Η γέφυρα Ρίου Αντιρρίου είναι ένα τεράστιο καλωδιωτό κατασκεύασμα που συνδέει την Πελοπόννησο με τη δυτική ηπειρωτική Ελλάδα. Η κατασκευή της κόστισε στην ψωροκώσταινα
κάπου 600 εκατομμύρια. Το παίξανε και οι ειδήσεις. Οι δημοσιογράφοι την εκτέλεσαν προτού καν ανοίξει, “συνδέει το τίποτα με το πουθενά”. Και όμως. Ήταν μία όμορφη απόδειξη πως μπορούμε
να φτιάξουμε κάτι που δεν θα πέσει μετά από δύο καλοκαίρια.
Στις 6.15 εκείνο το πρωί ο στρατός την ανατίναξε.
Αργότερα μάθαμε πως ειδικά για την επιχείρηση “Προκρούστης” χρησιμοποίησαν ένα νέο είδους εκρηκτικού, το C-6. Το C-6 είναι σαν το C-4 στο τετράγωνο, ένα μοριακό εκρηκτικό
οπλισμένο με μεγέθους δεκάρας ασύρματους, σειριακούς πυροκροτητές, που τους λένε “πινέζες”. Τοποθετείς τα “τούβλα” στη σειρά και τα ανατινάζεις από κινητό τηλέφωνο. Τέσσερα τετράγωνα
σαν πλάκα σοκολάτας ισοδυναμούν με βόμβα πεντακοσίων κιλών. Αυτά βέβαια δεν τα ξέραμε εκείνη τη στιγμή, μας τα εξήγησαν οι Κύπριοι όταν μπήκαμε λίγο μετά στην πόλη.
Όταν ειδαμε την έκρηξη ήμασταν ακόμα μέσα στο αμάξι με την πλάτη γυρισμένη στη γέφυρα. Πρώτα μας έπιασε η λάμψη, ύστερα το τράνταγμα και τέλος ο ήχος. Το αμάξι έφυγε από
τον δρόμο και αναποδογύρισε, όλοι βρεθήκαμε με την πλάτη στον ουρανό του αυτοκινήτου. Όταν συρθήκαμε έξω υπήρχαν ακόμα κομμάτια της γέφυρας που δεν είχαν χτυπήσει στο έδαφος.
Έβλεπες κομμάτια πέτρας μεγάλα σαν αμάξια να πέφτουν από τον ουρανό σαν χοντρό χαλάζι, τα καλώδια είχαν ξεφύγει και από την τάση χτύπαγαν δεξιά και αριστερά σαν μαστίγια. Ύστερα είδαμε
σε slow motion το οδόστρωμα να καταρρέει σαν λιωμένη σοκολάτα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά μας έπιασε ο ήχος και απλά πέσαμε κάτω. Δεν έχεις ακούσει τίποτα τέτοιο σε όλη σου τη ζωή. Σου
έσκιζε τα τύμπανα, ούρλιαζες και δεν άκουγες την φωνή σου.
Δέκα λεπτά αργότερα κανείς δεν είχε βγάλει άχνα. Ήμασταν ακόμα πεσμένοι στην άσφαλτο, οι ρόδες του αμαξιού γυρνάγαν στο τίποτα και ο ουρανός να έχει μαυρίσει από τον καπνό
και τη σκόνη που απλώνονταν από το σημείο της έκρηξης. Ο Μιχάλης πήγε να ανοίξει το στόμα του και αντί να πει κάτι έφτυσε αίμα. Τόσο δυνατή ήταν η έκρηξη.
Υπήρχε μόνο μία πιθανή εξήγηση για αυτό. Ο στρατός ήξερε τι συνέβη στην Πανεπιστημιούπολη και μας έγραψε στα παπάρια του. Ήμασταν μόνοι μας.
Γυρίσαμε το αμάξι στα ίσια και συνεχίσαμε προς το εσωτερικό της πόλης. Μαύρα σύννεφα καπνού ανέβαιναν από τα ενδότερα. Στον δρόμο δεν είδαμε ψυχή, μόνο λεκέδες από αίμα, χαμένα
παπούτσια και παρατημένα αμάξια. Ο Μανώλης πρότεινε να χωριστούμε σε διαφορετικά οχήματα αλλά ακόμα και εγώ ήξερα πως αυτό είναι κακή ιδέα.
