Η παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, το μέλλον της εθνικής ταυτότητας και της φιλελεύθερης τρομοκρατίας αναλύονται στο σπουδαίο έργο του Eric Hobsbawm.
Αυτό το άρθρο είναι αφιερωμένο στο βιβλίο “Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία και Τρομοκρατία” του Eric Hobsbawm, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 2007 (στην Ελλάδα το 2008, σε μετάφραση Νίκου Κούρκουλου, από τις εκδόσεις “Θεμέλιο”).
Ο Μαρκ Μπλοχ είχε πει κάποτε: “Δεν μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερο εγκώμιο για έναν συγγραφέα από το να θεωρείται ικανός να μιλά με τον ίδιο τρόπο σε σοφούς και σχολιαρόπαιδα~ όμως, μια τόσο ευγενής απλότητα είναι προνόμιο ολίγων εκλεκτών” (Μαρκ Μπλοχ, “Απολογία για την Ιστορία”).
Ο Hobsbawm ανήκει δικαιωματικά στην κατηγορία των ολίγων, εκλεκτών λογίων που διαθέτουν την ικανότητα να διατυπώνουν και τους πιο πολύπλοκους συλλογισμούς με μια σωρευτική απλότητα που κάθε άλλο παρά εκλαϊκεύει το εκάστοτε θέμα προς διερεύνηση.
Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει στο αναγνωστικό κοινό μια αρμονική σύνθεση επίκαιρων άρθρων και πανηγυρικών διαλέξεων που έλαβαν χώρα σε πολλούς τόπους την τρέχουσα δεκαετία, από το Όσλο και την ακαδημία Νόμπελ ως τις αίθουσες του πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και τα φύλλα της “Μοντ Ντιπλοματίκ”. Όσοι έχουν διαβάσει το “Στους Ορίζοντες του 21ου αιώνα: Συνομιλία με τον Antonio Polito”, θα αισθανθούν ότι η συνομιλία του Hobsbawm με τον Πολίτο συνεχίζεται.
O Hobsbawm διατείνεται ότι σε μια εποχή όπου η φρενήρης τεχνολογική εξέλιξη και η παγκοσμιοποιημένη οικονομική δραστηριότητα επηρεάζουν περισσότερο από ποτέ τις τύχες του πλανητικού χωριού, μια ανάλυση των θεμελιωδών πτυχών της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας οφείλει να συναρθρώσει τα ευρύτερα ζητήματα της πολιτικής βίας και της τρομοκρατίας, των προοπτικών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, των συνθηκών ανάδυσης περασμένων και παροντικών αυτοκρατοριών, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του πολέμου και της ειρήνης στην σημερινή εποχή καθώς και των ρευστών συγκειμένων του εθνικιστικού λόγου.
Κάθε φιλόδοξος σχολιαστής και αναλυτής του παρόντος υποχρεούται να σχολιάσει το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, ήτοι, τις προϋποθέσεις που θέτει στις κοινωνίες μας η παγκόσμια κυριαρχία του μοντέλου της ελεύθερης αγοράς από την δεκαετία του εξήντα και έπειτα.
Ο Hobsbawm δεν επιχειρεί να προσφέρει μια γενική θεώρηση ή κάποιου τύπου επισκόπηση της “παγκοσμιοποίησης”. Εμμένει σε ένα περιγραφικό επίπεδο, δίδοντας έμφαση στην ιστορικότητα και στον πληθυντικό χαρακτήρα του παγκοσμιοποιητικού φαινομένου, που με ιδιαίτερη ταχύτητα εξακτινώνεται στις σφαίρες της οικονομίας, της επιστήμης, της τεχνολογίας και (λιγότερο) της κουλτούρας.
Το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στην διερεύνηση των πολλαπλών και αντιφατικών διαστάσεων του αντίκτυπου της παγκοσμιοποίησης, κυρίως στα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη, τόσο στο πεδίο των κρατικών πολιτικών όσο και στο συγκείμενο της εθνικής ταυτότητας. Τα εθνικά κράτη παραμένουν βασικοί ρυθμιστές της κοινωνικοπολιτικής ζωής, παρά την υποχώρηση βασικών πυλώνων της δημοκρατικής νομιμοποίησης λόγω της σταδιακής υποκατάστασης του δημοκρατικού ελέγχου από αυτόν της αγοράς.
Την ίδια στιγμή, πέραν του ολοένα και αυξανόμενου “κοσμοπολιτισμού των πόλεων” και του θριάμβου των “αυτοαναφορικών ομαδικών ταυτοτήτων”, το έθνος παραμένει ισχυρό αντικείμενο ταύτισης (μάλιστα, ο εθνικιστικός λόγος λαμβάνει νέες διαστάσεις, με την έντονη εμφάνιση φαινομένων ξενοφοβίας και ρατσισμού). Σε μια εξαιρετικής εμβρίθειας ανάλυση, το παράδειγμα της τοπικής, εθνικής και παγκόσμιας λειτουργίας του ποδοσφαιρικού θεσμού έρχεται να συμπυκνώσει παραδειγματικά τη “διαλεκτική σχέση” της παγκοσμιοποίησης, της εθνικής ταυτότητας και της ξενοφοβίας.
Στρέφοντας υποδειγματικά την μακροσκοπική του ματιά στο διεθνές δια-κρατικό πεδίο, ο Hobsbawm παρατηρεί πως η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού έφερε όντως κάποιο τέλος, αλλά όχι με την έννοια της πλήρωσης του σκοπού της Ιστορίας, όπως με ιδιαίτερη ευλάβεια έσπευσαν να κηρύξουν ορισμένοι αυτόκλητοι προφήτες που ανήγαγαν υπεραπλουστευτικές θέσεις σε επιστημονικά θέσφατα.
