H Sylvia Plath αποτελεί αναμφίβολα μία ποιητική φυσιογνωμία που έμελλε να ταράξει τα νερά του συντηρητικού μέχρι πρότινος εικοστού αιώνα και να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για το φεμινιστικό κίνημα. Γεννημένη το 1932 στη Βοστόνη της Μασσαχουσέτης, δεν άργησε να εκδηλώσει το ταλέντο της στην ποίηση δημοσιεύοντας το πρώτο της ποίημα στην ηλικία των οχτώ ετών. Εκείνη η χρονιά, ωστόσο, σημαδεύτηκε και από το θάνατο του πατέρα της, γεγονός το οποίο την οδήγησε στην παρακάτω δήλωση: “I’ll never speak to God again” ( Δε θα ξαναμιλήσω ποτέ στο Θεό). Βαδίζοντας ήδη από τότε σε ένα μονοπάτι των άκρων και των υπερβολών, οι αγαπημένες της λέξεις ήταν το “πάντα” και το “ποτέ”. Διαγράφοντας μία μαθητική πορεία γεμάτη βραβεία και διακρίσεις, η Πλαθ κατάφερε να κερδίσει μια υποτροφία στο Smith College το 1950, στο οποίο παρέμεινε μέχρι και το 1955. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής της στο συγκεκριμένο ίδρυμα, η Σύλβια Πλαθ έγραψε πάνω από 400 ποιήματα. Ωστόσο, το καλοκαίρι του 1953 οδηγήθηκε στην πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας της με υπνωτικά χάπια και παρέμεινε για έξι μήνες σε κλινική. Η φαινομενικά τελειομανής φοιτήτρια που έδειχνε να έχει ένα λαμπρό ακαδημαϊκό μέλλον, φανέρωσε για πρώτη φορά μία ατέλειά της: ένα διαταραγμένο ψυχικό κόσμο. Στους έξι μήνες που παρέμεινε στην κλινική ακολούθησε μία θεραπεία που περιλάμβανε ηλεκτροσόκ και αποφοίτησε με τιμές από το Smith College το 1955, κερδίζοντας παράλληλα και μία υποτροφία για να φοιτήσει στη συνέχεια στο Κολέγιο του Cambridge στην Αγγλία.
Κατά την παραμονή της στην Αγγλία γνώρισε τον άντρα που έμελλε να σημαδέψει τη ζωή της και σε κάποιο βαθμό και το έργο της: τον Ted Hughes, επίσης ανερχόμενο ποιητή της εποχής. Παντρεύτηκαν το 1956 στο Λονδίνο και το 1959 η S.Plath εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγγλία. Το 1960 εξέδωσε την πρώτη ποιητική της συλλογή, η οποία ονομαζόταν “Ο Κολοσσός”(The Colossus) και το 1963 κυκλοφόρησε το πρώτο και μοναδικό της μυθιστόρημα “Ο γυάλινος κώδων”(Τhe bell jar) με έντονες αυτοβιογραφικές αποχρώσεις, το οποίο της χάρισε την υστεροφημία.
Το Σεπτέμβριο του 1962 ο γάμος της διαλύεται καθώς ανακαλύπτει ότι ο Ted Hughes έχει συνάψει εξωσυζυγική σχέση. Μετακομίζει με τα δύο παιδιά τους στο Λονδίνο, όπου και ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες, και το 1963, ενώ η Sylvia Plath είχε ήδη αρχίσει θεραπευτική αγωγή διότι διαγνώστηκε με κατάθλιψη, αποφασίζει να πάρει τη ζωή της και αυτή τη φορά το πετυχαίνει.