“Πού είναι τα cool παιδιά;” ρωτάει ο Πέτρος “εκεί πρέπει να πάμε”.
Τα cool παιδιά είναι οποιοσδήποτε δεν ήθελε να μας φάει, όποιος φοιτητής ή όχι την πάλεψε σαν κι εμάς και γλίτωσε τις πρώτες ώρες. Όλοι οι άλλοι ήταν ζόμπια, σε αυτό είχαμε συμφωνήσει.
Έπρεπε να βρούμε τους υπόλοιπους και να οργανωθούμε.
Κάναμε μία στάση λίγο έξω από το κέντρο της Πάτρας, στην αρχή της Αγίας Σοφίας. Στη διασταύρωσή της με την Κορίνθου και την Εθνική οδό μπορούσαμε να βλέπουμε σε απόσταση εκατό μέτρων προς κάθε κατεύθυνση. Μείναμε εκεί για να συζητήσουμε τι θα κάνουμε πριν συνεχίσουμε.
“Υπάρχει μία πιθανοτητα να μην μπορούν να βγουν στο φως, σαν στις ταινίες”, λέει ο Ψηλός.
“Και υπάρχει μία πιθανότητα, δεν ξέρω, να μπορούν και να μας γαμήσουν”, λέει ήρεμα ο Πέτρος.
“Ο gays έχει δίκιο”, λέω ήρεμα, “δεν μπορούμε να το διακινδυνέψουμε”
Ο Μιχάλης λέει πως σίγουρα κάποιοι θα τα έχουν καταφέρει και πως πρέπει να τους
βρούμε.
“Πού θα μαζεύονταν ο κόσμος αν έπρεπε να φυλαχτεί;”
Αυτό ήταν εύκολο να το απαντήσεις. Πουθενά. Απλά ταμπουρώνονταν εκεί που τον πέτυχαν τα ζόμπι. Αν το μέρος ήταν καλό θα την γλίτωνε, αλλιώς los poulos.
Ο Μανώλης με τον Μιχάλη πήγαν να ψάξουν για προμήθειες στο πρώην γύρος Master, ένα πιτογυράδικο που πριν λίγο καιρό άνοιξε σαν καφετέρια και τώρα τα τζάμια του ήταν σπασμένα. Ο
Παναγής με τον Ψηλό έψαχναν ένα ένα τα παρατημένα αμάξια για οτιδήποτε μπορούσε να μας φανεί χρήσιμο. Τα κινητά ακόμα δεν λειτουργούσαν, ο ήλιος έκαιγε σαν πούστης. Ο Μικές με τον
Πέτρο ήταν καθισμένοι στο πίσω μέρους του getz με ένα κομμάτι Α4 ανάμεσά τους. Κάθισα στη θέση του συνοδηγού και έσκυψα από πάνω. Ήταν ένα απλοϊκό σχέδιο της πόλης. Ένας κύκλος
μάρκαρε την τωρινή μας θέση. Ανατολικά, προς τη μεριά της θάλασσας η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, νότια η Κορίνθου τράβαγε ευθεία μέχρι την καρδιά της πόλης, βόρεια η κλειστή εθνική
οδός και τα συντρίμμια της γέφυρας, στα αριστερά μας το βουνό. Σημειωμένες με κόκκινο οι πιθανές μας διαδρομές. Ο Μικές ήθελε να πάμε κατευθείαν στο λιμάνι, να βρούμε κάποια βάρκα ή πλοίο και
να την κάνουμε. Ο Πέτρος διαφωνούσε.
“Αν πάμε στο λιμάνι και από πίσω μας έρθουν ζόμπια θα είμαστε εμείς και η θάλασσα.”
Ο κίνδυνος να αποκλειστούμε δεν άρεσε σε κανέναν. Τίποτα δεν μας εγγυόταν πως θα βρίσκαμε βοήθεια στο παλιό λιμάνι.
“Αν όμως προχωρήσουμε μέσα στην πόλη θα μπορούν να μας την πέσουν από παντού” είπα.
Με κοιτάνε για λίγο χωρίς να πουν τίποτα. Ο Μικές στραβώνει τα χείλη.
