Ο Ρήσος του Ευριπίδη, η αμφιλεγόμενη τραγωδία που βασίζεται στη ραψωδία Κ της Ιλιάδας, αποτελεί τον πυρήνα της φετινής, νέας σκηνοθετικής δουλειάς της Κατερίνας Ευαγγελάτου για το Φεστιβάλ Αθηνών Καλοκαίρι 2015. Χρησιμοποιώντας ως σκηνικό περιβάλλον το Λύκειο του Αριστοτέλη, ένα από τα τρία αρχαιότερα γυμνάσια της πόλης, δημιουργεί μια πρωτοποριακή παράσταση, μεταβάλλοντας τον περίπατο σε θεατρικό γεγονός. Ο χώρος του Λυκείου συνδιαλέγεται με το αστικό παλίμψηστο, ο ευριπίδειος λόγος μπολιάζεται με κείμενα του Σταγειρίτη φιλοσόφου και οι θεατές, ως άλλοι πλάνητες, ανακαλύπτουν, μέσα από την περιπατητική εμπειρία στο λυκόφως, τη  διαχρονική πόλη-θέατρο.

ΤΟ ΕΡΓΟ

Πρόκειται για ένα παράξενο έργο, που οι μελετητές δυσκολεύονται να κατατάξουν μεταξύ των διάφορων θεατρικών ειδών–το βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται για τραγωδία. Περιέχει στοιχεία σατυρικού δράματος, κωμωδίας στα όρια της παρωδίας πολλές φορές, αλλά και δράματος. Ίσως πάλι πρόκριται για μια αντιπολεμική σάτιρα που χρησιμοποιεί ως μέσο την Ιλιάδα, παρωδώντας διάφορα πρόσωπα και καταστάσεις. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για ένα ιδιότυπο συνοθυλευμα θεατρικών ειδών, εντελώς πρωτοποριακό για την εποχή εκείνη. Στόχος του φαίνεται να είναι η κατάδειξη της ανθρώπινης ανοησίας, ως αιτία αλλά και αποτέλεσμα Πολέμου. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο ξεκινά και τελειώνει σε απόλυτο σκοτάδι, (αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο έργο της αρχαίας ελληνικής θεατρικής παραγωγής που διαδραματίζεται αποκλειστικά κατά τη διάρκεια της νύχτας). Το σκοτάδι της πλάνης είναι εκείνο που κάνει τους ανθρώπους να μην ξέρουν πού βαδίζουν και γιατί βαδίζουν έτσι. Με αυτόν τον τρόπο, όλες οι πράξεις των ηρώων του έργου είναι αποτέλεσμα σύγχυσης, πλάνης. Παρουσιάζεται ένα σύνολο ανθρώπων που συγκρούεται χωρίς λόγο και σκοτώνει χωρίς έλεος.

Πύλη εισόδου στον Ρήσο αποτελεί το πρώτο, περιπατητικό, μέρος της παράστασης που βασίζεται στην Πραγματεία περί ονείρων του Αριστοτέλη. Οι θεατές, τα πρώτα 20 λεπτά της παράστασης, ως νέοι Περιπατητές βαδίζουν καθοδηγούμενοι στην καρδιά του χώρου, και παρακολουθούν διάφορες δράσεις από τους ηθοποιούς, με οδηγό την πραγματεία του Αριστοτέλη για τα όνειρα (Περί Ενυπνίων). Μέσα από τον περίπατο και την πραγματεία για τα όνειρα, αρχίζει να ξετυλίγεται και ο Ρήσος. Η όλη σκηνοθετική σύλληψη βλέπει το έργο σαν ένα όνειρο του Έκτορα, κατά την ταραγμένη νύχτα μετά την νικηφόρα μάχη του ενάντια στους Έλληνες. Ένα όνειρο που μεταμορφώνει τους ήρωες του τρωικού πολέμου σε παιδιά που παίζουν πόλεμο σε έναν αρχαιολογικό χώρο κι ενώ ξεκινάει από την κωμωδία καταλήγει στο δράμα, από τη νοσταλγία του παιδικού παιχνιδιού μέσα σε έναν απέραντο έρημο τόπο, μέχρι τον εφιάλτη της ωμής πραγματικότητας που αποκαλύπτει θάνατο και βία.

