Γράφουν οι: Θάλεια Μητσούλη, Σπύρος Γούλας, Αριάδνη Πολυχρονίου
Μπρετόν, Ελυάρ, Αραγκόν, οι θεμελιωτές του Υπερρεαλισμού. Φίλοι, σύντροφοι, εχθροί, επαναστάτες, οραματιστές, ρηξικέλευθοι στη τέχνη και τη ζωή τους, σε κάθε περίπτωση τρεις ποιητές που σφράγισαν ανεξίτηλα την ευρωπαϊκή διανόηση του 20ου αιώνα.
Αφιέρωμα στον Υπερρεαλισμό
Για τον Αντρέ Μπρετόν
Υπερρεαλισμός ή σουρρεαλισμός (sur réalisme), δύο λέξεις οι οποίες με τη σειρά τους σηματοδότησαν τη δημιουργία μιας σχολής η οποία έκανε την εμφάνισή της όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά διεύρυνε τη σφαίρα επιρροής της σε ένα βαθύτερο καλλιτεχνικό και πολιτικό πλαίσιο.
Το κίνημα του Υπερρεαλισμού ξεκίνησε να διαμορφώνεται από νεαρούς καλλιτέχνες, στη Γαλλία της εποχής του μεσοπολέμου, μια εποχή που μαρτυρά ως επί το πλείστον το χαρακτήρα και τα γνωρίσματά του. Η επαναστατική, ριζοσπαστική και απόλυτη μη κομφορμιστική του σύσταση του ρεύματος, βαθέως επηρεασμένη από θεωρίες του Φρόιντ και μαρξιστικά ιδεώδη, είχε σκοπό να αντιπροσωπεύσει με κάθε δυνατό τρόπο την κρίση που μάστιζε το Δυτικό κόσμο κατά την περίοδο μεταξύ του πρώτου και δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Η επιδίωξη αυτή της διερμηνείας και κατάκτησης του ασυνειδήτου καθώς και της απελευθέρωσης της σκέψης και της έκφρασης του πνεύματος, αλλά και του σώματος, σήμαναν την ανάγκη σύστασης του Υπερρεαλισμού ως ένα οργανωμένο καλλιτεχνικό κίνημα στο οποίο ιθύνων νους υπήρξε ο Γάλλος λογοτέχνης, ποιητής και δοκιμιογράφος, Αντρέ Μπρετόν.
Ως κύρια και σημαντικότερη προσωπικότητα στη σχολή του Υπερρεαλισμού, ο Μπρετόν κατέγραψε τους καλλιτέχνες οι οποίοι συνέδραμαν στη μορφοποίηση και διάδοση του κινήματος. Οι σπουδές του στον κλάδο της Ιατρικής και Ψυχιατρικής καθόρισαν σημαντικά το αντικείμενο της λογοτεχνικής του έρευνας και τον έφεραν στη θέση της έντονης ενασχόλησής του με -όχι τόσο γνωστά τότε- έργα του Φρόιντ στα οποία και μυήθηκε αμέσως. Η συνεχής επαφή του με ομοϊδεάτες του συγγραφείς και ιατρούς, καθώς επίσης και η συνάντησή του με το Σίγκμουντ Φρόιντ, αποτέλεσε για εκείνον πηγή έμπνευσης και δημιουργίας και τα πρώτα του έργα δεν άργησαν να έρθουν.
Η θεωρητική ύπαρξη του κινήματος του Υπερρεαλισμού, σταμάτησε ουσιαστικά να υφίσταται, όταν ο Μπρετόν και η ομάδα του έφεραν στο προσκήνιο, ένα έργο που δεν άργησε να αποδειχθεί σταθμός στη Σχολή του Υπερρεαλισμού, το πρώτο Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού (Οκτώβρης 1924) στο οποίο ο Μπρετόν προσπάθησε να προσδιορίσει το κίνημα.
Όπως όριζε ο Υπερρεαλισμός, έτσι και το Μανιφέστο επιχειρούσε να καθαιρέσει τα τείχη στα οποία είχε περιοριστεί η φαντασία και με επαναστατικό χαρακτήρα αγωνίστηκε έναντι σε όσους θεωρούσαν ότι η δύναμη υπήρχε για να εξυπηρετεί συγκεκριμένους πόρους και κάποιος έπρεπε να την κατέχει.
Με αυτό το τρόπο το κίνημα αυτό λειτουργούσε ως ασπίδα απέναντι σε εκείνους που υπέτασσαν την επινοητικότητα και έκφραση των ανθρώπων και έχτιζε μια γέφυρα μεταξύ του καθημερινού κόσμου και του ιδεατού και ονειρικού, το οποίο καλούνταν οι άνθρωποι να κυνηγήσουν, απορρίπτοντας τη λογική και προσφεύγοντας σε ένα κόσμο πνευματικό και ανέγγιχτο.
