Μια νύχτα δροσερή – να, τώρα αρχές Αυγούστου – ένα φεγγάρι γύρισε και μου γέλασε. Μου γέλασε γλυκά και νοερά ένα μικρό, υπέροχο και τρυφερό φεγγάρι. Κι ήταν το φως του τόσο λαμπερό που πόνεσαν τα μάθια μου απ’ την εμορφιά του. Και μύριζε όλος ο τόπος αγιόκλιμα και χωματένια βροχή κι ο ήλιος ζήλευε κι ήθελε κι αυτός να ρθεί κοντά για να μυρίσει τη ζωή. Κι όπως με κοίταζε το φεγγάρι, μου ‘πε: “ Πού χάθηκε πάλι το χαμόγελο σου, μικρό μου; Γιατί δε λάμπουνε απόψε τα μάθια σου; Δε βλέπουνε την ευτυχία της φύσης ετούτη τη νύχτα;”

Άνοιξα το στόμα μου για να του πω δυο λόγια -δε σου μιλά συχνά ένα φεγγάρι- μα η μιλιά δεν έβγαινε. Και προσπαθούσα και ξαναπροσπαθούσα μα η φωνή αντηχούσε μονάχα μέσα στο κεφάλι μου…

Το φεγγάρι με χάζευε και χασκογελούσε κρυφά. Ύστερα κάθισε κοντά μου και μου ψιθύρισε στ’ αυτί: “Ξέρεις, τα υπέροχα όνειρα πάντα βγαίνουν αληθινά. Μου το ‘πε η μοίρα που την είδα το πρωί καθώς πήγαινε περίπατο δίπλα στα σύννεφα. Μα πρέπει λέει να γελάς κάθε μέρα για να θυμάσαι τα όνειρα σου, γιατί αλλιώς φεύγουν και χάνονται χωρίς εσένα.” Και με μια μεταξένια κίνηση χάθηκε πάλι μέσα στην παιχνιδιάρικη νύχτα.

Για δύο μέρες προσπαθούσα να μιλήσω μα τίποτα, κι όλο και πιο αχνά έμοιαζαν τα όνειρα μου. Και έβαλα τα κλάματα γιατί περίμενα καρτερικά το φεγγάρι και δεν ήρθε. Ούτε την επόμενη, ούτε την επόμενη.
Την τρίτη μέρα ξύπνησα μέσα σε μια ζαλάδα. Η μνήμη μου είχε εξασθενήσει και για όνειρα ούτε λόγος. Έτσι, σταμάτησα να προσπαθώ κι έτρεξα στο δροσερό ποτάμι δίπλα στις καλαμιές. Κι έπεφτε το νερό του παγωμένο στο κορμί μου και το σκέπαζε σαν πέπλο. Και ξέπλυνα σώμα και νου και κρυστάλλωσε το μυαλό, κι όλα ξεκάθαρα μου φάνηκαν πια..

Έκατσα μέχρι τη δύση μπροστά στο ποτάμι και με ‘πιασε μια ‘πιθυμιά να τραγουδήσω δυνατά και ξάστερα. Και βγήκε η φωνή απ’ την κοιλιά κι από το στήθος μου τεράστια, καθολική και φώτισε όλη η πλάση. Κι άρχισαν, λέει, τα πουλιά να κελαηδούν μαζί μου κι έμοιαζε η φύση να χορεύει στο μυστικό ρυθμό μας. Και πήρα το δρόμο για τον γυρισμό μέσα στην ζωντάνια και την προσμονή.

Γύρω στα μεσάνυχτα, κάτω απ’ τη μικρή μου λεύκη στο πίσω μέρος της αυλής, φάνηκε δειλά δειλά το φεγγάρι. Μόλις το είδα του ‘πα με βροντερή λαλιά “Μου έλειψες παλιέ μου φίλε. Σε περίμενα. Κάτσε κοντά μου κι άπλωσε το γαλήνιο σου φως σ’ όλη την πλάση.” Το φεγγάρι δε δίστασε στιγμή κι άρχισε να γελά δυνατά και γέμισε όλη η ψυχή μου φως. Σαν αποκάλυψη μέσα στη λάμψη είδα όλα μου τα όνειρα να ξεπροβάλλουν και να τρέχουν στην αγκαλιά μου με χαρά, λες κι ήμασταν χρόνια χαμένοι εραστές. Κι όλο το βράδυ κάτσαμε και λέγαμε ιστορίες για ανθρώπους που ξέχασαν να ζήσουν μα και για ‘κείνους που χάϊδεψαν τη ζωή στα μάγουλα απαλά και πορεύτηκαν μαζί της σαν να ‘ταν οι καλύτεροι φίλοι.

Κι όταν ήρθε η ώρα να φύγει το φεγγάρι μου, γύρισα και του είπα: “Ποτέ ξανά δε θα ξεχάσω τα όνειρα μου, καλέ μου φίλε. Το ‘πε κι η μοίρα πως αμα τα σκέφτεσαι συχνά κάποτε ζωντανεύουν”. Κι εκείνο γέλασε και μου γαργάλησε το σβέρκο με τ’ απαλά του χρώματα και πριν ξεθωριάσει εντελώς μου ‘πε : “Θα είμαι εδώ για να σε κάνω να γελάς κάθε στιγμή. Οι φίλοι είναι για να σου θυμίζουν να ζεις και να γραπώνεις τις ευκαιρίες που ‘ρχονται στο δρόμο σου. Και για να σ’ αγαπούν. Και τα όνειρα σου μην τα σκέφτεσαι μονάχα, μα να τ’ ακολουθείς και να προσπαθείς κάθε μέρα. Να γελάς μικρό μου όσο μπορείς, αφού μ’ ένα χαμόγελο γεμίζει ο κόσμος ζωντάνια. Να γελάς!”

Κι έμεινα να κοιτάζω τον ορίζοντα που γινότανε σιγά σιγά πορτοκαλί και ροζ, κι άρχισαν όλα να μου μοιάζουν όνειρα καλοκαιρινής νυχτός…

πηγή εικόνας :sirio7000.deviantart.com

Σχόλια