Ρήσος

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Το μυστήριο με τον συγγραφέα παραμένει μέχρι σήμερα άλυτο. Ορισμένοι το αποδίδουν στον Ευριπίδη, άλλοι σε μεταγενέστερο μιμητή του –το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν έχε αποδείξει τίποτα. Αυτό το πέπλο μυστηρίου ως προς την πατρότητα του έργου ίσως συνδέεται και με την αβεβαιότητα ως προς το θεατρικό είδος στο οποίο ανήκει, αλλά και με την αβεβαιότητα και την απώλεια κριτικής ικανότητας που προξενεί ο ίδιος ο πόλεμος.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Σχετικά με την παράσταση, παραθέτουμε την κριτική της δημοσιογράφου, Στέλλας Χαραμή.

Ρήσος

«Η γοητεία και η διαχείριση του εμβληματικού μνημείου αναβάθμισε το έργο.

Η σειρήνα ενός περιπολικού ακούγεται από τη Βασιλίσσης Σοφίας, πίσω από τα κάγκελα -κατά μήκος της Ρηγίλλης- κοντοστέκονται περαστικοί, τα φώτα από τα απέναντι ρετιρέ είναι από νωρίς αναμμένα. Και τα τζιτζίκια γιορτάζουν την πρώτη (πραγματικά) ζεστή βραδιά του καλοκαιριού. Η πόλη συνεχίζει στους ρυθμούς της μα μέ σα στο Λύκειο του Αριστοτέλη, μια καινούργια πραγματικότητα εγκαινιάζεται. Ο ενθουσιασμός της Κατερίνας Ευαγγελάτου, όταν ανακάλυπτε τον, υψίστης σημασίας αρχαιολογικό χώρο, στο πλάι του Ωδείου Αθηνών, μεταδόθηκε σ’ όσους (και ήμασταν πολλοί) ξεκινούσαν να περιδιαβαίνουν στον κήπο μα κι εντός του μνημείου με αφορμή την τελευταία σκηνοθεσία της.

Το ρίσκο του site specific θεάματος ήταν προφανές. Ο χώρος ήταν αχανής, πολυεπίπεδος, εξαιρετικά απαιτητικός από τεχνικής απόψεως, οι δεσμεύσεις γύρω από τη διαχείρισή του εξίσου μεγάλες κι έτσι το ανέβασμα του «Ρήσου» στα έγκατά του δικαίωσε τις χρονοβόρες προσπάθειες όλων όσων επέμειναν να δουν ένα μνημείο με άλλα μάτια. Ο στόχος επετεύχθη. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου κατάφερε να εκμεταλλευτεί και να αναδείξει με θεατρικούς όρους έναν ανοίκειο σε τέτοια χρήση χώρο. Γιατί αν κάτι ήταν πολύ καθαρό από την αρχή σε αυτό το εγχείρημα, ήταν η βιωματική σχέση που ανέπτυσσε ο θεατής με έναν τόπο που μέχρι χθες αγνοούσε.

Η κυκλική κίνηση των επισκεπτών-θεατών γύρω και μέσα στα ερείπια του Λυκείου, η θέαση από διάφορες θέσεις σε συνδυασμό με την αναβίωση δράσεων από το μακρινό παρελθόν του  (ζωντανές τοιχογραφίες και αναπαραστάσεις αθλητικών δράσεων)  απέδιδε χαρακτήρα εμπειρίας στην παράσταση. Η σκέψη της Ευαγγελάτου δε, να συνδέσει τον χώρο όπου δίδασκε ο Αριστοτέλης με κείμενα από τα ίδια τα διδάγματά του  – «Ο τόπος» από τα «Φυσικά», τo «Περί ενυπνίων» από τα «Μικρά Φυσικά» και «Τα ήθη των νέων» από τη «Ρητορική»  – αποδείχθηκε μια εμπνευσμένη εισαγωγή. Η θεωρία του Αριστοτέλη για τα όνειρα και τις ψευδαισθήσεις του ύπνου προλόγισε ιδανικά την αμφιλεγόμενη δραματουργία του «Ρήσου». Ένα κείμενο αγνώστου πατρός (παρότι αποδίδεται από πολλούς στον Ευριπίδη) που επιφυλάσσει διαρκή εναλλαγή υφών, αντιφάσεις και άφθονα κενά στην πλοκή του. «Το όνειρο είναι μια μορφή οπτικής παράστασης μέσα στον ύπνο» αναφέρει ο Ελληνας φιλόσοφος δίνοντας ένα ισχυρό άλλοθι στην Ευαγγελάτου προκειμένου να παρουσιάσει ένα απόσπασμα του Τρωϊκού πολέμου – κατά το οποίο ο βασιλιάς των Θρακών, Ρήσος, προστρέχει τους Τρώες εναντίον των εισβολέων Αχαιών – σαν ένα ταραγμένο όνειρο του Έκτορα.