Ο Υπερρεαλισμός του Μπρετόν και των συντρόφων του δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα έργο βασισμένο στα δυνατά συναισθήματα της αγάπης, της απόρριψης, της αμφισβήτησης, της επανάστασης και του ιδιότυπου χιούμορ. Μεγαλύτερος εχθρός του ήταν ο ρεαλισμός, καταδίκαζε με αυτό τον τρόπο την τυποποιημένη έκφραση περιορισμένη σε παρατηρήσεις και περιγραφές, θεωρώντας ότι η ομορφιά της λογοτεχνίας, της τέχνης, της ζωής, βρίσκεται πέρα από το σύνηθες στο ανθρώπινο μάτι.
Έτσι, ο Μπρετόν μέχρι και το θάνατο του δε σταμάτησε να εκφράζεται μέσω των εξεγερτικών του σκέψεων, υπέρμαχος των πιστεύω του, μία προσωπικότητα που έδωσε στην ποίηση ένα γνώρισμα το οποίο ανέτρεψε και θα συνεχίσει να ανατρέπει στα βάθη των χρόνων.
Θάλεια Μητσούλη
Για τον Πωλ Ελυάρ
Μου αρέσει ο Πωλ Ελυάρ, μου αρέσει με έναν τρόπο ανεπιτήδευτο και ακομπλεξάριστο και αυτό είναι σημαντικό σε μία εποχή που τα πάντα γίνονται για το status. Σε αντίθεση με ένα μάτσο νέους ποιητές που ανεβαίνουν στο τρενάκι του σουρεαλισμού για να κρύψουν την ανικανότητά τους να γράψουν πέντε αράδες της προκοπής ο Ελυάρ είναι σουρεάλ στο νόημα αλλά άμεσος στην γραφή και αυτό για εμένα μετράει ταμάλα.
Ο Ελυάρ λοιπόν απέφυγε να στρατευτεί στον αγώνα της μιζέριας, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν ήταν στρατευμένος υπέρ των δικών του αγώνων. Η ποίησή του είναι αναζωογονητική γιατί πάνω από όλα είναι ειλικρινής. Πριν από την έκφραση, ο Ελυάρ βρήκε τη συνείδηση, βρήκε μέσα του την πηγαία του επιθυμία, την τέλεια ένωση του ανθρώπου. Ένωσε με τι όμως; Ένωση με τον συνάνθρωπο.
Η ποίησή του είναι ένα “καταφύγιο διαύγειας”, ένα εργαστήρι ανθρωπισμού και γενναιοδωρίας, όπου ο ποιητής αναπλάθει το ηθικό πρόσωπο του ανθρώπου, συνδέει το συναίσθημα με τη δράση και οραματίζεται τη μέρα που θα είναι ανάμεσα στους “κατασκευαστές ενός ζωντανού οικοδομήματος / Του γιγάντιου πλήθους όπου ο άνθρωπος είναι ένας φίλος”. (από την εισαγωγή του “Τελευταία ποιήματα του έρωτα”, εκδόσεις Ηριδανός).
Η ποίηση του Ελυάρ είναι ένα καταφύγιο από το μίσος, ένα καταφύγιο από την μπροσούρα της καθημερινότητας και την επιτήδευση. Γράφει για τον έρωτα, γράφει για την ένωση με την αρχέγονη ποιητική πηγή της ανθρωπότητα. Ο κόσμος που περιγράφεται μέσα στις γραμμές του δεν έχει μίσος, δεν έχει κακία, μόνο αγώνα, μόνο αγωνία για την ένωση μέσα από τον έρωτα, μέσα από την αγάπη για το μέλλον, μέσα από τα πανανθρώπινα συναισθήματα.
” Τι σκέφτεσαι/ Σκέφτομαι το πρώτο φιλί που θα σου δώσω/ Φιλιά όμοια με του ονειροπόλου τα λόγια/ Είστε στη δούλεψη επινοημένων δυνάμεων/ Στους δρόμους των μικρών ερώτων/ Οι τοίχοι καταντάνε μαύρη νύχτα/ Αγαπώ/ Και είναι οι κουρτίνες μου λευκές/ Δίχως λάμψη και γλυκιά μες στη φωλιά της/ Προβάλλει μέσα σε ένα χαμόγελο […] Πρέπει να τηνε δεις μέσα στη νύχτα /Πρέπει να τηνε δεις σαν είναι μόνη.”
