Απόψε η νύχτα μυρίζει θάνατο. Προβληματίστηκα αρκετά απορρίπτοντας διάφορες εναλλακτικές διατυπώσεις που θα επιχειρούσαν να αποδώσουν με περισσότερη ακρίβεια την οσμή του θανάτου προτού καταλήξω στον αόριστο υπαινιγμό της ίδιας της λέξης και δη στην αρχή αυτού του κειμένου. Όσο κι αν προσπαθήσεις να  μετριάσεις την εκφραστική ωμότητα του «θανάτου» ή να υπαινιχθείς το μακάβριο νόημά του κομψά, με ένα διστακτικό νεύμα που ζητάει συγκατάβαση κι ένα ελαφρύ τρέμουλο στα χείλη, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να διαπιστώσεις ότι ακόμα κι όταν καλείσαι απλώς να καταγράψεις αυτά τα έξι-εφτά στοιχειωμένα γράμματα νιώθεις σα να απλώνεις το χέρι σου προκλητικά σε μια συστάδα από ηλεκτροφόρα καλώδια. Τινάζεις ενστικτωδώς τα δάχτυλά σου και μόνο στην ιδέα της ηλεκτροπληξίας και ξορκίζεις το δαιμονισμένο μολύβι που τόλμησε να πάρει τέτοια πρωτοβουλία. Η μισοτελειωμένη λέξη στο χαρτί με το ένα σκέλος του «ν» τεθλασμένο σαν το καταραμένο φίδι αποδεικνύει την απρόβλεπτη θνητότητα ακόμα και των λέξεων και δικαιώνει το ευλαβικό έργο του θανάτου ο οποίος έκοψε το νήμα μιας ακόμα πρότασης που δεν κατάφερε να δαμάσει το φόβο της απώλειας. Απόψε η νύχτα μυρίζει θάνατο… Αλήθεια, έχεις εισπνεύσει ποτέ το άρωμά του;

Στον ασβεστωμένο τοίχο της αυλής στέκεται γερμένο ένα φτυάρι. Πάνω στο μωσαϊκό της καταπονημένης λάμας του, μπλέκονται οι πυκνές φλέβες της σκουριάς με κάποια πεισματάρικα ασημί απομεινάρια και μερικές ακόμα χωμάτινες ουλές που προδίδουν το μακρόχρονο βιογραφικό του. Ακριβώς δίπλα είναι στηριγμένο ένα σιδεροπρίονο στην οδοντοστοιχία του οποίου έχουν κολλήσει ίνες από το φλοιό του κορμού που μέχρι πριν λίγη ώρα ροκάνιζε λαίμαργα. Ο τραυματισμένος κορμός μιας νεραντζιάς λίγο παραπέρα ψυχορραγεί, αρνείται ωστόσο να υποκύψει παρά τις αμέτρητες ακρωτηριασμένες ρίζες στην περίμετρό του σε όλο το βάθος της λακκούβας που είναι σκαμμένη γύρω του. Πιθανόν να υπάρχει ακόμα μία κατακόρυφη, η τελευταία του και η πιο ανθεκτική που με όλες της τις δυνάμεις τον κρατάει ακόμα ευθυτενή. Η «ελπίδα» του, αυτή που πιθανόν θα πεθάνει τελευταία και μαζί της θα σωριάσει κι αυτόν. Στο μπροστινό πεζούλι της αυλής, αυτό που τη χωρίζει από το δρόμο, είναι τοποθετημένα σε μοιρασμένες αποστάσεις τέσσερα φαναράκια. Οι φλόγες τους, έτσι όπως σκιαγραφούν τα μεταλλικά περιγράμματα των φαναριών πάνω στο λευκό καμβά του ασβέστη, θυμίζουν περισσότερο καντήλια πάνω σε μαρμάρινα μνήματα. Σ’ αυτή τη νυχτερινή δέηση που προμηνύει το θάνατο της νεραντζιάς η οσμή του νωπού ασβέστη παλεύει να αφανίσει τα τελευταία υπολείμματα της ευωδίας από τη φυλλωσιά της νεραντζιάς που πλέον έχει αποχωριστεί τον κορμό της την ίδια στιγμή που ακόμα και ασθενικές φλόγες των φαναριών καταβάλλουν υπερπροσπάθεια να συνδράμουν στο έργο αυτό. Λιώνουν, με όση θέρμη διαθέτουν, το γαλάζιο χρώμα του εξωτερικού περιβλήματος των φαναριών κι αποκαλύπτουν κάτω απ’ τις καμένες φλούδες την πραγματική τους χρυσαφένια υφή. Στον αντίποδα αυτής της διαμάχης των αρωμάτων και της φθοράς, κάθε ίχνος ήχου έχει παραλύσει μέσα στην αποπνικτική άπνοια και τους τριανταένα στιβαρούς βαθμούς κελσίου μιας απόκοσμης αυγουστιάτικης βραδιάς. Από το μισάνοιχτο παράθυρο του σπιτιού ίσα που ακούγεται το γρύλισμα των δεικτών ενός ρολογιού που πασχίζουν να μετακινηθούν από το τριάρι που έχουν στήσει στο τοίχο, ωστόσο παραμένουν σκαλωμένοι εκεί, καταδικασμένοι από τον επικείμενο θάνατο της μπαταρίας που ψυχορραγεί στη ράχη τους. Ορισμένα ρυθμικά ροχαλητά από τα γύρω σπίτια αντικαθιστούν επάξια το ίσο το τζιτζικιών που έσβησε μαζί με το τελευταίο φως της μέρας. Όλα μοιάζουν να έχουν αποκοιμηθεί, με ή χωρίς ηχητικές παρενέργειες, εκτός από αυτόν. Το κεφάλι του κι ο λογισμός τους τρεκλίζουν υποβασταζόμενα από την ανοιχτή του παλάμη και οι ίριδες των ματιών του αλλάζουν κάθε τόσο απόχρωση καθώς αντανακλούν τις φλόγες των φαναριών. Οι κόρες του παραμένουν συρρικνωμένες κι αποσβολωμένες στην απότομη στροφή του δρόμου που βρίσκεται μερικά μέτρα μακριά από την αυλή. Τα βλέφαρά του αρχίζουν να βαραίνουν και να ανοιγοκλείνουν νωχελικά αφήνοντας ελάχιστα χρονικά περιθώρια μέχρι να κλείσουν οριστικά. Το οπτικό του πεδίο ολοένα και σκοτεινιάζει…