Η μεταψυχροπολεμική εποχή τερμάτισε ένα γενικό πλουραλιστικό σύστημα διευθέτησης των διεθνών υποθέσεων που διήρκεσε δυο περίπου αιώνες, με την εξαίρεση του “τριακονταετούς πολέμου” [1914- 1944]. Βασικές σταθερές του ήταν η ύπαρξη κανόνων “εμπλοκής” των κρατών, με την συνακόλουθη ευκρινή διάκριση πολέμου και ειρήνης, καθώς και η αναγνώριση της αναγκαιότητας ύπαρξης πολλών διαφορετικών κέντρων ισχύος.
Η “νέα εποχή” χαρακτηρίζεται από την επέκταση της αμερικανικής ηγεμονίας, με την παράλληλη απώλεια των χαρακτηριστικών εκείνων που είχαν προσδώσει στις ΗΠΑ ένα ποιοτικό πλεονέκτημα την ψυχροπολεμική εποχή. Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτέμβρη, το -εξόχως απλουστευτικό στους όρους του- δόγμα του “πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας”, που συμπληρώνεται με την “ηθική υποχρέωση” της διάδοσης των αρχών της “δημοκρατίας”, μοιάζει (κατά τον Χόμπσμπάουμ) με μια “κακόφωνη σόλο παράσταση παγκόσμιας πολιτικής κυριαρχίας από μια χούφτα πολιτικά τρελών μεγαλομανών”.
Την ίδια στιγμή, προειδοποιεί τους απανταχού αντιαμερικανούς ότι ο στείρος καταγγελτικός λόγος δεν είναι αρκετός, καθόσον το ζητούμενο είναι η εξήγηση και η ανάλυση του αμερικανικού παρεμβατικού δόγματος. Μια τέτοια εργασία αρχίζει από την διερεύνηση των “εσωτερικών” παραγόντων, καθώς είναι πλέον κοινός τόπος ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική πορεύεται με το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω, προς τις εσωτερικές αντινομίες της αμερικανικής κοινωνίας.
Παράλληλα, η κριτική εργασία οφείλει να διερευνήσει τα πολλαπλά συγκειμενικά πλαίσια μέσα από τα οποία αναδύονται οι έννοιες της “δημοκρατίας” και της “τρομοκρατίας”. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρουμε να κατανοήσουμε γιατί η σημερινή “τρομοκρατία” αποτελεί μια πλανητική μεταφορά (“για πρώτη φορά ίσως ύστερα από τον αναρχισμό του όψιμου 19ου αιώνα“) μιας μορφής πολιτικής βίας που έλκει την καταγωγή της σε μια ευρύτερη κρίση νομιμοποίησης των φιλελεύθερων δυτικών δημοκρατιών.
Η έτερη (και κυριολεκτική) μεταφορά, αυτή της “δημοκρατίας” που προβάλλεται ως φάρμακο για τα απανταχού προβληματικά καθεστώτα, δεν είναι τίποτε άλλο από το φαρμάκι που εξαπολύει η ιμπεριαλιστική πολιτική μιας στρατιωτικής υπερδύναμης που “δεν ενδιαφέρεται για ότι δε μπορεί να κατανοήσει”.
Ο Hobsbawm μοιάζει να υποστηρίζει ότι ένα πρώτο βήμα, για την επιβεβλημένη εγκατάλειψη του επικίνδυνου αμερικανικού δόγματος διαχείρισης των διεθνών υποθέσεων, μπορεί να γίνει με τη δημιουργία μιας ενεργούς διαιτητικής οντότητας που θα καταφάσκει την πολυμέρεια του διεθνούς πεδίου. Μόνο με αυτόν τον τρόπο ίσως καταφέρει να χαλιναγωγηθεί το ανεξέλεγκτο αμερικανικό imperium, που εδράζεται στην αναμφισβήτητη αμερικανική στρατιωτική ισχύ.
Σε κάθε περίπτωση, η δημόσια αυτή παρέμβαση του Βρετανού ιστορικού, συντονισμένη με ένα κάποιου τύπου πρόγραμμα εξιστόρησης μιας ιστορίας του παρόντος, θίγει σημαντικές πτυχές της σύγχρονης πραγματικότητας, συλλαμβάνει και αναδεικνύει την πολύπλοκη διαλεκτική εθνικού-υπερεθνικού, δημιουργεί ένα αρκετά ευρύ πλαίσιο, εντός του οποίου δύναται να τεθούν πολλά ερωτήματα που διαφεύγουν της ανάλυσής του, προτείνει, τέλος, τρόπους υπέρβασης της ζοφερής διεθνούς συγκυρίας.
Σε σχέση με αυτό το τελευταίο σημείο, ωστόσο, εντοπίζεται μια ιδιαίτερη απαισιοδοξία για τη σημερινή απορυθμισμένη εποχή της αταξίας και της ανισορροπίας, ως εάν να διανύουμε μια μεταβατική περίοδο επιστροφής μιας κάποιας βαρβαρότητας.
Μένουμε λοιπόν να αναρωτιόμαστε εάν αυτός ο ιδιαίτερος αρνητισμός είναι μια ενδημική στιγμή του ύστερου ύφους ενός μεγάλου συγγραφέα, που κατά την εποχή που ελέχθησαν όλα αυτά διένυε την ένατη δεκαετία της ζωής του.