CeΚατεβαίνουμε την Κορίνθου με τον ήλιο να μας βαράει στην πλάτη. Το σκηνικό θυμίζει άγρια δύση. Ακόμα και οι κλανιές σου ακούγονται δυνατά σαν εξάτμιση πειραγμένης μηχανής. Τα
πάντα μαρτυρούν πως τις προηγούμενες ώρες έγινε πρωτοφανές πλειάτσικο. Τα super market που βρήκαμε ήταν άδεια, το le coq φλέγονταν, τα καφάσια από τα μανάβικα πεταμένα στη μέση του
δρόμου, η άσφαλτος γεμάτη κονιορτοποιημένα λαχανικά, ακόμα και οι κάδοι σκουπιδιών είναι άδειοι.

Κάποια στιγμή στο δεξί μου βλέπω τον ψηλό να κάνει νόημα. Ένα φαρμακείο. Σηκωνω το χέρι και του κάνω νόημα να περιμένει στη θέση του. Δέκα μέτρα πιο πίσω προσπερνώ τον Παναγή
και δέκα μέτρα πιο πίσω και από αυτόν φτάνω στον Πέτρο.
“Είναι κανείς μέσα;”
“Δεν ξέρω”
“Έχει μείνει τίποτα που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε;”
“Δεν ξέρω”
“Σε τι κατάσταση είναι το εσωτερικό;”
“Δεν ξέρω”
Ο Πέτρος είναι λίγο παχουλούλης αλλά έξυπνος. Περνάει το χέρι μέσα από τα λιγδιασμένα μαλλιά και μάλλον σκέφτεται αν θα με επαινέσει για το εύρημα ή αν θα μου βρίσει τη μάνα για την
σκατένια αναφορά.
Τα κάνει και τα δύο.
Κάνει νόημα προς τα πίσω να σταματήσουν. Το συζητά για λίγο με τον Μικέ και ύστερα γυρνάει προς το μέρος μου.
“Πάρε ό,τι βρεις και μετά έλα πίσω. Έχεις 15 λεπτά, μετά προχωράμε χωρίς εσάς.”
Είναι αξιαγάπητος.

Το πίσω μέρος της ομάδας ανοίγει σαν βεντάλια. Ο Μανώλης και ο Μικές κάθονται απέναντι από το IpShop, o Πέτρος στη δεξιά μεριά του δρόμου. Μοιράζουν τα πράγματα που έχουμε μεταξύ τους και κρύβονται όσο καλύτερα μπορούν. Μου παίρνουν τον Παναγή, αλλά μου δίνουν τον Μιχάλη. Ο Μιχάλης ή “Πρόεδρος” είναι στο ύψος μου, όχι παχύτερος από εμένα. Έχει σκούρα ξανθά μαλλιά και μονίμως κατακόκκινα μάτια. Με ένα νόημα του Πέτρου αφήνει κάτω τις τσάντες που κουβαλούσε και με ακολουθεί. Έτσι όπως είχαμε χωρίσει τις δουλειές κανονικά δεν έπρεπε να έρθει στα μπροστά, αλλά θέλαμε κάποιον μαζί με τους ψιλούς μας και ο Παναγής έπρεπε να μείνει πίσω μιας και η ομάδα θα ήταν στάσιμη όσο μας περίμεναν.
Τον παίρνω και προχωράμε κάνοντας τζόκιν. Βρίσκουμε τον Ψηλό ακόμα έξω από το φαρμακείο.
“Τίποτα;”
Κουνάει αρνητικά το κεφάλι.
“Πώς θα γίνει;”
Το σχέδιο ήταν απλό. Μπαίνουμε , βουτάμε ό,τι βρούμε και μετά παίρνουμε πούλο. Δεν υπάρχει λόγος να μείνουμε πολύ. Έτσι το είχαμε σκεφτεί τουλάχιστον.Από πάνω μας ακούγεται ένα τσαφ και η σπασμένη ηλεκτρονική πινακίδα αρχίζει να φτύνει σπίθες.
Μπαίνουμε μέσα στο φαρμακείο. Το μέρος είναι σκατά. Οι θήκες με τις βαφές μαλλλιών έχουν αναποδογυρίσει, τα τζάμια έχουν σπάσει και θραύσματα έχουν σκορπίσει παντού, κουτάκια είναι πεταμένα σε όλο το πάτωμα, στο βάθος, πίσω από τον πάγκο κάποιος κατέβασε τα ράφια. Το έδαφος γλιστρά από αλοιφές που πατήθηκαν έξω από τα σωληνάριά τους.
Ο Ψηλός περνά πάνω από μία σπασμένη ηλεκτρονική ζυγαριά και προχωράει πίσω από τα ράφια.
“Γιατί να σπάσεις την ζυγαριά; Δεν έχει νόημα”
Ο Μιχάλης τον συνεφέρνει
“Για να μην ζυγιστεί η μάνα σου ρε μαλάκα, τράβα μέσα να τελειώνουμε”
Ο Ψηλός ρουθουνίζει μία απάντηση και χάνεται στο εσωτερικό του μαγαζιού. Ο Μιχάλης κοιτάζει τι έμεινε στα ράφια, εγώ πέφτω στα τέσσερα και ελέγχω τα πεσμένα κουτάκια. Με κοιτά και αφήνει ένα υπόκωφο μουγκρητό.
“Δεν ήξερα πως έπρεπε να έρθουμε εδώ για να στηθείς”
Του κάνω κωλοδάχτυλο και συνεχίζω το ψάξιμο.

