[…] Κοίτα να δεις, του λέω, εγώ κρατάω τη ζωή μου και τη μοίρα μου στα χέρια μου, οι επιλογές είναι δικές μου, όποτε θέλω, περνάω στη δική σου θέση. Αν τώρα κάνω ένα τηλεφώνημα στην ασφάλεια και τους πω ότι παύω να ασχολούμαι με την πολιτική, χωρίς να αποκηρύξω τίποτα και κανέναν, αύριο θα περπατάω και γώ «ελεύθερα» και «ακίνδυνα» όπως εσύ… Εσύ μπορείς να περάσεις στη δική μου θέση; Να τα παρατήσεις όλα, λεφτά, καριέρα, οικογένεια, σπίτια, να δεθείς μ’ ένα όνειρο και να το κυνηγήσεις, ν’ αγαπήσεις με πάθος τους ανθρώπους και την ελευθερία τους, να μπεις στην καρδιά της εποχής σου, και από απλός θεατής να γίνεις δημιουργός της ιστορίας; Και, να σου πω και κάτι ακόμα: είμαστε συνομήλικοι. Αν δεχτούμε ότι αυτό που λέμε ζωή δεν είναι να υπάρχεις σαν το δέντρο, δηλαδή να υπάρχεις μονάχα βιολογικά —δεν ξέρω αν χρησιμοποιώ και σωστά τους όρους, αλλά καταλαβαίνεις τι θέλω να πω— δηλαδή αν τη ζωή μπορούμε να τη μετράμε απλώς με την παραγωγή κάποιων αγαθών και κάποιων υπηρεσιών και με το να καταναλώνουμε κάποια αγαθά και κάποιες υπηρεσίες, τότε πιστεύω πως η ζωή δε θα ’ταν τίποτα άλλο, παρά μια απέραντη πλήξη. Νομίζω πως αυτό που ονομάζουμε ζωή μετριέται μονάχα με τα συναισθήματα που νιώθουμε σαν άνθρωποι, τις συγκινήσεις, τις πίκρες, τις χαρές, τις μικρές ευτυχίες, τις μικρές δυστυχίες, την επιβεβαίωση, τελικά, της ανθρώπινης ουσίας μας. Πόσες φορές στη ζωή σου ένιωσες έντονα συναισθήματα και συγκινήσεις, γιατρέ; Όταν πήρες το πτυχίο σου, όταν ερωτεύτηκες τη γυναίκα σου, όταν έκανες καριέρα, όταν γεννήθηκε η κορούλα σου… Γύρω απ’ αυτά κλείνει ο κύκλος. Εγώ, τα ίδια χρόνια, έζησα τόσο συμπυκνωμένα συναισθήματα, τόσο έντονα, που εσύ ούτε σε εκατό χρόνια της δικής σου ζωής δεν μπορείς να τα ζήσεις. Πόσες φορές έπαιξα με το θάνατο, όχι για το παιχνίδι, γιατί τότε θα μπορούσα απλώς να κάνω ένα επικίνδυνο νούμερο στο τσίρκο, αλλά συνεπαρμένος από τους μύθους μου, από τα οράματά μου, από την αγάπη μου για τη ζωή, για τον άνθρωπο και τη λευτεριά του. Πόσες φορές τόλμησα, μετρήθηκα με φοβερούς μηχανισμούς, άλλοτε νικώντας, άλλοτε χάνοντας, αλλά πάντα νιώθοντας άνθρωπος και ποτέ αντικείμενο κάποιας μοίρας. Ακόμα, γιατρέ μου, σε σχέση με σένα είμαι πολύ νέος, και να σου πω γιατί; Πράγματα που για σένα θεωρούνται δεδομένα και τα περνάς αδιάφορα, για μένα είναι μικρές και μεγάλες ευτυχίες. Τα θαύματα του κόσμου, που λένε, η όρασή μου με εφήβεια έκπληξη τα ζει και με γεμίζει συναισθήματα. Είμαι βέβαιος πως ένας περίπατος τη νύχτα στους έρημους δρόμους της πόλης, είναι για σένα κάτι πολύ συνηθισμένο, αν όχι βαρετό. Ένας περίπατος στο δάσος, ο θόρυβος της θάλασσας, ένα όμορφο δέντρο, ένα λουλούδι, το κρασί, ο έρωτας… Η επαφή σου με τα πράγματα είναι τυπική, δεν τα πλουτίζεις, δε σε πλουτίζουν, τα ξεπερνάς, δεν τα ζεις. Για μένα, κάθε πρωινό είναι μια έκπληξη, κάθε δειλινό μια νοσταλγία, κάθε νύχτα ένα μεγάλο μυστήριο, ένα ποτήρι κρασί, ένα φιλί. Αλήθεια, ποιες είναι οι επιθυμίες σου, γιατρέ; Είσαι «πετυχημένος», ό,τι επιθυμείς το έχεις, είσαι κορεσμένος, άρα γέρος, γιατί ταυτόχρονα δεν μπορείς να τα ξεφορτωθείς όλ’ αυτά. Είσαι ταξινομημένος, δεν μπορείς να πετάξεις, να μπεις στον δρόμο των συναισθημάτων, της φαντασίας, του ονείρου, της επιθυμίας, μιας νέας επαφής σου με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Κοίτα, ψάξε λίγο, ο δρόμος σου είναι ο δρόμος που μετατρέπει τον άνθρωπο σε αντικείμενο με βιολογικές ανάγκες… Μη με λυπάσαι, σε παρακαλώ, εγώ θα είμαι πάντα με τις μειοψηφίες, έκθετος πάντα, ποτέ ένθετος. Δε θύμωσε, δεν μου είπε ότι λέω μαλακίες. Μ’ αγκάλιασε, μου είπε πως είμαστε περίεργοι άνθρωποι αλλά ωραίοι. Με φίλησε, μου έβαλε και δέκα χιλιάρικα στην τσέπη —μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή— και έφυγα. Το ξέρω πως είπα μεγάλα λόγια γιατί, παρ’ όλα αυτά, είμαι ένθετος, τοποθετημένος και ταξινομημένος σε άλλους μηχανισμούς, σε μιαν άλλη λογική, σε μιαν άλλη τάξη πραγμάτων. […]