Ώσπου ένα έντονο φως αρχίζει να τον στοχεύει πίσω από την πλάτη του διακόπτοντας απότομα την υπνηλία του κι αναγκάζοντάς τον να γυρίσει το κεφάλι προς την πηγή του και να ξανακλείσει ακαριαία τα μάτια από την εκτυφλωτική δέσμη που πλησιάζει ταχύτατα. Όταν σε κλάσματα δευτερολέπτου τα ανοίγει αντικρίζει ένα σύννεφο άσπρου καπνού μέσα από το οποίο αρχίζει να διαγράφεται ένα αυτοκίνητο καρφωμένο στην κολόνα της Δ.Ε.Η, στην κορυφή του τόξου της επίμαχης στροφής. Τινάζεται από την καρέκλα ρίχνοντάς την με ορμή στο έδαφος. Σπεύδει να τη σηκώσει μέσα στην αδράνεια της σκέψης του που έχει προκληθεί από το σοκ, πριν ακόμα ολοκληρώσει την κίνησή του όμως, την παραμερίζει με ακόμα περισσότερη ορμή κι τρέχει αλαφιασμένος προς τον τόπο του ατυχήματος…

Είναι ένα παλιό opel κάποιας περασμένης, ασπρόμαυρης δεκαετίας με τη χαρακτηριστική βλοσυρή του πρόσοψη, παραμορφωμένη πλέον, κατασκευασμένη από βαρύ δύσκαμπτο μέταλλο όπως και το υπόλοιπο κέλυφος το οποίο έχει μείνει σχετικά ανέπαφο παρά τη σφοδρότητα της σύγκρουσης. Αντιθέτως, το παρμπρίζ έχει θρυμματιστεί και τα μικροσκοπικά του κομμάτια έχουν σκορπιστεί στο λαδωμένο οδόστρωμα κάνοντάς το να μοιάζει με αντικατοπτρισμό του ουρανού. Κοιτάζει ανήσυχος προς το εσωτερικό του αυτοκινήτου και κατάπληκτος διαπιστώνει πως δεν υπάρχει κανείς. Το αυτοκίνητο είναι άδειο. Περιεργάζεται ταραγμένος το χώρο γύρω του για να εντοπίσει κάποιο ανθρώπινο σώμα, πιθανότατα τραυματισμένο, αλλά μάταια. Αδυνατεί να κάνει τον οποιοδήποτε ορθολογικό συλλογισμό, το μυαλό του είναι τελείως βραχυκυκλωμένο. Επιχειρεί να σκουπίσει τον ιδρώτα που ξαφνικά νιώθει να του παγώνει το κούτελο και συνειδητοποιεί πως οι παλάμες του έχουν μουδιάσει σφιγμένες σε σχήμα γροθιάς. Επιστρέφει στο σπίτι για να πιει λίγο νερό και να πάρει μερικές βαθιές ανάσες που θα συγκροτήσουν κάπως τη ροή της σκέψης και του αίματός του. Καταφέρνει να καταπραΰνει το σφυροκόπημα των σφυγμών του με κάποιες γενναίες γουλιές νερού όχι όμως και να εξηγήσει την απουσία του εκρηκτικού θορύβου που θα έπρεπε να συνοδεύει τη σύγκρουση. Τσαλακώνει σε αργή κίνηση το άδειο πλαστικό μπουκάλι σε μία προσπάθεια να εκτονώσει τη σύγχυσή του και να προσομοιώσει την αθόρυβη σύγκρουση του αυτοκινήτου στην κολόνα με κάποια λογική εξήγηση. Κοντοστέκεται στο κατώφλι της εξώπορτας