«Συγγνώμη που καθυστέρησα, έχασα την πτήση κι αναγκάστηκα να έρθω με το ποδήλατο… Φύγαμε! Πριν μουλιάσουμε, έλα.»
Σάστισε… και μες στην αδράνειά της, προσπαθώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να ενταθεί ή να καταλαγιάσει ο εκνευρισμός της, έσβησε το ανεπαίσθητο γέλιο της πίσω από την παλάμη της κι ανακτώντας το ενοχλημένο ύφος της απάντησε κοφτά:
«Σε ξέρω άνθρωπέ μου; Τι θέλεις;»
«Ν’ ανέβεις στην αναπαυτική μου σχάρα και να φύγουμε.»
Απέστρεψε επιτηδευμένα το βλέμμα της και αμέλησε να συνεχίσει τη στιχομυθία.
«Σε δέκα λεπτά θα σε περιμένω έξω από την Πινακοθήκη. Εκτός αν προτιμάς να ξεροσταλιάσεις όλο το βράδυ εδώ…»

Χωρίς να περιμένει την απόκρισή της, άφησε και πάλι το ποδήλατο να τσουλήσει μέχρι να χαθεί εντελώς απ’ το οπτικό της πεδίο. Χωρίς καλά-καλά να έχει εξηγήσει κι η ίδια στον εαυτό της το λόγο, ξεκίνησε να περπατάει, κατά μήκος της λωρίδας του πεζοδρομίου που τα μπαλκόνια διατηρούσαν στεγνή. Σε κάτι περισσότερο από δέκα λεπτά, έστριβε διστακτικά στην οδό όπου βρισκόταν η Πινακοθήκη. Πλησίασε ακόμα περισσότερο τη μισάνοιχτη κεντρική πόρτα και τον είδε στον προθάλαμο, να χαϊδεύει στοργικά τον γερασμένο αδέσποτο σκύλο που χρόνια τώρα έβρισκε εκείνη τη γωνιά με τα χαρτόκουτά της ως ιδανικότερο καταφύγιο των αρθριτικών του. Παρά την αναμφισβήτητη, ως κι αψυχολόγητη, απόφασή της να υπακούσει στην προτροπή του, διατήρησε το αυστηρό της ύφος απέναντί του. Αυτός, ανασήκωσε το κεφάλι και με μία μικρή δόση δικαίωσης και περήφανου εγωισμού τής χαμογέλασε.
«Χασκογέλασε όταν εμφανίστηκα μπροστά του βρεμένος και ντυμένος έτσι. Του εξήγησα το σημερινό μου πάθημα αλλά δε συγκινήθηκε ιδιαίτερα. Τίναξε την ουρά του και άλλαξε πλευρό…»
Ούτε κι εκείνη έδειξε να συγκινείται ιδιαίτερα γι’ αυτό και πάλι έμεινε σιωπηλή.
«Λοιπόν, καλώ το ασανσέρ και ανεβαίνουμε.», συνέχισε αυτός. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε.
«Τώρα, σοβαρολογείς; Να πάμε πού;»
«Νυχτερινή ξενάγηση στην Πινακοθήκη… όλο ερωτήσεις είσαι.», της απάντησε χαριτολογώντας. Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και της έκανε νόημα με το χέρι για να προηγηθεί. Εκείνη κοντοστάθηκε για λίγο και τελικά μπήκε στο ασανσέρ την κατάλληλη στιγμή, ώστε να κλείσει σχεδόν ακαριαία η πόρτα πίσω της. Με έναν χορευτικό ελιγμό σφήνωσε το χέρι του ανάμεσα στις συρόμενες πόρτες σα να ζητούσε τη βοήθειά της και το μόνο που εισέπραξε ήταν ένα χαιρέκακο χαμόγελό της. Το πρώτο της χαμόγελο… έστω και μέσα από μία χαραμάδα. Οι πόρτες ευτυχώς είχαν την καλοσύνη να ξανανοίξουν από μόνες τους. Μπαίνοντας, πάτησε το κουμπί που οδηγούσε στον έκτο όροφο του κτηρίου αγνοώντας την πρωτοβουλία της να πατήσει το κουμπί του δευτέρου ορόφου όπου βρισκόταν -προφανώς κλειστή- η πινακοθήκη. Ο μορφασμός της απορίας της δεν πρόλαβε να γίνει ερώτηση και καθώς οι πόρτες άνοιγαν στο σκοτεινό δεύτερο όροφο, γύρισε προς το μέρος της πατώντας ξανά το κουμπί του έκτου:
«Μου α χα χα»… Ο φωταγωγημένος διάδρομος του έκτου ορόφου ένωνε τα στούντιο του δημοτικού ραδιοφώνου με τα αντίστοιχα της δημοτικής τηλεόρασης.
«Θα ξεκινήσουμε με τη ραδιοφωνική ή την τηλεοπτική σου συνέντευξη;»
Αυτή τη φορά η ταραχή της ήταν πολύ πιο έντονη. Το πρόσωπό της χλώμιασε.
«Τι εννοείς;»
«Αστειεύομαι. Ακολούθησέ με, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να ασχοληθεί μαζί μας ούτε κάμερα ούτε μικρόφωνο…»

