Αφιέρωμα στη στρατευμένη ποίηση: Οι Έλληνες (μέρος α’)

 

Τίτος Πατρίκιος

γράφει η Εβελίνα Τσέλιου

Ο Τίτος Πατρίκιος είναι μια εξέχουσα προσωπικότητα της ελληνικής ποίησης, που  έχει διακριθεί και έχει βραβευθεί επανειλημμένα για το έργο και την προσφορά του. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, γεννημένος στις 21 Μαΐου του 1928. Η ζωή του στιγματίστηκε από την Αντίσταση, καθώς ασχολήθηκε μαζί της ενεργά συμμετέχοντας σε αυτή με την ΕΠΟΝ και στη συνέχεια με τον ΕΛΑΣ. Εξορισμένος στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, το δικό του όπλο, ήταν η πένα του που τόσο αγαπά.”Γεμισμένη” με εμπειρίες, μαρτυρίες και γεγονότα που χαράχθηκαν για πάντα στην καρδιά και το μυαλό του, αποτύπωσε στα ποιήματα του τον πόνο και μιλά κατευθείαν στη συνείδηση του αναγνώστη. Η ποιήσή του θεωρείται στρατευμένη καθώς είναι εμφανώς επηρεασμένη από τις εμπειρίες του στην εξορία και την Αντίσταση γενικότερα, λαμβάνοντας αυτόματα πολιτική χροιά και χρώμα. Οι εικόνες αλλά και τα μηνύματα που δημιουργούνται στο μυαλό από τις λέξεις του ποιητή, διακρίνονται από αμεσότητα και διαύγεια. Πόσο πιο ευγενικά θα μπορούσαν να δοθούν στον αναγνώστη, μέσα από λίγους στίχους τόσο δυνατά πολιτικά μηνύματα; 

στρατευμένη ποίηση

Οφειλή

“Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ’ έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.”

Μανώλης Αναγνωστάκης

γράφει η Κατερίνα Αδαμοπούλου

στρατευμένη ποίηση

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο επονομαζόμενος και ως “ποιητής της ήττας“, γεννήθηκε το 1925, στην Θεσσαλονίκη. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ, ενώ παράλληλα εξέδωσε και τα πρώτα κείμενα του στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα [1942].  Η λήξη του πολέμου  τον βρίσκει να ασχολείται έντονα με τα πολιτικά δρώμενα της χώρας, γεγονός που θα τον οδηγήσει  στις φυλακές το 1948 και παρ’ ολίγον και στον θάνατο, καθώς ένα έκτακτο στρατοδικείο θα του επιβάλλει την θανατική ποινή. Τελικά δυο χρόνια αργότερα θα αποφυλακιστεί, έπειτα από χορήγηση γενικής αμνηστείας.

Τόσο ο πόλεμος, όσο και ο εμφύλιος, αλλά κυρίως η επώδυνη ήττα της αριστεράς, ήταν εμπειρίες που σημάδεψαν τον ποιητή και άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους και στο ποιητικό του έργο. Ο θάνατος και η απώλεια αγαπημένων προσώπων  κατακλύζουν τα ποιήματά του και πως να μην συμβαίνει αυτό όταν ο θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του”.

Ο Αναγνωστάκης υπήρξε από τους ποιητές, που αποτύπωσε στα έργα του όλο τον ψυχικό του πόνο δίχως να τους προσδίδει μια εντόνως αριστερή ταυτότητα. Αντιθέτως, εξέφραζε μ’ έναν ειλικρινή και συναισθηματικά φορτισμένο ποιητικό λόγο, τις ανησυχίες του για την εποχή που έρχεται και τους προβληματισμούς του για το άδοξο τέλος των οραμάτων της αριστεράς. Όλα αυτά τα έκανε απαλλαγμένος από τις αυστηρές κομματικές γραμμές, κάτι για το οποίο, ουκ ολίγες φορές, θα γίνει αφορμή για να δεχθεί τα πυρά των συντρόφων του, που θα θεωρήσουν ότι παρεκκλίνει από την πολιτική του κόμματος.

Η ποίηση του Αναγνωστάκη αποτελεί την κραυγή αγωνίας ενός σκεπτόμενου ατόμου που ασφυκτιά μέσα στο κοινωνικοπολιτικό του περιβάλλον. Χρησιμοποιεί τις λέξεις για να κοινωνήσει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του  σ’ ένα κόσμο,  που το να σκέφτεται κανείς, είτε αριστερά είτε έξω από το καθιερωμένο πλαίσιο, ήταν ανεπίτρεπτο και άκρως επικίνδυνο. Ο ίδιος είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει.

 

Φοβάμαι [Νοέμβρης 1983]

 

“Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια εκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι

και μία ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου

βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά

πασχίζουν τώρα να βρούν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου κλείναν την πόρτα

μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα

τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες

και τα σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν

όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν

και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.

 

 

 

 

Σελίδες: 1 2

Σχόλια

1 2