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου ‘…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς’.

Το 1985, ο 55χρονος Χρόνης Μίσσιος, έβγαλε το πρώτο του βιβλίο, Ένα μικρό αφήγημα 200 σελίδων μέσω του οποίου εξιστορούσε διώξεις, συλλήψεις, καταδίκες, εξορίες και βασανιστήρια στα χρόνια του Εμφυλίου πολέμου. Η κυκλοφορία του βιβλίου του αντιστασιακού συγγραφέα και αγωνιστή της Αριστεράς, διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και σε λιγότερο από ένα χρόνο έκανε 13 εκδόσεις. Το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι γραμμένο σε μια συνειρμική και λαϊκή γλώσσα και εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας. Πέρα από το γεγονός ότι ο Χρόνης Μίσσιος, κατόρθωσε να μετατρέψει την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ένα λογοτεχνικό αριστούργημα, είναι ο μόνος άνθρωπος που τόλμησε να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Ένας άνθρωπος οργανωμένος στην Αριστερά, που επί μήνες περίμενε την εκτέλεσή του, και που τελικά κατέληξε να καταγγέλλει τόσο τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και το δογματισμό τους. Με ένα κείμενο προσωπικό και με την αμεσότητα του προφορικού λόγου δημιουργεί μια αυτοβιογραφία με έντονο πολιτικό λόγο, χωρίς όμως να παραμένει στα στενά όρια του αριστερού απομνημονεύματος. Όπως και να το κάνουμε, το ‘…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς’, σήμερα φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ και παραμένει μια υπενθύμιση της ανθρωπιάς.

Σχόλια