“Καλά καλαμάρια”.
Γυρνάω μπροστά και βουλιάζω στο κάθισμα. Το σφυρί που κουβαλώ ακόμα βαραίνει την τσέπη μου. Μπροστά ο Παναγής κοιτάζει στο πίσω μέρος ενός άσπρου GTI. Ξαφνικά τον βλέπω να πετάγεται. Χωρίς να πει τίποτα γυρνάει και μου κάνει σήμα. Καταλαβαίνω τι βρήκε. Βγαίνω από το αμάξι και τρέχω προς την κατεύθυνσή του.
Όταν έφτασα κοντά στον Παναγή ήξερα πως δεν θα έβλεπα κάτι καλό. Το παλικάρι που βρήκε ήταν σκατά. Το στομάχι του ήταν ανοιγμένο, το αριστερό πόδι σε αφύσικη γωνία , το δεξί
χέρι πιασμένο κάτω από τη ρόδα του αμαξιού. Και όμως ζει. Σκύβω από πάνω του και προσπαθώ να καταλάβω τι λέει.
“Είναι σε κατάσταση σοκ”, λέει ο Παναγής.
Ο τύπος προσπαθεί να ανοίξει το στόμα και φανερώνει μία σειρά ματωμένα ούλα.
“Σκατα, σκατά, σκατά, σκατά, σκατά….”
Βάζω το χέρι μου στο κούτελό του και το πιέζω για να τον επαναφέρω.
“Τι έγινε;”
“Δεν, δεν ξέρω. Χθες το βράδυ, από κάθε σημείο του δρόμου πετάχτηκαν…πετάχτηκαν αυτά και..και μετά..”
Δεν κατάφερε να ολοκληρώσει. Άρχισε να τρέμει και μετά έμεινε ακίνητος. Το χέρι μου ήταν ακόμα στο μέτωπό του. Σκατά.
Πίσω μου ο Πέτρος κοίταζε αμίλητος. Δεν μπορούσες να καταλάβεις αν όσα είδε τον άγγιζαν. Έφτιαξε τα γυαλιά πάνω στην ιδρωμένη μύτη του και γύρισε την πλάτη κατευθυνόμενος
προς το αμάξι.
“Φώναξε τους άλλους”.
Ο Μανώλης και ο Μιχάλης δεν βρήκαν τίποτα. Είμαστε όλοι καθισμένοι γύρω από το αμάξι. Είναι σχεδόν μεσημέρι και έχουμε φάει ό,τι βρήκαμε στη σχολή το προηγούμενο βράδυ. Ο
Πέτρος παίρνει τον λόγο.
“Θα προχωρήσουμε μέσα”.
Παράπονα υποδέχονται την πρότασή του, μα συνεχίζει απτόητος.
“Ξέρουμε δύο πράγματα, ή τουλάχιστον δύο πράγματα είναι πολύ πιθανόν να συμβαίνουν.”
Δείχνει γύρω του στην τεράστια διασταύρωση που είμαστε.
“Πού στον πούτσο είναι όλοι;”
Έχει δίκιο. Από αυτό το σημείο περνάνε όλα τα αμάξια που πάνε βόρεια. Και όμως δεν υπάρχει ούτε ψυχή. Μερικά παρατημένα ΙΧ, μικροσημάδια συμπλοκών και αυτό είναι όλο.
“Ο μόνος που βρήκαμε ήταν το παλικάρι. Δεν έχει λογική”.
Ο Παναγής τον διακόπτει.
“Τι σημαίνει δηλαδή αυτό;”
“Σημαίνει πως δεν υπάρχουν πτώματα. Και αυτό μας φέρνει στο επόμενο”
Καταλάβαμε που το πήγαινε. Οι νεκροί γίνονταν ζόμπι. Γι’ αυτό δεν βρήκαμε κάποιον άλλον.
“Αλλά ο τύπος ήταν εκεί”, είπε ο Μιχάλης, “δεν ήταν ζόμπι”.
“Αυτό είναι το θέμα”, λέει ο Μικές, “ αν ήταν να γίνει θα είχε γίνει τόση ώρα που είμαστε
εδώ. Αυτό σημαίνει πως τον άφησαν ήσυχο για κάποιον λόγο.”
