Το κτίριο των Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής βρίσκεται πίσω από την πρυτανεία του Πανεπιστημίου Πατρών. Από την είσοδο μπορείς να δεις στα αριστερά την
Πάτρα και στα δεξιά τη γέφυρα Ρίου Αντιρίου. Όλη η Πανεπιστημιούπολη μας ξέρει. Μας φωνάζουν ceidάδες, από τα αρχικά της σχολής (Computer Enginnering and Informatics
Departement). Μας φωνάζουν και αγάμητους, πληροφορικάριους, nerdουλα και καμμένους.
Δεν έχει σημασία. Είμαστε ακόμα ζωντανοί.

Το κτίριο της αρχιτεκτονικής καίγεται ήρεμα, πενήντα μέτρα κάτω από την είσοδο της σχολής μας. Οι βουκαμβήλιες του αιθρίου έχουν ξεριζωθεί και το γρασίδι έχει ξεβάψει από το αίμα
και την τριβή των σωμάτων. Έξω από το CEID δεν υπάρχει ψυχή. Σημάδια από λάστιχα χαράζουν τον δρόμο και λίγα μέτρα πιο πέρα ένα smartάκι φλέγεται αναποδογυρισμένο.
Καλά να πάθει. Μόνο οι φλώροι οδηγούν smart.
Ο Πέτρος με χτυπά στην πλάτη.
“Τα ‘παμε ρε”
Του κάνω κ@λ@δάχτυλο και βγαίνω από την πλαϊνή είσοδο μαζί με τον Ψηλό.

Εγώ και ο Γιώργος είμαστε οι σκύλοι. Προχωράμε τριάντα μέτρα μπροστά από τους άλλους και ανιχνεύουμε την περιοχή. Ο Γιώργος έχει κάνει στίβο στο λύκειο, εγώ έπαιζα μπάσκετ από όσο
θυμάμαι τον εαυτό μου. Με λίγα λόγια είμαστε η εμπροσθοφυλακή απλά και μόνο επειδή έχουμε καλύτερες πιθανότητες να σωθούμε τρέχοντας. Ο Πέτρος και ο Μικές χώρισαν τους πάντες σε
ομάδες και κινούμαστε λες και όλο το σκηνικό είναι board του DnD. Εγώ ανήκω στην ομάδα ΤΓ ή Τράβα Γαμήσου. Ό,τι λέμε κάθε φορά που μας στέλνουν μπροστά.
Σε αντίθεση με τον Παναγή εμείς δεν έχουμε προστατευτικά. Μας καθυστερούν πολύ.
Δουλειά μας είναι να πάμε αθόρυβα μπροστά, να δούμε τι παίζει και να το αναφέρουμε στους υπόλοιπους. Γλιστράμε αθόρυβα και ξεχυνόμαστε στο σκοτάδι. Το φεγγάρι είναι πίσω από τα
σύννεφα. Ο Ψηλός δείχνει προς τη δεξιά σκάλα και μετά η νύχτα τον καταπίνει.

Προσπαθούμε να βρούμε αμάξια για να την κάνουμε απο εκείνη την τρύπα. Δεξιά από την πρυτανεία είναι το πάρκινγκ των υπαλλήλων του Πανεπιστημίου, εκεί πάει ο Ψηλός για να βρει το
getz του. Αριστερά της αρχιτεκτονικής είναι η στάση του λεωφορείου και το δικό τους πάρκινγκ. Εκεί πάω. Κατεβαίνω τα σκαλοπάτια μέχρι που φτάνω στον δρόμο. Μία μπόχα σέρνεται στην ατμόσφαιρα αλλά δεν με αγγίζει. Κάνω αριστέρα και σκυμμένος δίπλα στον τοίχο με τα συνθήματα του Μ.Α.Σ προχωρώ αθόρυβα προς το στεγασμένο πάρκινγκ.
Το μέρος είναι άδειο, αρχίδια.
Κάθομαι πίσω από τα εκδοτήρια εισιτηρίων και παίρνω μερικές ανάσες. Η ησυχία είναι απόλυτη. Αν ο Ψηλός βρήκε το αμάξι θα είχα ακούσει την μηχανή από ένα χιλιόμετρο μακριά. Τι
κάνει τόση ώρα;