χωρίς να τολμάει να ξαναστρέψει το βλέμμα του προς το σημείο του ατυχήματος. Κι όταν τελικά το αποφασίζει, δέχεται μοιρολατρικά το θέαμα. Το αυτοκίνητο απουσιάζει και ο δρόμος είναι καθαρός από κάθε είδους συντρίμμια. Μόνο η κολόνα διατηρεί την κλίση που απέκτησε μετά τη σύγκρουση χωρίς όμως να υπάρχει κάποιος να διαψεύσει πως δεν είχε εξαρχής αυτήν την απόκλιση από τον κατακόρυφο άξονά της…

Από την ίδια κατεύθυνση που νωρίτερα είχε εμφανιστεί το εκτυφλωτικό φως από τους προβολείς του αυτοκινήτου, αυτή τη φορά πλησιάζει ο χορωδιακός ήχος τριών ασυγχρόνιστων κι ελαφρώς φάλτσων πλην στεντόριων αντρικών φωνών που αναμφίβολα έχουν κουρδιστεί με αλκοόλ.

«Ο δρόμος είναι σκοτεινός
ώσπου να σ’ ανταμώσω
ξεπρόβαλε μεσοστρατίς
το χέρι να σου δώσω

Στρώσε το στρώμα σου για δυο
για σένα και για μένα
ν’ αγκαλιαστούμε απ’ την αρχή
να `ν’ όλα αναστημένα…»

Περπατούν πιασμένοι από τους ώμους παραπατώντας από τη μία όχθη του δρόμου μέχρι την άλλη ενώ φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν τα μάγουλά τους με παχιά επιφωνήματα προσπαθώντας να κρατήσουν το ρυθμό στο ιδιότυπο συρτάκι τους. Είναι γύρω στα τριάντα, με ατημέλητη εμφάνιση, όπως αρμόζει σε μια μεθυσμένη ευθυμία. Λευκά πουκάμισα μισοβγαλμένα από τα παντελόνια και παπούτσια στα χέρια, σα να μπέρδεψαν την άσφαλτο με κάποια ακτή, αισθητική πάντως που μοιάζει να είναι βγαλμένη από την ίδια ασπρόμαυρη δεκαετία με αυτή του εξαφανισμένου opel. Όσο κοντοζυγώνουν, διακρίνονται πλέον οι αμυχές στα πρόσωπά τους και κάποιες κηλίδες αίματος στα μισοσκισμένα πουκάμισά τους. Κι όσο συνεχίζουν την πορεία τους κατά μήκος της επίμαχης στροφής προσπερνώντας αδιάφορα το σαστισμένο παρατηρητή τους, χωρίς να υφίσταται πλέον η έννοια του απρόοπτου στην εξέλιξη αυτής της παραδοξολογίας, τα τραύματά τους αρχίζουν να επουλώνονται, οι κηλίδες να καθαρίζουν και τα σκισίματα στα πουκάμισά τους να ράβονται, θαρρείς με κάποιο αόρατο νήμα που δεν αφήνει το παραμικρό ίχνος. Οι ανάσες τους στενεύουν, οι ψιλές κανταδόρικες νότες βγαίνουν με αυξανόμενη δυσκολία ξεραίνοντας τους λαιμούς και προκαλώντας τους βήχα. Τα σώματά τους κυρτώνουν χωρίς ωστόσο να λύνουν τα χέρια τους γύρω από τις πλάτες μέχρι που ξεσπάνε σε βάρβαρα γέλια από την αδυναμία τους να τραγουδήσουν. Όλη η ζωή τους κυλάει μέσα σε μία στροφή…