Ο Μανώλης παίρνει τον λόγο
“Ήταν μέρα… μαλάκα…Ήταν μέρα”
Σιωπή πέφτει στην παρέα. Αυτό μπορεί να ήταν η σωτηρία μας. Αν τα ζόμπι παράτησαν τον τύπο επειδή τα πρόλαβε ο ήλιος τότε εμείς έχουμε το πλεονέκτημα κινήσεων μέχρι το
ηλιοβασίλεμα. Πρέπει να την κάνουμε.
Ο ΑΣΤΟΣ είναι ένας πολυχώρος στο κέντρο της Πάτρας, συγκεκριμένα στην οδό Βαλτετσίου. Τα προηγούμενα χρόνια χρησιμοποιήθηκε για να γίνουν φεστιβάλ μουσικής, θεατρικές
παραστάσεις, λογοτεχνικές εκδηλώσεις και προβολές ταινιών. Είναι χωμένος σε ένα μικρό στενάκι, με μία πολυκατοικία να τον κρύβει από τη μεριά της Μαιζώνος και κατά τα άλλα έναν πέτρινο
φράχτη να τον περικυκλώνει. Είναι τέλειο μέρος για να καταλύσουμε. Μόνο πρόβλημα, απέχει σχεδόν ένα χιλιόμετρο από την τωρινή μας θέση. Για αμάξι δεν τίθεται θέμα. Θα κάνουμε τόση
φασαρία που θα τραβήξουμε τους πάντες πάνω μας. Εξάλλου κανείς δεν μας εγγυάται πως δεν θα μας επιτεθούν άλλοι επιζώντες για να το κλέψουν.
Αφήνουμε πίσω μας το getz του Ψηλού αφού πρώτα το έχουμε αδειάσει από ό,τι χρήσιμο είχε πάνω του. Ακόμα και δύο μικρά μπουκάλια ρακί που είχε παρατημένα από το πρώτο έτος στο πίσω
κάθισμα τα ήπιαμε. Παίρνουμε την αρχή της Κορίνθου από την αριστερή μεριά του δρόμου και βλέπουμε ένα σκηνικό αποκάλυψης. Καμμένα αμάξια φτύνουν καπνό στον μεσημεριανό ουρανό,
ερειπωμένα καταστήματα, διαλυμένα τζάμια και παραθυρόφυλλα. Μια πόλη φάντασμα.
Η ομάδα είναι χωρισμένη σύμφωνα με το σχέδιο. Ο Μικές και ο Πέτρος είναι στο κέντρο, μπροστά ο Παναγής, με το σπασμένο έδρανο ακόμα στο χέρι. Είκοσι μέτρα μπροστά με το σκατό
στην κάλτσα είμαστε εγώ και ο Ψηλός, ο καθένας ριγμένος σε διαφορετική μεριά του δρόμου. Ουραγοί ο Μανώλης και ο Μιχάλης, κουβαλάνε όλα μας τα πράγματα. Νερά, τσάντες, κινητά,
αχρείαστα ρούχα. Αυτοί είναι τα μυρμήγκια. Προχωράμε στον ερειπωμένο δρόμο και δεν μπορούμε να διακρίνουμε τίποτα. Πυκνοί καπνοί εξακολουθούν να ανεβαίνουν από το κέντρο της πόλης.
Δεν έχουμε ιδέα τι θα συναντήσουμε.
Και όμως προχωράμε.
Στο συγκεκριμένο σημείο θα τοποθετούνται με χρονική σειρά τα κεφάλαια του CZA.
Για να θυμηθείς τα προηγούμενα κεφάλαια ρίξε μία ματιά εδώ:
Ο τίτλος του παρόντος, CZA, είναι το ακρώνυμο του C.E.I.D. Zombie Apocalypse.
Οι συντάκτες του Frapress.gr διατηρούν τα πνευματικά δικαιώματα όλων των κειμένων και άλλων δεδομένων που παρουσιάζουν. Αν σε κάποιο άρθρο δεν αναφέρεται συντάκτης ή άλλη πηγή συγγραφής, τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο Frapress.gr.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε εκτενώς τους όρους χρήσης του Frapress.gr εδώ.