Αυτοκτόνησε εισπνέοντας φυσικό αέριο από το φούρνο και έχοντας ασφαλίσει την πόρτα του άλλου δωματίου με βρεγμένες πετσέτες για να μη διατρέξουν κίνδυνο τα παιδιά της. Το 1965 δημοσιεύεται η ποιητική της συλλογή “Ariel”, η οποία έμελλε να ασκήσει τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως. Η γραφή της είναι εξομολογητικού χαρακτήρα και οι βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους κινείται είναι η πατριαρχική κοινωνία εξαιτίας της οποίας υφίσταται και καταπίεση, η αναζήτηση της ατομικής ταυτότητας, η σεξουαλικότητα και το φύλο. Oι στίχοι της εμπεριέχουν κάτι το χειμαρρώδες και επιθετικό. Δε διστάζει να θίξει το θέμα της αυτοκτονίας και του θανάτου στο έργο της και συγκεκριμένα, σε ένα από τα πιο διάσημα ποιήματά της το “Λαίδη Λάζαρος” (Lady Lazarus):
“Σύντομα, σύντομα
Η σάρκα που έφαγε ο τάφος
Πάνω μου θα επιστρέψει
Και το χαμόγελό μου.
Γυναίκα ετών τριάντα μόνο.
Κι εννιά σα γάτα έχω θανάτους.
Δυστυχώς, το αρνητικό στην περίπτωση του έργου της Sylvia Plath είναι ότι πολλές φορές η ζωή της επισκιάζει το έργο της και το έργο της κρίνεται βάσει αυτής της ταραχώδους ζωής. Αναμφίβολα, η ποίηση της Sylvia Plath είναι διανθισμένη με αυτοβιογραφικά στοιχεία και οι προσωπικές της εμπειρίες διαμόρφωσαν το ύφος της ποίησης της και καθόρισαν μερικώς ακόμη και τη θεματολογία των ποιημάτων της. Ωστόσο, δεν πρέπει να δίνεται τόση βάση στην προσωπική της ζωή ή στις ψυχικές διαταραχές της, αλλά στο ότι ήταν μία από τις πρώτες Αμερικανίδες ποιήτριες εκείνης της εποχής που ύψωσε το ανάστημά της και κατάφερε να προφέρει απροκάλυπτα αλήθειες που την ενοχλούσαν και την εμπόδιζαν να διατελεί το βίο που επιθυμεί. Μπορεί να ακολούθησε την πεπατημένη οδό του γάμου και της οικογένειας αλλά το γεγονός αυτό ποτέ δεν την εμπόδισε να εκφράζει τις αμφιβολίες της και τους προβληματισμούς της για θέματα που πρωτύτερα καμία γυναίκα δεν είχε τολμήσει να μιλήσει. Βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις το νόημα των ποιημάτων της δεν ήταν πάντα ξεκάθαρο και αυτό γιατί χρησιμοποιούσε συχνά μεταφορές, σύμβολα και ασυνήθιστες εικόνες:
“Αν ήταν θάνατος
θα θαύμαζα τη βαθιά του σοβαρότητα, τα άχρονα μάτια του.
Θα ήξερα ότι δεν αστειεύεσαι.
Θα υπήρχε μια μεγαλοπρέπεια τότε, θα ήταν πραγματικά γενέθλια.
Και το μαχαίρι δεν θα λάξευε, αλλά θα εισχωρούσε
αγνό κι αμόλυντο σαν το κλάμα του μωρού,
και το σύμπαν θα ξεγλιστρούσε από δίπλα μου.” (απόσπασμα από το “Πάρτυ γενεθλίων”)
“Ακινησία στο σκοτάδι.
Έπειτα ο άυλος γαλάζιος
χείμαρρος κορυφογραμμών και οριζόντων.
Λέαινα του Θεού,
τώρα γινόμαστε ένα,
στροβιλισμός από φτέρνες και γόνατα! – Η αυλακιά
ρωγμή που τρέχει, αδελφωμένη,
με την καφετιά αψίδα
του λαιμού που δεν μπορώ ν’ αδράξω…” (απόσπασμα από το ποιήμα Άριελ)
Υπάρχει και “το σύνδρομο Sylvia Plath”( ή “Sylvia Plath effect”), το οποίο επινοήθηκε σαν όρος το 2001 από έναν ψυχολόγο (James C.Kaufman) και αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο ένας ποιητής είναι πιο επιρρεπής σε πνευματικές ασθένειες συγκριτικά με άλλα είδη συγγραφέων και δημιουργών. Συναντάται περισσότερο συχνά στις γυναίκες ποιήτριες.