Πάμε στην Αθήνα ειν’ ωραία αυτό το μήνα,
είναι κρίμα τέτοια μέρα να την φάμε στην βιτρίνα..”  Βόλτα – Jolly Roger

Αν κάνεις το βράδυ μια βόλτα στα Εξάρχεια, θα εντυπωσιαστείς από το πλήθος των ανθρώπων που κυκλοφορούν εκεί. Κόσμος σε καρέκλες, σε παγκάκια, σε σκαλιά. Κόσμος παντού. Άνθρωποι διάφορων ηλικιών με τα πρωτεία βέβαια να ανήκουν στη νεολαία συρρέουν στην περιοχή. Γεμίζουν τα μικρά καφέ, τα κουτούκια, τα υπόγεια απ’ τα οποία ξεχύνονται αποσπασματικά στίχοι και νότες, οι ποιητές βρίσκουν τους μουσικούς. Σχηματίζουν παρέες και κολεκτίβες, προβληματίζονται, εκφράζονται, γράφουν σε σελίδες και τοίχους, αντιδρούν.Η Αθήνα έχει πολλά μυστικά και μας τα αποκαλύπτει με χαρακτηριστική νωχέλεια.
Συχνάζω στην περιοχή με συμφοιτητές. Μας αρέσει το μέρος, μας αρέσει και ο κόσμος. Κι ενώ τα τσιγάρα διαδέχονται τους καφέδες σ’ έναν αέναο κύκλο καπνού και ζάχαρης, οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν. Σκέψεις και όνειρα μέσα σε ατελείωτες ώρες αμπελοφιλοσοφίας για το ποιοι είμαστε, τι κάνουμε στη τελική, (ωρέ που πάμε;!), και ..πάλι με έκοψε με 4,5 ο γελοίος, θα του ξηγήσω εγώ το όνειρο….
Βρέθηκα, λοιπόν Παρασκευή βράδυ με την παρέα σ’ έναν υπαίθριο χώρο στο λόφο του Στρέφη. Πλατεϊτσα υποφωτισμένη και μουσική punk στη διαπασών. Σε μια γωνιά είχε στηθεί ένας πάγκος όπου πωλούνταν μπύρες. Μέσα στο ημίφως διέκρινες σκοτεινές τις φιγούρες των συγκεντρωμένων οι οποίοι άραζαν σε πηγαδάκια με τις κάφτρες απ’ τα τσιγάρα τους χόρευαν στο κενό. Να αναφέρω σ’ αυτό το σημείο πως είναι ιδανική φάση για όσους προτιμούν πιο underground, θα λέγαμε, καταστάσεις με παρειστικη ατμόσφαιρα. Αργότερα, κατηφορίσαμε προς την κατάμεστη από κόσμο πλατεία Εξαρχείων και καταλήξαμε σε μαγαζί της Μεσολογγίου. Απ’ τα ηχεία στο βάθος έρχονταν βαριοί οι ήχοι της ραπ με τους θαμώνες να βρίσκονται σε πλήρη αρμονία (όχι κοπελιά δεν αναφέρομαι σε σένα που φιγουράριζες με το εντυπωσιακό σου iPhone , μας στράβωσες μ’ αυτό το φλας!). Έφτασε και η ώρα της αναχώρησης, οπότε μεταβαίνουμε στο μετρό. Καθώς ο συρμός πλησίαζε στην αποβάθρα, πιάσαμε με την άκρη του ματιού μας δυο τύπους σε κάποιο απ’ τα βαγόνια να χτυπούν τα χέρια τους στις πόρτες. Αποβιβάστηκαν με εμφανώς ανεβασμένη διάθεση και θεώρησαν σκόπιμο να οχλαγωγούν , εγκλωβίζοντας όλα τα βλέμματα πάνω τους. Και πώς να μην τους κοιτάξεις δηλαδή. Ντυμένοι με δερμάτινα, αρβύλες και σκισίματα παντού, ξυρισμένο κεφάλι ο ένας, μοϊκάνα ο άλλος, αλυσίδες να κρέμονται και σκουλαρίκια, πολλά σκουλαρίκια. Όπως καταλαβαίνεις είναι οι τύποι που οι γονείς σου σε απέτρεπαν να συναναστρέφεσαι. Ξέρεις, γιατί είναι ρεμάλια, γιατί είναι αυτοκαταστροφικοί και δε θα κατορθώσουν τίποτα στη ζωή τους και γιατί έτσι ρε παιδί μου! Η φίλη μου με τράβηξε στο πλάι, φαίνεται θα διαισθάνθηκε ένα βαθμό επικινδυνότητας στους ζωηρούς «περιθωριακούς».