Νοηματικά ο Ελυάρ στοχεύει στην “τέλεια ένωση”. Σε αυτό που ο ίδιος περιγράφει σαν την κατάργηση του εγώ, καθώς μέσα από τον έρωτα οι δύο συνειδήσεις γίνονται ένα, δεν υπάρχουν δύο σώματα, υπάρχει μία μόνο ύπαρξη, μοιρασμένη σε δύο ανθρώπους που υποφέρουν ο ένας μακριά από τον άλλον. Για χάριν αυτής τους της ανάγκης (και πεποίθησης), όλος ο κόσμος λυγίζει για να εξυπηρετήσει το όραμά του.
Τα πουλιά και τα δέντρα, οι λέξεις, τα χρώματα, απεμπολούν τον πρωταρχικό τους σκοπό και παίρνουν τη θέση τους στις γραμμές του Ελυάρ σαν προάγγελοι άλλων νοημάτων, διαφορετικών από τα αρχικά τους. Υπάρχουν για να συνδέσουν τον φανταστικό κόσμο του ποιητή με τον σκοτεινό κόσμο της πραγματικότητας. Γίνονται αγγελιοφόροι ενός αλλότριου ως προς τη μορφή τους νοήματος, γιατί το νόημα που τους αναθέτει ο ποιητής να μεταφέρουν είναι πιο σημαντικό.
“Ο θάνατος η αγάπη η ζωή […] Ο θερισμός ο τρύγος έχουν μάρτυρες αναρίθμητες /Τίποτα δεν είναι απλό μήτε παράδοξο/ Η θάλασσα είναι μες στα μάτια του ουρανού ή της νύχτας/ Το δάσος προσφέρει στα δέντρα τη σιγουριά /Και οι τοίχοι των σπιτιών έχουν δέρμα κοινό/ Και οι δρόμοι πάντα διασταυρώνονται […]”
Στην ποίηση του Ελυάρ τα πάντα συγκοινωνούν. Ο ορατός κόσμος είναι προέκταση του συναισθηματικού, επηρεάζεται άμεσα από αυτόν, υποκύπτει στις ανάγκες του. Και ο κεντρικός κορμός είναι πάντα ο έρωτας ~Η τελευταία πνοή […] Αξίζεις ακόμα ένα φιλί/ Ο χρόνος μονάχα θα δοκιμάσει/ Ό,τι από τον ξύπνιο μου απομένει/ Όλα είναι ξεκάθαρα κάτω από τούτο τ’άσπρο σεντόνι/ Που σε προσφέρει και με καρτερεί.~
Ο Ελυάρ πάνω από όλα είναι νέος. Και αν μεγάλωσε, η ποίησή του πάλλεται από την νεότητα της γραφής τους. Μιλάει ακούραστα για την πρωταρχική φλόγα του έρωτα, για την παράδοση στην λαχτάρα της ένωσης και τον ρομαντισμό των πρώτων αγγιγμάτων. Η γραφή του είναι άδολη, είναι γυμνή μέσα στην απλότητά της. Ο Ελυάρ γράφει πολύ ξεκάθαρα για ένα μόνο πράγμα, αλλά αυτό αντί να τον περιορίσει τον απελευθερώνει να το εξερευνήσει και να το εκφράσει με όλη την ελευθερία του κινήματος που εκπροσωπεί.
Χρόνια μετά τον θάνατό του, η ποίηση του Ελυάρ παραμένει άσπιλη. Είναι αγνή σαν την πρώτη αγάπη του εφήβου, αλλά ταυτόχρονα δοκιμασμένη από το θάνατο της πρώτης του γυναίκας που σχεδόν τον οδήγησε στην αυτοκτονία, δοκιμασμένη από τον χρόνο, δοκιμασμένη από τη διαρκή αφοσίωση, κατόρθωμα κατά πολύ σπουδαιότερο από την πρωταρχική έξαψη αν και ο ίδιος στα ποιήματά του μονολογεί “η αφοσίωση είναι εύκολη“.
Κλείνω όπως ξεκίνησα. Μου αρέσει ο Πωλ Ελυάρ, έγραψε με πρωτοφανή δύναμη για τη μοναδική του δύναμη, τον έρωτα, τον αγνό ανόθευτο έρωτα που τον δοκιμάζει μόνο ο θάνατος και αντί να τον λερώσει τον καθαγιάζει. Και παρόλο που ερωτεύτηκε δριμύτατα μόνο δύο γυναίκες (με μόνο διάστημα ανάμεσά τους το χαοτικό κενό που έρχεται με τον θάνατο για να υποχωρήσει ξανά από τον έρωτα), ερωτεύτηκε παράλληλα και τον άνθρωπο στην πιο καθαγιασμένη του μορφή. Ο κόσμος που περιγράφει η ποίησή του είναι δριμύτατα λευκός. Ξεπλένει τη βρωμιά του αληθινού με ορμή και βάζει στη θέση του το ιδανικό, και μας εκμυστηρεύεται πως το μόνο που χρειαζόμαστε για να το έχουμε είναι να είμαστε έτοιμοι να δοθούμε στον έρωτα για τον άνθρωπο δίπλα μας και τη γιορτή της ζωής
Σπύρος Γούλας
Για τον Λουί Αραγκόν
Ποιητής, δοκιμιογράφος, συγγραφέας, πρωτεργάτης του Νταντά και αργότερα του Υπερρεαλισμού, κομμουνιστής, ουμανιστής, αγωνιστής μέχρι το τέλος της ζωής του, αγαπημένος αλλά και θαυμαστής του δικού μας Γιάννη Ρίτσου, ο Λουί Αραγκόν αποτελεί μαζί με το Μπρετόν, το Σουπώ και τον Ελυάρ έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρεύματος.