Τα προβλήματα του έργου είναι σοβαρά και παραμένουν: Είναι καταφανώς ένα δύστροπο έως προβληματικό κείμενο, με αποτέλεσμα η αίγλη όσο και η «καινοτομία» του χώρου να το υποσκελίζει. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου πάντως, ανιχνεύει τις διαφορετικές ποιότητες του έργου (από την κωμωδία και την παρωδία ως την τραγωδία) προκρίνοντας συνειδητά τα φαρσικά στοιχεία του. Έχει στη διάθεσή της μια δεκαμελή ομάδα ηθοποιών που υπηρετούν με στρατιωτική πειθαρχία το ακατάτακτο του χαρακτήρα του: Ξεχωρίζουν μοιραία ο Αργύρης Πανταζάρας, ένας ερμηνευτής παντός καιρού, σωστό πολυεργαλείο για κάθε σκηνοθέτη (εδώ στο ρόλο του Εκτορα και των θεοτήτων Αθηνάς και Αφροδίτης), ο Ορφέας Αυγουστίδης στο ρόλο του Ρήσου και ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος ως Ηνίοχος.

Στην αισθητική (και όχι μόνο) συνοχή αυτού του εγχειρήματος συνέβαλε καταρχάς η χορογραφία και οι κινησιολογικές οδηγίες της Πατρίσιας Απέργη που «γέμισαν» το χώρο και διασκέδασαν επαρκώς τις αμηχανίες του έργου. Η μουσική του Λευτέρη Βενιάδη έδινε ρυθμό, τον αναγκαίο επικό τόνο και τελικά «ξυπνούσε» τη δράση – ζωντανά εκτελεσμένη από ορχήστρα. Ο Κώστας Μιχόπουλος κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για έναν προσεγμένο ηχητικό σχεδιασμό, τιθασεύοντας τελικά τις προκλήσεις του χώρου. Υπέρβαση φαίνεται πως έκαναν και οι Γιώργος Τέλλος και Στέλλα Κάλτσου φωτίζοντας κάθε γωνιά του Λυκείου με αποκορύφωμα την εξαιρετική σκηνή που ενσωμάτωνε στην παράσταση το Ωδείο Αθηνών.

Στο σύνολό της, μια υποβλητική, ατμοσφαιρική παράσταση στην οποία χρωστούμε την γνωριμία με ένα από τα πρώτα πανεπιστήμια της ανθρωπότητας, το Λύκειο του Αριστοτέλη.»

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Πού: ΛΥΚΕΙΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Αθήνα

Συγγραφέας: Ευριπίδης

Σκηνοθέτης: Κατερίνα Ευαγγελάτου

Ηθοποιοί: Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Ορφέας Αυγουστίδης, Νώντας Δαμόπουλος, Αντριάν Κολαρίτζ, Γιώργος Κουτλής, Ερρίκος Μηλιάρης, Αργύρης Πανταζάρας, Νικόλας Παπαγιάννης, Λευτέρης Πολυχρόνης, Ουσίκ Χανικιάν, Ηλίας Χατζηγεωργίου. Συμμετέχει πλήθος 40 ατόμων

Συντελεστές: Μετάφραση: Κώστας Τοπούζης, Δραματουργία: Κατερίνα Ευαγγελάτου, Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα, Χορογραφία: Πατρίσια Απέργη, Φωτισμοί: Γιώργος Τέλλος, Σχεδιασμός ήχου – Ηχοληψία: Κώστας Μιχόπουλος, Συνεργάτης θεατρολόγος: Πλάτων Μαυρομούστακος, Συνεργάτις σκηνογράφος: Εύα Μανιδάκη, Βοηθός σκηνοθέτη: Αμαλία Νίνου

Πότε: 8 Ιουλίου

Μέχρι Πότε: 9 Αυγούστου

Τι ώρα: 20:30

Διάρκεια: 90′

Εισιτήρια: 20€, 15€ (students, 65+), 5€

Σχόλια