Καθώς ο διαπεραστικός ήχος μίας ακόμα απογείωσης σφύριζε στα τύμπανα των αυτιών του, ο ίδιος επιβιβαζόταν βιαστικά στο λεωφορείο της αστικής γραμμής, που ήταν σταθμευμένο στην έξοδο του αεροδρομίου. Στερέωσε την όχι και τόσο βαριά βαλίτσα του ανάμεσα στα πόδια του κι άρχισε να περιεργάζεται μηχανικά αλλά και με μία υποψία άτυπης ανάκρισης τη φορητή συλλογή από μπρελόκ που αιωρούνταν γύρω από τον κεντρικό κρίκο των κλειδιών του. Αυτή η συμμορία μετάλλων και πλαστικών είχε σταθεί η αφορμή για να χάσει την προγραμματισμένη του πτήση στο παρθενικό του ταξίδι στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, ο βασικός υπαίτιος αυτής της σε βάρος του πλεκτάνης ήταν ένα λεπτό αιχμηρό κατσαβιδάκι, χρήσιμο στο ευρύ κοινό για να σφίγγουν οι μικροσκοπικές βίδες των γυαλιών, όχι όμως ανάλογης χρηστικότητας και για τους ελεγκτές του αεροδρομίου. Αφού είχε περάσει ανώδυνα αλλά αγχωτικά, λόγω της αργοπορίας του, την πύλη ελέγχου και κατευθυνόταν προς την πύλη εξόδου, ένα δαιμόνιο μάτι συνέλαβε αυτή τη μεταλλική προεξοχή στις άκρες των δαχτύλων του με επακόλουθο να σημάνει την κινητοποίηση των ανθρώπων ασφαλείας. Το αποτέλεσμα ήταν άμεση αναχαίτιση και μεταβολή του ίδιου, του μπρελόκ και της χειραποσκευής του, εκ νέου εξονυχιστικός έλεγχος και διευκρινιστικές ερωτήσεις για την ταυτότητά του και το σκοπό του ταξιδιού του. Η παρεξήγηση δεν άργησε να λυθεί χάρη στις ψύχραιμες αντιδράσεις του και τον άρτιο χειρισμό της λογικής που πότε-πότε βουλιάζει μέσα στην καχυποψία των ανθρώπων. Ωστόσο η διάρκεια των διαβουλεύσεων ήταν αρκετή, ώστε να δει την απογείωση της πτήσης του από το ολόσωμο παράθυρο του γραφείου ασφαλείας του αεροδρομίου αντί για το πιο διακριτικό οβάλ παράθυρο του Boeing.
Φτάνοντας πια στην εξώπορτα του σπιτιού και μην έχοντας αφήσει από τις αιχμές των δαχτύλων του το περιβόητο κατσαβιδάκι, πάνω στην αφηρημάδα και τον εκνευρισμό του δοκίμασε να ανοίξει με αυτό πριν καταλάβει ότι με όσο μίσος κι αν το έμπηγε στην οπή της κλειδαρότρυπας δεν είχε ελπίδα να ξεκλειδώσει. Έπειτα από μερικές στιγμές επαρκούς νοητικής συγκέντρωσης, μπήκε στο σπίτι και για πρώτη φορά διαπίστωσε πως η βαλίτσα που κρατούσε ήταν πιο ελαφριά απ’ όσο θα ‘πρεπε. Διάφορες καχύποπτες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του γύρω από τις έτσι κι αλλιώς άστοχες ενέργειες των ελεγκτών, γρήγορα όμως πάγωσαν μαζί με το βλέμμα του μπροστά στο θέαμα που του επεφύλασσε το περιεχόμενο της βαλίτσας. Το περιτύλιγμα ενός δεινού ή δυνητικού χορευτή-δραπέτη κάποιας μουσικής σκηνής στη Ν. Υόρκη της δεκαετίας του ’30 που μόλις άρχισε να πυροδοτεί στα σανίδια της τις πρώτες αυτοσχέδιες φιγούρες αυτού του ρεύματος… Ένα κασμιρένιο γιλέκο κι ένα παντελόνι με ανάλογη υφή στις ξεθωριασμένες πια αποχρώσεις της κανέλας και του κεχριμπαριού. Το κατάλευκο πουκάμισο που συμπλήρωνε αυτό το ενδυματολογικό έκθεμα ήταν κουμπωμένο και διπλωμένο στη μέση με ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην αλλοιωθούν στο ελάχιστο οι τσακίσεις των ραφών του. Τοποθετημένο μέσα σε μια διάφανη ζελατίνα ώστε να μην λερωθεί από οποιαδήποτε άλλη χρωματική απειλή είχε για τρούλο ένα καπέλο εποχής με τη χαρακτηριστική τριγωνική εσοχή στην κορυφογραμμή του και την περιμετρική κορωνίδα που σκιάζει συνήθως το μισό πρόσωπο του χορευτή. Σε μία ξεχωριστή γωνία της βαλίτσας, μόνο του και δεμένο με δύο λαστιχένιους ιμάντες στεκόταν ακίνητο ένα ζευγάρι παπούτσια που όσο καλογυαλισμένα κι αν ήταν ανάμεσα στις επιβλητικές τους αγκράφες, οι φαγωμένες σόλες τους πρόδιδαν ότι είχαν στο ενεργητικό τους πολλές ώρες πορείας. Άπλωσε την ανοιχτή του παλάμη με ένα ελαφρύ τρέμουλο από την υπερένταση και το ξάφνιασμα κι άγγιξε διστακτικά τα ρούχα σαν να φοβόταν πως η υφή τους θα τον ηλεκτρίσει. Σάστισε για μερικά δευτερόλεπτα προτού τελικά σκύψει βουτώντας το κεφάλι του μες στη βαλίτσα