Όταν όλο το μπάχαλο ξεκίνησε δεν είχαμε ιδέα τι συνέβαινε. Ακούσαμε φωνές από τον δεύτερο όροφο και είδαμε κόσμο να βγαίνει τρέχοντας από τη βιβλιοθήκη. Τρέξαμε προς τα εκεί
νομίζοντας πως κάποιος χτύπησε αλλά βλέπαμε μόνο κόσμο να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όταν φτάσαμε είδαμε γιατί. Η υπάλληλος της βιβλιοθήκης ήταν πεσμένη πάνω από
μία φοιτήτρια, τα πεσμένα μαλλιά της κάλυπταν το πρόσωπο του κοριτσιού. Όταν σήκωσε το κεφάλι τα μάτια της ήταν άσπρα και το στόμα σχισμένο, τραβηγμένο προς τα πίσω σαν να βλέπεις
τον Joker. Ήταν μέσα στα αίματα. Άφησε την κοπέλα και επιτέθηκε σε ένα παλικάρι που ήταν παράλυτο από τον φόβο πιο δίπλα. Γυρίσαμε και το βάλαμε στα πόδια. Μπροστά μας κόσμος
έβγαινε ουρλιάζοντας από το υπολογιστικό, οι υπάλληλοι της γραμματείας και το προσωπικό υποστήριξης τους κυνηγούσαν σαν να ήταν ζώα. Κάποια έτρεχαν στα τέσσερα σαν τα σκυλιά,
ακατανόητες κραυγές έσκιζαν τον αέρα. Ήταν τρελό.

Ελέγχω το κινητό για σήμα. Τίποτα. Από χθες όλα τα δίκτυα έχουν πέσει. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο σε εκείνο το σημείο. Βγαίνω και περνάω μπροστά από την πρυτανεία. Στα είκοσι
μέτρα μπροστά η πιάτσα των ταξί είναι άδεια, δεν βλέπω τίποτα. Ξαφνικά ακούγεται ένας κοφτός ήχος και τα αυτόματα ποτιστικά παίρνουν μπρος. Κρύο νερό με ραντίζει και πέφτω στο λασπωμένο
έδαφος. Πάω να σηκωθώ και δεν μπορώ. Κάτι έχει μαγκώσει το πόδι μου. Γυρνάω και βλέπω έναν άνθρωπο πεσμένο στη λάσπη. Έχει μείνει μόνο ο κορμός και το δεξί του χέρι. Με έχει πιάσει με
αυτό από τον αστράγαλο σαν τανάλια και ανοίγει το στόμα ουρλιάζοντας.
Βλαστημώ δυνατά και αρχίζω να κλωτσώ το πρόσωπό του με το ελεύθερο πόδι. Στην πρώτη κλωτσιά του σπάω τα δόντια, στη δεύτερη τη μύτη, η λαβή του δεν χαλαρώνει καθόλου. Στην τρίτη
κλωτσιά ο λαιμός φεύγει προς τα πίσω και αισθάνομαι ξανά αίμα να κυλά στο πόδι. Το ζόμπι ακόμα ουρλιάζει. Από πίσω μου ένας χορός ουρλιαχτών ξεκινά σαν χαλάζι. Σηκώνομαι και κάνω
κατοστάρι μέχρι τη στροφή. Αν ο Ψηλός δεν είναι εκεί με το αμάξι θα τον πάρει ο διάολος.

