Διαβάσαμε και σας προτείνουμε ανεπιφύλακτα το νεανικό μυθιστόρημα της Εύης Λαμπροπούλου με τίτλο “Χάπι Λου”

Το 2001 η Εύη Λαμπροπούλου γράφει το βιβλίο «Χάπι Λου» και παίρνει τις καλύτερες κριτικές από τον τύπο ως «το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς», «την φωνή της γενιάς της» και την επείγουσα ανάγκη να «την διαφυλάξουμε σαν κόρη οφθαλμού» ως μια από τις λαμπρές περιπτώσεις των σύγχρονων πεζογράφων. Το 2015 το βιβλίο πέφτει στα χέρια μου, το κατασπαράζω σε ελάχιστο χρόνο σε αστικά, υπεραστικά, καφέ συνοικιακά και κρεβάτια καθόλου αναπαυτικά και το προτείνω σε όλους, από κοντά αλλά και διαδικτυακά.

Πρωταγωνίστρια της ιστορίας η Λου, η οποία μας εξιστορεί τα θαυμάσια (ή και όχι) γεγονότα της ζωής της σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ωμή, ρεαλιστική, απαλλαγμένη από φθηνούς συναισθηματισμούς και τον αρλεκινίστικο χαρακτήρα που συχνά υιοθετούν τα λογοτεχνικά που αφορούν –εκτός των άλλων- στα γκομενικά. Ακροβατεί ανάμεσα στην παρατεταμένη πανεπιστημιακή-μετεφηβική ζωή (το να ενηλικιώνεσαι στα 18 είναι passé) και τον φόβο πως πρέπει να περάσει στην απέναντι, ενήλικη όχθη που φάνταζε τόσο μακρινή κάποτε.

Εναλλακτική, με υπεροπτική ματιά προς όλους και όλα, αυτοσαρκαστική, μορφωμένη, ομφαλοσκοπική και ενίοτε ποιητική. Ακολουθώντας την αφήγησή της θα έρθεις σε επαφή με τα trending topics της εποχής (που δεν διαφέρουν και πολύ από την σημερινή, οικονομικής κρίσεως εξαιρουμένης) μέσα από το πρίσμα ενός πνευματικά φροντισμένου και ανήσυχου ανθρώπου. Αν ξέρεις καλώς, αν δεν ξέρεις θα γελάσει με την φίλη της στο ντους για την φτωχιά σου παιδεία και την λαϊκιά σου κουλτούρα και εσύ θα έχεις χάσει δυο-τρεις αναφορές. Το storyline είναι το ίδιο για όλους, το μόνο που αλλάζει είναι το φιλτράρισμα των πληροφοριών από τον δέκτη (όπως και στην ζωή άλλωστε).

Εν τέλει θα της το συγχωρήσεις γιατί κάπου μέχρι το τέλος του βιβλίου θα έχεις δει μια πτυχή τους εαυτού σου να καθρεφτίζεται πάνω της (πολύ πιθανό και περισσότερες, η ταύτιση δε μοιάζει δύσκολη με έναν τόσο ειλικρινά κατασκευασμένο χαρακτήρα).

Βιβλιοπροτάσεις: Απόψε δεν έχουμε φίλους, της Σοφίας Νικολαΐδου

Ο τόπος της αφήγησης μετακινείται από Θεσσαλονίκη-Λονδίνο και τούμπαλιν, με τους χαρακτήρες να ξεπροβάλλουν σαν μανιτάρια και με το «καλησπέρα» τους να μπαίνουν κατευθείαν στο ψητό. Η Λαμπροπούλου δε θα σε κουράσει με εκτενείς περιγραφές της εξωτερικής εμφάνισης ή του συναισθηματικού κόσμου των ηρώων, το ένοχο παρελθόν τους ή την ηλικία που σταμάτησαν να θηλάζουν. Αντιθέτως θα σου δώσει δυο επίθετα, μια υποτυπώδη σχέση με τα δρώμενα και θα αφήσει το κείμενο να μιλήσει από μόνο του και εσύ να βγάλεις τα συμπεράσματά σου.

Ναι, κινδυνεύεις μέχρι το τέλος να τα έχεις κάνει σαλάτα αλλά έχεις να παίξεις κυρίως με ένα basic team, το οποίο θα σου είναι σχεδόν πεντακάθαρο. Και το «σχεδόν πεντακάθαρο» δεν αφορά μόνο στην δική σου αντίληψη αλλά και στην αντίληψη της ηρωίδας για αυτούς. Ακολουθώντας μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση με εσωτερική εστίαση έρχεσαι αντιμέτωπος με την υποκειμενικότητα όσων η ίδια αντιλαμβάνεται για αυτούς, με κρυφές πλευρές του χαρακτήρα τους να ξεδιπλώνονται μόνο όταν παραμερίσει τον εγωκεντρισμό της και μπορέσει να δει πέρα από τη θέση που προκαταβολικά ή διαχρονικά τους έχει τοποθετήσει.

Ταβόρ ή Ζάναξ; Μάνος ή Κώστας; Ανορεξία ή βουλιμία; Δουλειά που χαίρεται η μαμά ή δουλειά που ντρέπεται η μαμά; Ψυχαναλητής ή Ευτύχης; Η Εύη Λαμπροπούλου γράφει για αυτά κι άλλα πολλά σε μια σύγχρονη γλώσσα που απευθύνεται σε μια ιντελέκτουαλ νεολαία πανταχού παρούσα και τα πάντα αμφισβητούσα (sic). Και για σένα που η πολλή εναλλακτικότητα σου πέφτει βαριά έχει φροντίσει να σου δώσει το κλισέ τέλος που λαχταράς για να κλείσεις το φως του κομοδίνου σου ήσυχος πως όλα στο τέλος παίρνουν τον φανταστικό δρόμο τους. Καληνύχτα.

 

 

Σχόλια