μέχρι το μέτωπό του να νιώσει αυτό το ήπιο γδάρσιμο από τους σβόλους του γιλέκου. Άρχισε να παίρνει πνιχτές γρήγορες ανάσες από εκείνες τις υπόκωφες που ξεγελούν το ανθρώπινο αυτί για το κατά πόσο πρόκειται για γέλιο ή λυγμό. Γέλασε… γέλασε με την καρδιά του, ξάπλωσε ανάσκελα στο πάτωμα και γελούσε σαν μικρό παιδί. Όλος ο εκνευρισμός που ώρα τώρα συσσωρευόταν στα στήθη του, καθώς η μία αναποδιά διαδεχόταν την άλλη, είχε σκάσει σαν πυροτέχνημα και πλέον νευρικό ήταν μόνο το γέλιο του. Όπως ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα, συνέλαβε με την άκρη του ματιού στο αντεστραμμένο οπτικό του πεδίο το παρκαρισμένο του ποδήλατο. Για την ακρίβεια ανήκε στον παππού του. Ένα ποδήλατο παλαιάς κοπής, σε όλο το σκελετό του οποίου πλέον κυριαρχούσε το χρώμα της σκουριάς. Με τιμόνι το οποίο λύγιζε στα σημεία του χερουλιών του σχηματίζοντας ένα παππουδίστικο «π», ένα φαναράκι με δυναμό στην μπροστινή ρόδα και μία σχάρα με μεταλλικό έλασμα στην πίσω. Η σέλα θύμιζε στο σχήμα της «μπαστούνι» από τραπουλόχαρτο και ενισχυόταν από δύο ελατήρια που συνιστούσαν μια υποτυπώδη ανάρτηση για τον αναβάτη…
Έδωσε σάρκα, οστά και πνοή σε όλο το περιεχόμενο της βαλίτσας, με εφαρμογή που του έδινε το δικαίωμα να ισχυριστεί με πειστικό τρόπο πως είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης της, καβάλησε το ποδήλατό του και χωρίς να κάνει πετάλι, άφησε την κατηφόρα να τον παρασύρει. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και μία απειλητική συννεφιά που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται έκανε το σκηνικό ακόμα πιο σκοτεινό απ’ όσο θα ‘πρεπε να είναι εκείνη την ώρα. Η ευθεία της τον οδήγησε πολύ σύντομα στο κέντρο της πόλης, το οποίο έδειχνε σχεδόν στοιχειωμένο λόγω της μαζικής απόδρασης που είχε προκαλέσει το πρώτο θερμό τριήμερο του καλοκαιριού. Πλησίαζε στη Δημοτική βιβλιοθήκη όταν εντόπισε από απόσταση μία εστία ζωής έξω από την κεντρική της είσοδο. Σταμάτησε με το ποδήλατο αρκετά μέτρα πριν, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τις κινήσεις της και παράλληλα να μη γίνει αντιληπτός. Ήταν μία όαση… που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε διαρρεύσει από την ίδια ιστορία με αυτή των ρούχων που φορούσε ο ίδιος. Είχε δώσει κι εκείνη με τη σειρά της σαφώς πιο σαρκώδη υπόσταση κι ασφαλώς πνοή σε ένα αέρινο φόρεμα που διέγραφε αριστοτεχνικά τη μέση της και φούσκωνε με πτυχώσεις οι οποίες εκτείνονταν σαν αλλοπαρμένα κύματα που χωρίς καμία αίσθηση βαρύτητας και προσανατολισμού είχαν περικυκλώσει τις ακτές των ποδιών της. Οι σμαραγδένιες ανταύγειες που λέρωναν με κάποιον μυστικό σχεδιαστικό κώδικα την άσπρη επιφάνεια του φορέματος ήταν αρμονικά συνδυασμένες με έναν φιόγκο στα μαλλιά ο οποίος τα συγκρατούσε με τη βοήθεια μιας κορδέλας όπου ήταν ραμμένος. Παρά την εξωτερική αισθητική της γαλήνη, οι κινήσεις της μαρτυρούσαν αναστάτωση. Τα σταυρωμένα χέρια στο στήθος, το παρατεταμένο χτύπημα του ποδιού στο έδαφος αλλά και τα όστρακα των αυτιών της που είχαν ροδίσει αναδεικνύοντας ακόμη περισσότερο τα μαργαριτάρια που είχε καρφιτσώσει σε αυτά δεν είχαν καν ανάγκη από τα αλλεπάλληλα ξεφυσήματά της για να συνθέσουν τη νευρικότητά της. Οι φευγαλέες ματιές στο ρολόι του κινητού και οι αποτυχημένες απόπειρες κλήσης που τις ακολουθούσαν δεν ήταν σε θέση ούτε το χρόνο να επιταχύνουν ούτε τη συνεννόηση με τον αυτουργό της αναμονής της να βελτιώσουν. Και σα να μην έφτανε αυτό το ρεσιτάλ κακοδαιμονίας… ξέσπασε μπόρα, μες στον πρόλογο του καλοκαιριού. Συγκρατώντας τα τελευταία αποθέματα της ψυχραιμίας της αποτραβήχτηκε κάτω από το στέγαστρο της εισόδου. Αντιθέτως εκείνος, λίγο πιο μακριά, με έναν ανεπαίσθητο μορφασμό, δέχτηκε μοιρολατρικά το ξέσπασμα του καιρού, έβαλε τα πόδια στα πετάλια κι άφησε την κατηφόρα να τον οδηγήσει μέχρι το στέγαστρο της βιβλιοθήκης…
(Συνεχίζεται…)