Δεν προλαβαίνω να φτάσω μέχρι εκεί. Φώτα με τυφλώνουν, ο αέρας πλημμυρίζει μυρωδιά καμένων ελαστικών.
“ΜΠΕΣ”
Ακούω μία πόρτα να ανοίγει μπροστά μου και δεν το σκέφτομαι παραπάνω. Βουτάω με τέτοια φόρα που χτύπησα με το κεφάλι στο τζάμι του συνοδηγού. Η πόρτα κλείνει με θόρυβο και
πριν ακόμα σηκωθώ κάτι πέφτει με δύναμη πάνω μας και το αμάξι σηκώνεται για λίγο στις δεξιές ρόδες. Η πόρτα του οδηγού κάνει γούβα προς τα μέσα. Πριν πατήσουν τα λάστιχα κάτω ο Ψηλός
έχει ήδη βάλει δευτέρα.
Παίρνουμε τη στροφή μπροστά από την Πρυτανεία και επιταχύνουμε προς την καντίνα της πρώτης στάσης. Πίσω μας γίνεται της πουτάνας. Γυρίζω το κεφάλι και βλέπω έναν όχλο να μας κυνηγά. Γ@μώ το
κέρατό μου γιατί τρέχουν τόσο γρήγορα; Υποτίθεται πως είναι ζόμπια για όνομα του θεού. Παίρνουμε τη στροφή με εξήντα χιλιόμετρα και ανεβαίνουμε προς τη σχολή από τον πίσω
δρόμο. Μπροστά μας ακούμε κι άλλη φασαρία.
“Δεν βρήκες τίποτα;” με ρωτά από το διπλανό κάθισμα ο ψηλός.
“Το πάρκινγκ ήταν άδειο.”
Μπαίνουμε στην ευθεία μπροστά από τη σχολή και βλέπουμε τους πάντες να είναι πεσμένοι μπροστά στην πόρτα. Προσπαθούν να την κρατήσουν κλειστή. Ο Ψηλός πατάει φρένο τόσο
απότομα που σερνόμαστε για λίγα μέτρα πριν σταματήσουμε. Ανοίγω την πόρτα μου και φωνάζω. Ο Μικές είναι πιο πίσω από τους άλλους, μας βλέπει και ουρλιάζει στους άλλους να πάρουν τον
κώλο τους. Η πίσω πόρτα ανοίγει και στο βάθος του αμαξιού προσγειώνονται ο Μανώλης και ο Πέτρος. Ο Μιχάλης με τον Παναγή ακόμα κρατάνε την πόρτα. Ο Μικές είναι ανάμεσα σε αυτούς και το
αμάξι. Από εδώ βλέπω χέρια να χτυπάνε το τζάμι τόσο δυνατά που το γεμίζουν με αίμα. Ο Παναγής έχει πέσει με όλο του το βάρος από την αντίθετη και πίσω μας μία σκοτεινή μάζα από σώματα παίρνει
τη στροφή τρέχοντας.
“ΜΙΚΕ, ΈΡΧΟΝΤΑΙ” ουρλιάζει ο Ψηλός.
Εκείνος του κάνει νόημα και τραβά τον Μιχάλη από την πόρτα.
“ΚΡΑΤΑ. ΚΡΑΤΑ Γ@ΜΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ” φωνάζει στον Παναγή που τώρα έχει κοκκινίσει κρατώντας μόνος του την πόρτα. Κομμάτια τζάμι αρχίζουν να βρέχουν πάνω από το κεφάλι του. Ο
Μικές και ο Μιχάλης μπαίνουν πίσω. Έχει μείνει μόνο ο Παναγής να κρατά την πόρτα. Δεν μπορεί να φύγει χωρίς να τον χτυπήσει ανοίγοντας. Πίσω μας, μας πλησιάζουν στα πενήντα μέτρα.
“Γαμώ την μάνα του”
Ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού και τρέχω προς τον Παναγή.
“ΜΕ ΤΟ ΤΡΙΑ” ουρλιάζω. Γυρίζει και με κοιτά κόκκινος από την προσπάθεια. Καταλαβαίνει. Αφήνει την πόρτα όταν είμαι μισό δευτερόλεπτο μακριά του και αρχίζει να τρέχει προς το αμάξι. Για μία στιγμή εκείνη ανοίγει και ύστερα πηδάω στον αέρα και την κλωτσάω προς τα μέσα. Το τζάμι υποχωρεί πίσω και είμαι πεσμένος στο πάτωμα. Πίσω μου ο Παναγής έχει μπει στη θέση του συνοδηγού. Σηκώνομαι σε μία στιγμή και ακούω έξι φωνές να λένε το ίδιο πράγμα:
“ΤΡΕΧΑ”