Παραβλέποντας τα «φώτα της δημοσιότητας», ανέβηκε μερικά σκαλιά που κατέληγαν σε έναν ημιώροφο. Παρά την εγκατάλειψη που προμήνυε η οσμή του στον αέρα, είχε κάτι το φιλόξενο χάρη στον αφράτο καναπέ και το ξεφλουδισμένο τραπεζάκι που το συνόδευε υπό το αποκλειστικό φως του αυτόματου πωλητή αναψυκτικών που υπήρχε λίγο παραδίπλα. Ανέβηκε πρώτος κι απλώνοντας το χέρι του σε στάση υποδοχής, της είπε με προσποιητά επίσημο ύφος:
«Καλώς ορίσατε στη μικρότερη πινακοθήκη του κόσμου, η οποία φιλοξενεί έναν και μοναδικό πίνακα. Εξαιρετικά σπάνιο και κατά τα φαινόμενα, μεγαλύτερο κι από τον ίδιο τον εκθεσιακό του χώρο…»
Στην τελευταία του φράση, τράβηξε απαλά το χέρι της για να τη φέρει στο επίπεδό του κι έστειλε το βλέμμα της στην ολόσωμη τζαμαρία που κάλυπτε την πρόσοψη του ημιώροφου από τη μία άκρη μέχρι την άλλη. Το κάδρο που νοητά όριζαν οι δύο τοίχοι, το χαμηλωμένο ταβάνι και το πάτωμα, περιμετρικά της τζαμαρίας, περιέγραφε όλο το τόξο της παραλίας με όλα τα φωτεινά ίχνη που ήταν παραταγμένα κατά μήκος του. Οδικές αρτηρίες που εκτείνονταν προς κάθε κατεύθυνση με τις διακεκομμένες λάμψεις των αυτοκινήτων να εκθέτουν τους αργοπορημένους και άτυχους δραπέτες του τριημέρου ή τους πιο τυχερούς που επέστρεφαν πρόωρα. Οι κόρες των ματιών της συρρικνώθηκαν και σπινθήριζαν καθώς αντανακλούσαν τα κλαδιά των αστραπών που συνέχιζαν να φορτίζουν το μπουρίνι, ενώ εκείνη απέμενε με το στόμα μισάνοιχτο να σαρώνει όλη την επιφάνεια του καμβά που κρεμόταν τεντωμένη από τον ορίζοντα μπροστά της. Η έκφρασή της πλέον ήταν γαλήνια με ένα περίγραμμα ευγνωμοσύνης γι’ αυτόν γύρω από τα μάτια, το οποίο ασφαλώς δύσκολα θα μετουσίωνε σε λέξεις. Αντιθέτως, για ακόμα μία φορά μεταμορφώθηκε σε απορία όταν τον είδε να μάχεται να ξεχαρβαλώσει ένα πλακίδιο του γύψινου τοίχου στη μία πλευρά του χώρου.
«Κάπου εδώ το έχω καταχωνιάσει… Δε θ’ άντεχα να πιούμε κανένα ξέπλυμα από αυτά που είναι στοιβαγμένα στο κλουβί πίσω σου.»
Όταν τελικά μετακινήθηκε το πλακίδιο, μέσα από τη μικρή κρύπτη που σφράγιζε εμφανίστηκε ένα εμφιαλωμένο μπουκάλι κόκκινου κρασιού και δύο γυάλινα ποτήρια μέσα σε ένα διάφανο σακουλάκι σαν να επρόκειτο για στοιχεία εγκλήματος…
«Και τώρα το δυσκολότερο σημείο… καινοτομία για να ανοίξει.»
Έψαξε για λίγο σε μία σκονισμένη εργαλειοθήκη που ήταν παρατημένη μαζί με κάποια άλλα πάσης φύσεως εγκαταλειμμένα στη μοίρα τους αντικείμενα και ξέθαψε μία χοντρή βίδα, περίπου στη διάμετρο ενός κανονικού «τιρμπουσόν» κι ένα διχαλωτό σφυρί. Γύρισε το σπιράλ ώστε να σφηνωθεί στον φελλό του μπουκαλιού και γάντζωσε την κεφαλή της βίδας στη διχάλα του σφυριού τραβώντας προσεκτικά μέχρι το αποθεωτικό «ποπ». Κινήθηκε προς τον αυτόματο πωλητή και πάτησε το πλήκτρο του νερού.
«Ας χρησιμεύσει και σε κάτι…»
Έβγαλε τα ποτήρια από το σακουλάκι, τα ξέπλυνε κι έπειτα από ένα σύντομο διερευνητικό βλέμμα στο χώρο τα σκούπισε με το πουκάμισό του που ήταν ακόμα νωπό από τη βροχή. Πότισε τη γυάλινη διαφάνειά τους με αυτό που ένας παθιασμένος ζωγράφος θα αποκαλούσε «κόκκινο του καδμίου της πορφύρας» και της πρόσφερε το ένα.
«Στην υγεία… της μπόρας.»
Μειδίασε χαμηλώνοντας το βλέμμα της κι έφερε το ποτήρι στα χείλη. Ήδη από τις πρώτες γουλιές το δέρμα της είχε αρχίσει να κλέβει μερικούς τόνους από το χρώμα του κρασιού. Εκείνος, κατευθύνθηκε ξανά προς το σημείο της εργαλειοθήκης κι ύστερα από μία ολιγόλεπτη ανασκαφή επέστρεψε κρατώντας στο χέρι του ένα πικάπ κι ένα βινύλιο. Έστησε το ρετρό ηχοσύστημα πάνω στο εξίσου ηλικιωμένο τραπεζάκι και άφησε τη βελόνα να τσουλήσει πάνω στις ανεπαίσθητες τροχιές του βινυλίου… Στο άκουσμα των πρώτων φάλτσων ήχων της μελωδίας ανασήκωσε με καμάρι τα φρύδια και χειροκρότησε τον εαυτό του αυτοσαρκαστικά.
«Ξέρεις να χορεύεις ή μόνο καπέλα και σκέρτσα είσαι;…», τον ρώτησε απότομα.

