σχόλιο: Το γράμμα δεν ξεκινάει πια με «πολυαγαπημένη» κλπ. Απλώς μιλάει πια ο Φραντς, χωρίς να απευθύνεται στην άλλοτε πολυαγαπημένη του. Στην Τρίτη παράγραφο φτάνει στο ζουμί:
«Δεν μπορούσες ούτε στο γραφείο ούτε στο τραμ να μου γράψεις. Να σου το εξηγήσω εγώ, πολυαγαπημένη; Δεν ήξερες σε ποιον θα έπρεπε να γράψεις. Δεν αποτελώ στόχο επιστολών. Αν παρουσιαζόμουν ωραία και καλά μπροστά σου σε όλη την έκταση της αθλιότητάς μου, αν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο, θα πισωπατούσες από φόβο. Κι έτσι τρέχω –χωρίς, φυσικά, αυτό να κρύβει κάποια πρόθεση- όπως τα τρελαμένα σκιουράκια στο κλουβί τους, διαγράφοντας κύκλους προς κάθε κατεύθυνση, μόνο και μόνο για να σε κρατήσω μπροστά από το κλουβί μου, πολυαγαπημένη, και να ξέρω ότι είσαι κοντά μου, ακόμα κι αν δε μπορώ να σε δω. Πότε θα το δεις καθαρά και πόσο ακόμα θα παραμείνεις εκεί ώσπου να το διακρίνεις;
Φραντς»
Οι ανασφάλειες γιγαντώθηκαν. Η αλληλογραφία της Φελίτσε Μπάουερ προς τον Φραντς Κάφκα μειώνεται δραστικά κι αυτό τον κάνει να σκεφτεί για τη σχέση τους και να πάρει την απόφαση να την αρραβωνιαστεί, να μην την έχει αστεφάνωτη γιατί η γειτονιά δεν έχει βάλει γλώσσα μέσα της. Στις 11-12 Μάη ξανασυναντιούνται στο Βερολίνο, όπου επισκέπτεται τους γονείς της και αντιλαμβάνεται ακόμα περισσότερο τις έντονες διαφορές που έχει μαζί της σαν άνθρωπος.
13 Μαΐου 1913
«Ποιος ξέρει αν αύριο θα έχω γράμμα, και πώς εσύ, πολυαγαπημένη Φελίτσε, εξέλαβες το πόσο ανόητα φέρθηκα αυτές τις μέρες στο Βερολίνο; Γιατί δεν ξέρεις, Φελίτσε, δεν ξέρεις τι με δεσμεύει και τι με κάνει τον πιο δυστυχισμένο άνθρωπο, μολονότι φαίνεται να είμαι τόσο κοντά σου, σ’ εσένα, το μοναδικό μου στόχο επι Γης. Θεέ μου, θα ήθελα να μην υπήρχες στον κόσμο, παρά μόνο μέσα μου ολόκληρη ή, ακόμα καλύτερα, να μη βρισκόμουν εγώ στον κόσμο, αλλά μέσα σου ολόκληρος, έχω την αίσθηση ότι ένας από τους δυο μας περισσεύει εδώ πέρα, η διαίρεσή μας σε δύο ανθρώπους είναι αβάσταχτη. Φελίτσε, γιατί δε σε παίρνω αμέσως κοντά μου, γιατί πρέπει αντ’ αυτού να διπλώνομαι στα δύο στο χώμα του δάσους, όπως τα ζώα που φοβάσαι; Αλλά από την άλλη μεριά δεν είμαι και κανένας μαγεμένος πρίγκηπας, ακόμα κι αν οι μαγεμένοι πρίγκηπες συνηθίζουν να κρύβονται σε τέτοιες φρικαλεότητες. Θα ήταν ωραία αν ήμουν απλώς ένας υποφερτός, μαγεμένος άνθρωπος. Θα ήσουν ευχαριστημένη, έτσι δεν είναι;
[…]
Δικός σου (μακάρι να ήμουν ανώνυμος, εντελώς σβησμένος και μόνο δικός σου)»
Τον Ιούνιο μετά από πιέσεις, ο Κάφκα κάνει επιτέλους την πρόταση γάμου. Παρόλα αυτά, επειδή δεν τον θέλει ο ίδιος αυτό το γάμο, προσπαθεί να της εξηγήσει με λογικά επιχειρήματα τους λόγους που δεν πρέπει να παντρευτούν. Οπότε, τον Σεπτέμβρη, αφού η Φελίτσε δεν έπαιρνε από λόγια, της λέει «Άκου να δεις, Λίτσε μ’, πάω σε ένα συνέδριο και μετά έχω επαγγελματικά ταξίδια. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα να ηρεμήσουμε και να σκεφτούμε τι θέλουμε».
Στο διάστημα μέχρι το επόμενο γράμμα παρακάτω, μεσολάβησαν πολλά. Ο Κάφκα ξεκινάει αλληλογραφία με την φίλη της Φελίτσε, την Γκρέτε, με ακόμα μεγαλύτερη θέρμη από ότι με τη Φελίτσε. Μιλάει στην Γκρέτε για τη Φελίτσε, και με τη νηφαλιότητα που του έδωσε η αποχή από την επικοινωνία μαζί της τον κάνει να δει με ακόμα μεγαλύτερο πάθος τη σχέση τους, και τελικά ζητάει για 2η φορά το χέρι της Φελίτσε το 1914. Αυτή δέχεται, αλλά ο Κάφκα δε σταματάει την αλληλογραφία με την Γκρέτε.