Ξεκινώ τόσο απότομα που παραλίγο να πέσω κάτω. Πίσω μου η πόρτα ανοίγει τόσο δυνατά που θρυμματίζεται πάνω στον τοίχο και κομμάτια από τζάμι πέφτουν στην πλάτη μου. Στα
αριστερά μου τα ζόμπι απέχουν δέκα μέτρα από το αμάξι. Ο Ψηλός έχει βάλει κιόλας πρώτη και η μηχανή μουγκρίζει από την προσπάθεια. Πηδάω για να μπω και ο Παναγής με πιάνει τόσο δυνατά
από τα χέρια που τα ένιωσα να μουδιάζουν. Το κεφάλι μου μπαίνει μέσα και μετά ακολουθεί το υπόλοιπο σώμα. Έχω ξαπλώσει πάνω από τον Παναγή και τον Ψηλό και όλο επιταχύνουμε. Πήραμε
τη στροφή τόσο ανοιχτά που σχεδόν πέσαμε στον τοίχο. Όταν ανακάθισα πάνω στον Παναγή τα φώτα του αμαξιού φανερώνουν ένα μπουλούκι από ζομπια στα είκοσι μέτρα, μαζεμένα σε κύκλο.
Γύρισαν και άρχισαν να τρέχουν κατά πάνω μας.
“Δεν μπορώ να τα αποφύγω” φωνάζει ο Ψηλός.
Ο Μικές δεν το θεωρεί πρόβλημα.
“ΞΥΛΙΚΙ ΡΕ”
Ο Ψηλός κατεβάζει ταχύτητα και πέφτουμε πάνω τους σαν να είναι κορίνες. Το getz είναι ελαφρύ αμάξι, αλλά είναι φορτωμένο εφτά άτομα, σκορπίζουμε τα ζόμπι στον αέρα λες και είναι
κούκλες. Το κεφάλι ενός, μιας κοπέλας, σφηνώνει στο παρμπρίζ ανοίγοντας τρύπα. Αίματα καλύπτουν το οπτικό πεδίο. Βάζω αντίσταση στην πλάτη του Παναγή και κλωτσώ το τζάμι. Πέφτει
έξω μαζί με το κεφάλι της κοπέλας. Στην πρώτη στροφή πέφτει και το σώμα από το καπό. Ακούω τον Μανώλη και τον Πέτρο να κάνουν σαν τρελοί. Ο Παναγής κάνει κ@λ@δάχτυλο προς τα πίσω
“ΠΟΡΝΗ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ”

Στρίψαμε κάτω από την γέφυρα και βγήκαμε στην εθνική με τον ήλιο της νέας μέρας να σηκώνεται στο βάθος του ορίζοντα.
Τα καταφέραμε.
Αλλά τι θα βρούμε στην Πάτρα;

Σύνοψη και επεξήγηση

Στο συγκεκριμένο σημείο θα τοποθετούνται με χρονική σειρά τα κεφάλαια του CZA.

Για να θυμηθείς τα προηγούμενα κεφάλαια ρίξε μία ματιά εδώ:

  1. Κεφάλαιο 1ο

Ο τίτλος του παρόντος, CZA είναι το ακρώνυμο του C.E.I.D. Zombie Apocalypse.

Info

Οι συντάκτες του Frapress.gr διατηρούν τα πνευματικά δικαιώματα όλων των κειμένων και άλλων δεδομένων που παρουσιάζουν. Αν σε κάποιο άρθρο δεν αναφέρεται συντάκτης ή άλλη πηγή συγγραφής, τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο Frapress.gr.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε εκτενώς τους όρους χρήσης του Frapress.gr εδώ.

Σχόλια