Στο πλούσιο έργο αυτού του πρωτοπόρου όχι μόνο του υπερρεαλισμού, αλλά της γαλλικής και ευρωπαϊκής διανόησης εν γένει, θα συναντηθούν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του υπερρεαλισμού, η αυτόματη γραφή, το μεταφυσικό, η αποδόμηση των αυστηρών γλωσσικών δομών, το ελεύθερο και προκλητικό πνεύμα με τη στρατευμένη τέχνη, τη συμβολική γραφή και τα υψηλά νοήματα.
Το ιστορικό ταξίδι του Αραγκόν στην ΕΣΣΔ το 1930 μέλλει να επηρεάσει εκ βάθρων την ιδεολογική του συγκρότηση και συνακολούθως τη γραφή του, η στροφή του στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό και η υποχώρηση των χαρακτηριστικών του υπερρεαλισμού στη ποίηση του θα εντείνει τη ρήξη του με τους ομότεχνους συνιδρυτές του Υπερρεαλισμού- ο Αραγκόν, ωστόσο, δεν απέβλεπε στη καταβαράθρωση του υπερρεαλιστικού κινήματος, αντίθετα εντόπιζε στον διαλεκτικό υλισμό και τη μαρξιστική θεωρία μια νέα δυναμική για τη συνέχιση του κινήματος.
Ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, η κατοχή και η αντίσταση, δε θα βρουν τον μεγάλο ποιητή αμέτοχο, αντίθετα τα χρόνια αυτά η ποίηση του νοηματοδοτείται από τον αγώνα, μέσω έντονης συμβολικής γραφής, αναφοράς σε ιστορικά πρόσωπα και συνυποδηλωτικής χρήσης της γλώσσας, ο Αραγκόν υποκρύπτει τη θεματολογία του πολέμου, αποτυπώνοντας τη φρίκη και το σπαραγμό και εμψυχώνοντας τους συμπατριώτες του. Ιδιαίτερη θέση στο έργο του κατέχει η αγάπη, τις περισσότερες φορές μετουσιωμένη στην αγάπη για την γυναίκα της ζωής του και πιστή του σύντροφο, Έλσα Τριολέ- το εμβληματικό ποίημα Τα μάτια της Έλσας (1942) ανήκει δικαίως στα γνωστότερα του:
Κι ήρθε ένα βράδυ που το σύμπαν έγινε κομμάτια
Σε βράχους που τους κόρωσαν οι ναυαγοί μα εγώ
Πάνω απ’ τη θάλασσα έβλεπα ζευγάρι λαμπερό
Τα μάτια της Έλσας τα μάτια της Έλσας τα μάτια
Ο εθνικός αυτός ποιητής μιας μαχόμενης Γαλλίας, αγωνιστής του λόγου και της ζωής, άργησε παρά το πλούσιο του έργου του και την απήχηση του σε Έλληνες λογοτέχνες, να μεταφραστεί και να διαδοθεί στα ελληνικά γράμματα. Με εξαίρεση τις μεταφράσεις λίγων ποιημάτων του από σημαίνοντες εγχώριους λογοτέχνες, όπως ο Τίτος Πατρίκιος και ο Κοσμάς Πολίτης, το μεγαλύτερο μέρος του έργου του παραμένει άγνωστο στο ελληνικό κοινό. Το 2015, οι εκδόσεις Ύψιλον κυκλοφορούν δυο πεζά έργα του, το Περί του ύφους και το Παριζιάνο χωρικό, σε μετάφραση Στέφανου Κουμανούδη.
Δεν υπάρχει αγάπη, σαν κισσός στον πόνο να μη στρέφεται,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε πεθαίνει,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε μαραίνει,
Και της πατρίδας όχι πιότερο η αγάπη η βλογημένη
Δεν υπάρχει αγάπη που απ’ το κλάμα να μη θρέφεται.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.
Κι όμως, μ’ αγάπη εμείς οι δυο είμαστε δεμένοι!
Αριάδνη Πολυχρονίου