Βρήκα γάζες, λίγες ασπιρίνες και ένα πακέτο 1000ρια depon. Πίσω μου ο Πρόεδρος κρατά ένα σωληνάριο fenistil και δύο bepanthol. Δεν είναι δυνατόν και ούτε έχουμε χρόνο να καταλάβουμε οποιοδήποτε άλλο από τα φάρμακα αν και καθώς σηκώθηκα έχωσα στα γρήγορα στην τσέπη μου και έναν αναπνευστήρα για το άσθμα του Πέτρου.
“Παιδιά, εεε, κάτι είναι εδώ”
Το επόμενο δευτερόλεπτο και ενώ έχω ακόμα το χέρι στην τσέπη βλέπω τον Ψηλό να εκτοξεύεται από το πίσω μέρος του φαρμακείου και να προσγειώνεται πάνω στον γκισέ. Πίσω του βγαίνει ένα δίμετρο ζόμπι που θα ταίριαζε ίσως στον Κουασιμόδο. Η πλάτη του είναι ριγμένη μπροστά, τα χέρια του άνισα, το δεξί τεράστιο και πρησμένο, το αριστερό σαν κλαρί που πετάει κάθετα από τα πλευρά. Το πρόσωπό του είναι λιωμένο από τη μία μεριά, ίσα που διακρίνεις δόντια πίσω από τα φουσκωμένη χείλη.

“Τι στον πούτσο είναι αυτό;”
Ο Ψηλός σηκώνεται και έρχεται πίσω μας κουτσαίνοντας, από το μέτωπό του τρέχει αίμα.
“Νομίζω είναι ο φαρμακοποιός”
Μόλις τώρα βλέπω κομματάκια άσπρης ρόμπας γύρω από την αφύσικα λυγισμένη μέση του. Τι στην ευχή του θεού; Ο τύπος έτρωγε το στοκ του;

Στην οδήγηση σου μαθαίνουν έναν βασικό κανόνα. Δεν ανοίγεις διάλογο με νταλίκα. Δίκιο ή άδικο το βουλώνεις και αλλάζεις εσύ πορεία. Σιωπηρά χρησιμοποιούμε τον ίδιο κανόνα και στο μισοφωτισμένο φαρμακείο. Γυρίζουμε την πλάτη και το βάζουμε στα πόδια. Σε σύγκριση με αυτό, τα ζόμπι που είχαμε δει έως τώρα έμοιαζαν mobakia της πλάκας. Βγαίνουμε στο πεζοδρόμιο και αρχίζουμε να τρέχουμε,
μα για κάποιον λόγο δεν ακούμε τίποτα πίσω μας. Ούτε την είσοδο να σπάει, ουτε τα πεσμένα ράφια να μετακινούνται από τον όγκο του πλάσματος, τίποτα. Ο Μιχάλης παρατήρησε το ίδιο.
Σταματάμε και μου κάνει νόημα πως θα γυρίσει πίσω να ελέγξει. Τον ακολουθώ. Ο Ψηλός έχει φτάσει ήδη στον Πέτρο από όσο βλέπω. Σταματάμε μπροστά στην είσοδο του φαρμακείου έκπληκτοι από αυτό που αντικρίζουμε. Το ζόμπι δεν μας ακολουθεί. Έχει μείνει μέσα στο μαγαζί και μας κοιτάζει γρυλίζοντας. Καταλαβαίνω τι παίζει. Το ίδιο και ο Μιχάλης. Παίρνει ένα κομμάτι από τη σπασμένη τζαμαρία και του το πετάει.
Το βρίσκει στο μέτωπο με τόση δύναμη που μένει καρφωμένο εκεί. Το ζόμπι ανοίγει το στόμα αλλά δεν βγαίνει κραυγή και αρχίζει να τρέχει προς το μέρος σκυμμένο μπροστά σαν ταύρος.
Σταματάει ένα μέτρο από την είσοδο.
Λες;
Παίρνω μία κοτρώνα από το διαλυμένο πεζοδρόμιο και την πετάω και εγώ στο πλάσμα. Πέφτει στον ώμου του με έναν υπόκωφο ήχο που για κάποιον λόγο με γεμίζει ικανοποίηση. Ω, τώρα το
τσάντισα. Κάνει ένα βήμα μπροστά και ο μεσημεριανός ήλιος πέφτει στην σκούρα γκρι επιδερμίδα του. Την καίει μέχρι που ασπρίζει σαν να πέταξες χλωρίνη στα ρούχα. Το ζόμπι ουρλιάζει και
τραβιέται πίσω σέρνοντας το τσουρουφλισμένο πόδι. Δεν πιστεύουμε στα μάτια μας. Ο Μιχάλης διαβάζει τη σκέψη μου.
“Ο Μανώλης είχε δίκιο. Δεν μπορούν να βγουν στον ήλιο.”