Αφού λοιπόν μπήκαμε στο βαγόνι και το τρένο ξεκίνησε, παρατήρησα ένα απαρχαιωμένο Nokiα ξεχασμένο στο πάτωμα. Προφανώς από κάποιον είχε πέσει. Το μάζεψα και μέχρι να αποφασίσουμε το τι θα κάνουμε, φτάσαμε στον προορισμό μας. Την ίδια στιγμή το κινητό ζωντάνεψε. Στην οθόνη αναγραφόταν κάποιο ψευδώνυμο ,όπως φαντάστηκα, με λατινικούς χαρακτήρες. « Τι να κάνω, ας το σηκώσω» , σκέφτηκα μην ξέροντας τι θα αντιμετωπίσω. Η φωνή απ’ την άλλη άκρη της γραμμής ήρθε δυνατή, χωρίς προστριβές: «Φιλαράκι, πες μου ότι έχεις το κινητό μου». Στην καταφατική μου απάντηση ο συνομιλητής ακούστηκε φανερά ανακουφισμένος. Τον ενημέρωσα για τη θέση μου και μου ζήτησε να περιμένω εκείνον και τον φίλο του ( εκείνον με το περίεργο ψευδώνυμο), του οποίου το κινητό χρησιμοποιούσε προσωρινά. Μετά από λίγα λεπτά το κινητό ξαναχτύπησε:
-Ναι, είμαι εδώ και περιμένω. Αλλά θέλω να σου πω ρε κοπελιά, θα μας δεις
είμαστε λίγο περίεργοι με δερμάτινα και τέτοια..
«Πλάκα θα χει να είναι οι..»
-Μη μου πεις ότι είστε αυτοί που έκαναν τη φασαρία στο μετρό!
-Ναι, ναι αυτοί είμαστε (γέλια).
-Καλά, μην ανησυχείς θα περιμένω.
-Σε 7 λεπτά θα είμαστε εκεί. Να σαι καλά ρε κοπελιά!
Ενημέρωσα για το περιεχόμενο της συνομιλίας τη φίλη που ήταν μαζί μου, η οποία μεταξύ σοβαρού και αστείου, με συμβούλευσε να παρατήσω το Nokia σε κανένα κάδο και να σηκωθούμε να φύγουμε. Αλλά τι λένε; Στην ανάγκη όλοι ίδιοι είναι. Με τα πολλά κατέφθασαν οι δυο άγνωστοι με μια έκφραση ανακούφισης στο πρόσωπό τους. Προσπάθησα να παραμείνω σοβαρή:
-Προσέχουμε και λίγο
-Ε, τι να κάνουμε ρε συ μας είδες χοροπηδούσαμε από δω και από κει, κάναμε διάφορα.
Τους παρέδωσα τη συσκευή και τράβηξε ο καθένας το δρόμο του, εκείνοι με ταξί και γω μέσα σ’ ένα κύμα ευγνωμοσύνης και… «Ευχαριστούμε πολύ ρε κοπελιά!».

Του Wild Drawing, Εξάρχεια (Αθήνα)

Η αίγλη της πρωτεύουσας δε βρίσκεται στις ατέλειωτες λεωφόρους ούτε στα γκλαμουράτα αυτοκίνητα και τις απαστράπτουσες βιτρίνες. Περιηγήσου στα στενά της.Αναζήτησε την τέχνη σε τοίχους ερειπωμένων κτιρίων.Ψάξε στα παλιά δισκάδικα και στα μικρά βιβλιοπωλεία που εχουν ποτιστεί, θαρρείς απ΄την βαριά μυρωδιά της μελάνης και του φρέσκου χαρτιού.Ψάξε στα μάτια αυτών που ο αστικός μύθος κατατάσσει στους ‘κακούς’ του παραμυθιού, στους επαναστάτες χωρίς αιτία.
Σημείωση: Μ. και Α. ελπίζω να μην ζητήσετε πνευματικά για την συμμετοχή σας στην ιστορία. Τουλάχιστον θα χουμε κάτι για να θυμόμαστε…

Σχόλια