Τα πράγματα δεν αργούν να αλλάξουν ξανά. Η φιλία Γκρέτε-Φελίτσε ενδυναμώνεται, με αποτέλεσμα να δείξει η Γκρέτε την προσωπική της αλληλογραφία με τον Φραντς, στη Φελίτσε, είτε από τύψεις είτε από ανάγκη. Στις 12 Ιουλίου 1914 διαλύεται ο αρραβώνας του Φραντς και της Φελίτσε, και ο Φράντς οδηγείται σε «δίκη», στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ο επίσημος αρραβώνας, η διάλυσή του και το «δικαστήριο» ταράζουν συθέμελα τον Φραντς Κάφκα, τόσο πολύ που εμπνέεται από εκεί το διάσημο βιβλίο του «Η Δίκη».
Η ρήξη φαίνεται οριστική μεταξύ τους, όμως με ένα επτασέλιδο γράμμα 3 μήνες μετά το «δικαστήριο» ο Κάφκα καταφέρνει να αποκαταστήσει τη σχέση τους. Μάλιστα, το Γενάρη του επόμενου έτους, 1915, συναντιούνται για δύο μέρες στο Μπόντενμπαχ. Δύο μέρες καθοριστικής σημασίας και για τους δύο.
Μετά τη συνάντηση αυτή, η Φελίτσε είναι πια αυτή που επιδιώκει πιο θερμά την επικοινωνία και την αλληλογραφία. Από την άλλη, ο Κάφκα περνά μία αντιπαραγωγική περίοδο και τα γράμματά του περιέχουν κυρίως περιγραφές και παράπονα γι’ αυτήν την έλλειψη παραγωγικότητας. Από το 1912 έως το 1914 η αλληλογραφία τους αριθμεί 580 γράμματα, ενώ από το 1915 ως το 1917 τα γράμματα δεν ξεπερνούν τις 136 σελίδες συνολικά.
Η Φελίτσε δεν έχει νέα του Κάφκα από τον Αύγουστο ως το Δεκέμβρη του 1915. Το Μάιο του 1916, ο Κάφκα πήγε διακοπές στο Μάριενμπαντ και έγραψε στη Φελίτσε τις καλύτερες εντυπώσεις για το μέρος. Ήταν τόσο ευδιάθετος από τις διακοπές του που της πρότεινε να επισκεφθούν και μαζί το μέρος, και πράγματι, από τις 3 ως τις 13 Ιουλίου βρίσκονται στο Μάριενμπαντ. Πρώτη φορά έρχονται τόσο κοντά για τόσο πολύ καιρό, αφού τόσο καιρό βρίσκονταν διάσπαρτα και επικοινωνούσαν μόνο δι αλληλογραφίας. Αποφασίζουν να κινηθούν μαζί ξανά, ενωμένοι. Στην αλληλογραφία του Φραντς η Φελίτσε βλέπει μόνο αγάπη και τρυφερότητα, κι ο Φραντς είναι ιδιαίτερα ευτυχής με την εξέλιξη της ζωής της Φελίτσε και με τις επιλογές της.
19 Σεπτεμβρίου 1916
«Πολυαγαπημένη,
[…]Εσύ, τώρα, ανήκεις σ’ εμένα, σε πήρα δική μου. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι έγινε σε κάποιο παραμύθι αγώνας μεγαλύτερος και πιο απελπισμένος για κάποια γυναίκα από αυτόν που δίνω εγώ για εσένα μέσα μου, εξαρχής και ξανά πάλι κι ίσως για πάντα. Μου ανήκεις λοιπόν. […]
Φραντς»
Το αισιόδοξο σμίξιμό τους τελειώνει κοντά στο τέλος του 1916, κατόπιν της αποτυχημένης συνάντησής τους στο Μόναχο.
Η αλληλογραφία που διασώζεται από τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1917 είναι μικρή. Ο Κάφκα μετακομίζει στο οίκημα που επρόκειτο να ζήσουν μαζί μετά τη λήξη του πολέμου. Τον Ιούλιο του 1917 αρραβωνιάζονται για δεύτερη φορά και αναζητούν καινούριο διαμέρισμα. Η μεταξύ τους σχέση κλονίζεται όταν ο Κάφκα αποφασίζει να διακόψει οριστικά από τη Φελίτσε. Το βράδυ μεταξύ της 9ης και 10ης Αυγούστου έχει την πρώτη του αιμόπτυση, που διαρκεί για αρκετή ώρα.
Η διάγνωση του γιατρού, φυματίωση, ένα μήνα αργότερα, αποδεσμεύει τον Κάφκα από τον επικείμενο γάμο του με τη Φελίτσε.
Ο Κάφκα πέθανε στις 3 Ιουνίου 1924. Η Φελίτσε Μπάουερ παντρεύτηκε το Μάρτη του 1917 έναν βερολινέζο επιχειρηματία και απέκτησε δύο παιδιά. Ο Κάφκα πληροφορήθηκε την γέννηση των παιδιών της από την αλληλογραφία με τον κοινό τους φίλο, Μπροντ.
Το 1955 η Φελίτσε παρέδωσε τα γράμματα του Κάφκα προς την ίδια και την Γκρέτε στον εκδοτικό οίκο Schoken. Τα γράμματα της Φελίτσε προς τον Κάφκα δε διασώζονται.
Πηγή: Γράμματα στη Φελίτσε, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Δίγλωσση έκδοση 2007, Εισαγωγή-Μετάφραση: Κουνδουράκη Στέλλα