Έμεινε άναυδος με τις παλάμες του ενωμένες από τον τελευταίο τους χτύπο και την κοίταξε με ένα αθώο παιδικό χαμόγελο.
«Λύσε τα χέρια σου κι έλα, θα σου δείξω…»
Έραψε τα δάχτυλά της ανάμεσα στα δικά του και αυτή τη φορά πράγματι ηλεκτρίστηκε. Τα γόνατά του λύθηκαν παρόλ’ αυτά δεν έχασε την ισορροπία του και υπάκουσε στις υπόλοιπες συστάσεις της. Καθοδηγώντας τον με το κορμί της ψιθύριζε παράλληλα τα βήματα, το αλφάβητο δηλαδή, του χορού. Πιο αργά και από το ρυθμό του τραγουδιού στην αρχή μέχρι σταδιακά να τον συντονίσει.
«Step-step-triple step…»
Σε μία στροφή τους, κρυφοκοίταξε πάνω από τον ώμο της κι όπως είδε το πανοραμικό πλάνο της πόλης ένιωσε σα να αιωρείται σε μία πτήση που αναζητούσε διάδρομο προσγείωσης. Και τον βρήκε. Όταν επανέφερε το ζαλισμένο (από το ύψος…) βλέμμα του στον αεροδιάδρομο του λαιμού της.
Πριν προλάβει να τον προσεγγίσει, αναχαιτίστηκε βίαια από τον μακρόσυρτο ήχο του κινητού της που σαν το συναγερμό του αεροδρομίου τον οδηγούσε ως ύποπτο πίσω στο γραφείο ασφαλείας. Η ηρεμία που με τόσο κόπο της είχε μεταδώσει εξατμίστηκε μονομιάς κι έφερε στην επιφάνεια τον πανικό. Απάντησε μονολεκτικά και στη συνέχεια απλώς άκουγε το συνομιλητή της που προφανώς κατέθετε την απολογία του… Η τελευταία της φράση στο τηλέφωνο πριν κλείσει και τρέξει αλαφιασμένη προς το ασανσέρ ήταν:
«Εντάξει, σε περιμένω στη Δημοτική.»

Το βινύλιο συνέχισε στο φάλτσο σκοπό του κι εκείνος στο όξινο πιοτό του μέχρι που αποκοιμήθηκε στον καναπέ…
Το επόμενο πρωί τον ξύπνησε μια καθαρίστρια που τον σκουντούσε επίμονα με το κοντάρι της σκούπας της για να δει αν είναι ζωντανός. Πριν προλάβει να δώσει εξηγήσεις, χτύπησε και το τηλέφωνό του. Ήταν από το αεροδρόμιο για να τον ενημερώσουν πως οι αποσκευές του που είχαν πάρει τον αέρα τους στο εξωτερικό είχαν επιστρέψει. Κι όπως έτριψε το κεφάλι και τα μάτια του για να συνέλθει από τον πονοκέφαλο που είχε επιδεινωθεί από το βάρβαρο ξύπνημά του, εντόπισε ένα κομμάτι χαρτιού σε μία σχισμή του καναπέ…
«Σ’ ευχαριστώ… και συγγνώμη.
Υ.Γ: Αυτό το ντύσιμο σου πάει πολύ…»

 

*Από τη συμμορία μετάλλων του βινυλίου:

Σχόλια