Φορτωνόμαστε όσα είχαμε μαζέψει πριν και την κάνουμε για να μεταφέρουμε τα νέα. Έχοντας επιβεβαιώσει την αρχική υποψία μπορούμε και κινούμαστε πολύ πιο γρήγορα.
Μένουμε πάνω στην Κορίνθου και αποφεύγουμε τα στενά όπως ο διάολος το λιβάνι. Φτάνουμε στην πλατεία Πυροσβεστείου και βλέπουμε όλο το μέρος στάχτη. Το βενζιδάνικο της shell στα
αριστέρα είναι καλλυμένο στις φλόγες και τον καπνό, ο αέρας που φύσηξε πριν παρέσυρε τη φωτιά μέχρι την πλατεία. Πικροδάφνες, μουριές, γαζίες, όλο το πράσινο είχε καψαλιστεί μέχρι τελευταίου
φύλλου. Βγάλαμε τις μπλούζες, τις βρέξαμε με λίγο νερό, τις τυλίξαμε γύρω από το πρόσωπό μας και συνεχίσαμε μέσα από εκείνη την κόλαση.

Το άσθμα πιάνει τον Πέτρο στα μισά της διαδρομής, του πετάω τον αναπνευστήρα και αρχίζει να παίρνει βαθιές ανάσες. Πήρε μόνο πέντε δευτερόλεπτα μέχρι να ξεκινήσουν τα αστεία.
“Μμμμμ, ναι Πέτρο, ναι, ναι”
“Γλείψε τον αναπνευστήρα αγορίνα, το ξέρεις πως το θες”
“Γαμώ τη μάνα σας, σκάστε”

Στην Πάτρα συμβαίνει το εξής περίεργο. Ενώ η πόλη είναι χωρισμένη σε ένα τέλειο πλέγμα από το οδικό σύστημα, οι οδοί αλλάζουν όνομα ανά μερικές εκατοντάδες μέτρα. Η Μαιζώνος
γίνεται Κωνσταντινουπόλεως, η Έλληνος Στρατιώτου γίνεται Μουρούζη, πιο κάτω Ρήγα Φεραίου, ύστερα Μιχαλακοπούλου και ούτε κάθε εξής. Σε αυτό το χάλι πρόσθεσε πως υπάρχουν οδοί με το ίδιο όνομα σε διαφορετικά σημεία, όπως η Αγ.Κωνσταντίνου, ή πως υπάρχουν δρόμοι με σχεδόν το ίδιο όνομα, όπως Βότση, Γκότση κλπ που απέχουν λιγότερο από χιλιόμετρο ο ένας από τον άλλον. Εν τέλει συνηθίζεις, αλλά όχι πριν μπερδευτείς αρκετές φορές. Επίσης για κάποιον λόγο αυτά τα διαφορετικά ονόματα έχουν πολύ μεγάλη σημασία για τους Πατρινούς. Τώρα πχ, έχουμε στρίψει δεξιά, εγκαταλείποντας την Κορίνθου, η οποία πιο πριν λέγονταν και Πανεπιστημίου. Καταβαίνουμε προς τη θάλασσα έχοντας φορέσει ξανά τις μπλούζες μας και ακολουθούμε την Καρόλου που λέγεται όμως και 28ης Οκτωβρίου. Το ορκίζομαι έχω δει περιπτερά να βάζει τις φωνές σε φοιτητή επειδή μπέρδεψε αυτές τις δύο οδους, ενώ πρακτικά πρόκεται για την ίδια ευθεία που συνδέει το λόφο με τη θάλασσα. Δεν μπορείς να τους το βγάλεις. Περίεργοι άνθρωποι.