«Κουβαλάς την τράπουλα μαζί ρε σκατομούτσουνε βαλέ;»
«Και βέβαια. Δε χάνω ποτέ την ελπίδα να σου μάθω να παίζεις…»
« Α πάενε από δω ρε ντροπή της μπιρίμπας!»
«Τσάμπα τρώγεστε κι οι δυο σας… Πάλι εσείς θα μοιραστείτε το κέρασμα. Ρε σάψαλα, πού πάρκαρα τον τίγρη;»
«Σε κανένα φαράγγι…», απαντούν ταυτόχρονα οι άλλοι δύο και γελούν με το πιο κτηνώδες γέλιο τους.

Αυτός έχει απομείνει άναυδος στο κατώφλι της εξώπορτας… Όταν χάνονται από τα μάτια του στο έρεβος της στροφής ακολουθεί τα χνάρια τους. Μέχρι που τους βλέπει να κάθονται σ’ ένα τραπεζάκι στο κλειστό καφενείο της πλατείας κάτω από τη φυλλωσιά ενός δέντρου από το γένος των αθανάτων που ακόμα κι αν δεν ήταν, θα όφειλε να είναι πλατάνι. Την ίδια στιγμή που ο πρώτος βγάζει την τράπουλα μέσα από το παπούτσι του κι αρχίζει να την ανακατεύει, ο δεύτερος εμφανίζει μέσα απ’ το δικό του ένα μπουκαλάκι τσίπουρο και ο τρίτος ένα τρανζιστοράκι. Η πρώτη παρτίδα φέρνει τη δεύτερη, η δεύτερη γουλιά την τρίτη, και τα πειράγματα μεταξύ τους συνεχίζουν την ακανόνιστη εναλλαγή τους. Τους παρακολουθεί για πολλή ώρα από απόσταση καθισμένος σ’ ένα παγκάκι.

Μέχρι το πρώτο φως της αυγής μέσα στο οποίο βυθίστηκαν τα λευκά τους πουκάμισα καταπίνοντας και τους ίδιους μαζί με τα «λιγοστά» τους υπάρχοντα. Επιστρέφοντας στο σπίτι, ένιωσε επιτέλους ένα ρεύμα αέρα να του ανασηκώνει τα μαλλιά και να φέρνει στα ρουθούνια του λίγη ακόμα από την ευωδία της νεραντζιάς δροσίζοντάς του τα σωθικά. Ο μαέστρος των τζιτζικιών είχε υψώσει και πάλι την μπαγκέτα του ενώ στο πεζούλι της αυλής εξακολουθούσε να τρεμοπαίζει η φλόγα ενός εκ των φαναριών. Στα υπόλοιπα τρία οι φλόγες είχαν σβήσει…

 

Υ.Γ: “… Εσύ ούτε που μπορείς να φανταστείς πώς μπορούν να τελειώσουν ξαφνικά κάποιοι Αύγουστοι όταν πέφτουν πάνω σ’ έναν πρόωρο Σεπτέμβρη σαν αυτοκίνητο που καταλήγει πάνω σ’ ένα δέντρο, και τσαλακώνονται , και ξεφουσκώνουν σαν ακορντεόν που χάνει την ανάσα του. Πόση αλαζονεία για τους καύσωνες της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή για τα πεφταστέρια του ουρανού της νύχτας του Αγίου Λαυρεντίου, όταν οι αισθήσεις μοιάζουν τόσο ολοκληρωμένες και η ζωή μια σπηλιά με εξαιρετικά ψηλούς θόλους, ενώ αρκούν τέσσερις σταγόνες βροχής ώστε, μέχρι να πεις κρεμμύδι, μια μόνο μέρα να καταπιεί αυτόν τον πομπώδη και κορδωμένο μήνα… Έτσι είναι κι η ζωή, σαν τον Αύγουστο.”
(Α. Ταμπούκι, “Ο Τριστάνο πεθαίνει”)

Σχόλια