Όταν φτάνουμε στην Μαιζώνος ακούμε για πρώτη φορά φωνές, όχι όμως τα ουρλιαχτά των ζόμπι. Ακούμε συγκεγχυμένες διαταγές, και ήχο από ρόδες που σέρνονται στην καυτή άσφαλτο.
Στρίβουμε στον κεντρικό δρόμο και βλέπουμε μία μεγάλη παρέα παιδιών να έχουν γεμίσει τους κάδους σκουπιδιών με ό,τι θες. Σακούλες από πατατάκια, εξάδες εμφυαλωμένο νερό, φρούτα,
κονσέρβες, φραντζόλες ψωμί, άπειρα πακέτα από μακαρόνια και ρύζι, βάζα με σάλτες, μπάρες σοκολάτας, χυμούς, αναψυκτικά, τα πάντα. Ένα κονβόι από μπλε και πράσινους κάδους, σχεδόν
μισή ντουζίνα γεμάτοι μέχρι πάνω συν δυο τρεις κλειστοί, ξεκίναγε από σαράντα μέτρα πίσω μας και συνέχιζε μέχρι την πρώτη στροφή του δρόμου. Τους έσερναν αγόρια και κορίτσια όχι πάνω των
τριάντα, σε ομάδες των δύο.

“Δεν είναι να απορείς που δεν βρήκαμε τίποτα, οι κερατάδες τα είχαν μαζέψει όλα” λέει ο Μικές
“Κάποιος πρέπει να κάνει κουμάντο εδώ” λέει ο Μιχάλης.
Δεν αργούμε να τον βρούμε. Στη στροφή δίπλα από το κατεστραμμένο μαγαζί με τις Harley διακρίνω τον Νίκο Πρωτόπαπα να φωνάζει πνιχτά οδηγίες στα παιδιά, κάνοντας πότε πότε τζούρες
από το στριφτό που κράταγε στα χέρια.
Ο Νίκος ήταν ένας Κύπριος φοιτητής. Ήταν στην ίδια σχολή με εμένα, ένα χρόνο μεγαλύτερος, αλλά τον ήξερα από τις ΠΟΦΠΠ (πολιτιστικές ομάδες φοιτητών πανεπιστημίου
πατρών), αυτός ήταν στο Κινηματογραφικό και εγώ στο Λογοτεχνικό. Καλό παιδί, λιγομίλητος, με μία γαμάτη πυκνή γενειάδα και προχωρημένη φαλάκρα.
“Ωωω, την γλύτωσες;” με ρωτά χαρούμενος τινάζοντας παράλληλα τη στάχτη από το στριφτό του.
Τον πλησιάζω και τον παίρνω παραπέρα, πίσω μας οι κάδοι συνεχίζουν να κινούνται σαν τρενάκι. Με την άκρη του ματιού βλέπω ήδη τον Παναγή να τσιμπά ένα τσουρέκι μέσα από έναν.
“Νίκο, τι στον πούτσο γίνεται;”
Κάνει μία καλή ρουφηξιά και με κοιτάζει ήρεμος
“Από που έρχεστε;”
“Πανεπιστημιούπολη”
“Σε τι κατάσταση είναι;”
“Ρημαδιό”
Ακόμα μία ρουφηξιά και αυτή τη φορά με κοιτάζει με ένα συνωμοτικό βλέμμα, λες και θέλει να μοιραστεί μία σκανταλιά μαζί μου.
“Που πάτε τώρα;”
“Διάολε, όπου πάνε και αυτοί οι κάδοι”
Ο Νίκος πατάει το τσιγάρο στο πεζοδρόμιο, φωνάζει μία διαταγή στους δικούς του και μου δείχνει την στροφή του δρόμου όπου χάνονταν οι κάδοι.
“Φίλε Σπύρο, σε αυτήν την περίπτωση καλως όρισες στον Α.Σ.Τ.Ο”

Σύνοψη και επεξήγηση

Στο συγκεκριμένο σημείο θα τοποθετούνται με χρονική σειρά τα κεφάλαια του CZA.

Για να θυμηθείς τα προηγούμενα κεφάλαια ρίξε μία ματιά εδώ:

  1. Κεφάλαιο 1ο
  2. Κεφάλαιο 2ο
  3. Κεφάλαιο 3ο

Ο τίτλος του παρόντος, CZA, είναι το ακρώνυμο του C.E.I.D. Zombie Apocalypse.

Info

Οι συντάκτες του Frapress.gr διατηρούν τα πνευματικά δικαιώματα όλων των κειμένων και άλλων δεδομένων που παρουσιάζουν. Αν σε κάποιο άρθρο δεν αναφέρεται συντάκτης ή άλλη πηγή συγγραφής, τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο Frapress.gr.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε εκτενώς τους όρους χρήσης του Frapress.gr εδώ.

Σχόλια