Ήταν γύρω στα τέλη Ιουνίου του 1969…

Ο Brian γνώριζε απ’ την πρώτη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του, πως ήταν μία από εκείνες τις ημέρες, που δεν έπρεπε καν να σηκωθεί από το κρεβάτι. Δεν είχε όρεξη για ολονύχτια πάρτι ξανά. Δεν θυμόταν να ήταν καν προσκεκλημένος σε κάποιο, βέβαια, αλλά αν έψαχνε όλο και κάτι θα έπαιζε εκεί γύρω. Ψάχνοντας ένα τσιγάρο, παρατήρησε πως η ώρα πλησίαζε 8 το απόγευμα, κάτι που θα καταλάβαινε με σχετική ευκολία κι αν είχε ανοιχτά τα παντζούρια του σαλονιού του. Γιατί πλέον εκεί κοιμόταν τον τελευταίο μήνα τουλάχιστον. Του φαινόταν εξαιρετικά ανούσιο και χρονοβόρο να ανεβαίνει τις σκάλες μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Ιδίως τώρα, που η Anita την είχε κοπανήσει με τον Keith και δεν πρόκειται να τον περίμενε στο κρεβάτι τους. Αυτό ήταν σίγουρα πολύ επίπονο, όσο και το να ψάχνει για βδομάδες τον Keith και συνέχεια να απαντάει εκείνη στο τηλέφωνο, μονάχα για να του πει πως ο νέος της σύντροφος βρισκόταν σε πρόβα. Σε πρόβα με το συγκρότημα, που ο Brian είχε φτιάξει και ανδρώσει. Αυτό τον είχε καταρρακώσει, ακόμη περισσότερο κι απ’ το γεγονός πως οι άλλοι 3 ουσιαστικά τον κλώτσησαν ευγενικά έξω απ’ την μπάντα.

Έριξε μια φευγαλέα ματιά στη σωρό των γραμμάτων που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι, έβαλε στον τηλεφωνητή να ακούγονται τα ηχογραφημένα μηνύματα της ημέρας που είχε χάσει και σκέφτηκε πως ήταν η κατάλληλη ώρα για να φτιάξει ένα ποτό στον εαυτό του. Ελλείψει πάγου και πρόχειρων ποτηριών κατέληξε με το μπουκάλι στον καναπέ. Άναψε μερικά κεριά δίπλα του και αφοσιώθηκε για ώρα να ψάχνει μια βιντεοκασέτα, που είχαν τραβήξει 2 με 3 χρόνια νωρίτερα στο Ακαπούλκο. Μετά από λίγη ώρα, αφότου την βρήκε, έκλεισε τον τηλεφωνητή, που είχαν καταλάβει φωνές νεαρών κοριτσιών σε παροξυσμό, και την έβαλε να παίζει. Απορροφημένος μέσα στην γλυκιά νοσταλγία εκείνων των ημερών, ανακάθισε και προσπάθησε να βάλει σε μια σειρά κάποια γεγονότα στο κεφάλι του, προτού αυτά χαθούν ξανά μέσα στην ζάλη του μυαλού του.

Θυμήθηκε έναν ψυχίατρο να τον αποκαλεί “τρομερά φοβισμένο νεαρό” στη δίκη, που είχε ακολουθήσει την σύλληψή του πίσω στο 1967 και έναν άλλον, από αυτούς που τον παρακολουθούσαν το διάστημα που είχε περάσει στο νοσοκομείο, υποφέροντας από αυτό που ευγενικά ονομάστηκε “υπερκόπωση”, να δηλώνει πως είχε τάσεις αυτοκτονίας. Δεν ήξερε κατά πόσο ίσχυαν όλα αυτά, αλλά σίγουρα ένιωθε να τον κυνηγούν μέχρι θανάτου. Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί προσωπικά αυτός είχε προκαλέσει το τόσο μεγάλο ενδιαφέρον της αστυνομίας, που 6 μήνες μετά το τέλος της δίκης, τον Μάιο του 1968, τον συνέλαβε ξανά. Ανακαλούσε συνεχώς πως οι υποψίες του, ότι ο Jagger κι o Richards στρεφόντουσαν εναντίον του, τελικά επιβεβαιώθηκαν και αναρωτιόταν τι πραγματικά τους οδήγησε σε αυτό το σημείο, πριν εμφανιστεί η εύκολη δικαιολογία της πλήρους νοητικής και σωματικής του κατάρρευσης.

Σηκώθηκε κι αναζήτησε μέσα στο μισοσκόταδο ένα ακόμη μπουκάλι και βιαστικά σκέφτηκε να τηλεφωνήσει σε κάποια από τις αμέτρητες γυναίκες, που είχαν περάσει απ’το σπίτι του τον τελευταίο μήνα, ή ίσως σε κάποια καινούρια, αλλά αμέσως το μετάνιωσε, αηδιάζοντας ελαφρά στην σκέψη. Ούτε αυτό δεν είχε όρεξη πλέον να κάνει. Είχε κορεστεί από κάθε άποψη και δεν μπορούσε να διανοηθεί τι πραγματικά θα μπορούσε να τον ευχαριστήσει, πέραν προφανώς μιας αναπαράστασης του παρελθόντος. Να βρίσκεται, δηλαδή, στην περιοδεία που είχαν ξεκινήσει οι Stones, με την Anita να κοιτάει τα δικά του μάτια, χαμογελώντας πονηρά, κι όχι του Keith.

Brian Jones

Ξαφνικά άκουσε έναν νευρικό χτύπο στην εξώπορτα και κινήθηκε αργόσυρτα προς τα εκεί βλασφημώντας, όντας σίγουρος πως ήταν ο εκνευριστικός του χτίστης, που πλέον είχε εγκατασταθεί στο μικρό δωμάτιο δίπλα από το σπίτι του. Έριξε μια κλεφτή ματιά, από το παραθυράκι, ανοιγόκλεισε στιγμιαία τα μάτια του και έπειτα τα γούρλωσε στην όψη του Jimi Hendrix, ψυχή και σώματι, να στέκεται στο κατώφλι. Άνοιξε την πόρτα και αφέθηκε μέσα στην αδελφική αγκαλιά του Jimi.

Ο Brian είχε μείνει έκθαμβος. Δεν είναι πως δεν είχαν ξανασυναντηθεί οι δυο τους στο παρελθόν, αλλά το να τον επισκέπτεται ο Hendrix στο σπίτι του, και μάλιστα μόνος του, αυτό σίγουρα ήταν το κάτι άλλο. Στη συνέχεια του εξήγησε πως ένιωσε ένα άσχημο συναίσθημα να τον σπρώχνει προς τα εκεί, και δεν ήθελε να τραβήξει τα βλέμματα της γύρω περιοχής επάνω του. Κάθισαν αντικριστά στο μισοσκόταδο, o Hendrix έπιασε μια σκονισμένη κιθάρα και άρχισε να του παίζει μία δική του εκδοχή του ‘Little Red Rooster’. Τον προέτρεψε, μάλιστα, να του προσθέσει από πάνω τις slide κιθάρες ή ίσως και λίγη φυσαρμόνικα, ο Brian, όμως, του εξήγησε με χαμένο ύφος, πως δεν μπορούσε πια να παίξει και πως την τελευταία φορά που έβαλε την φυσαρμόνικα στο στόμα του, τα χείλη του μάτωσαν.

Ο Hendrix ακούμπησε ελαφριά δίπλα του την κιθάρα και άρχισε να του μιλάει ακατάπαυστα, κάνοντας σπασμωδικές κινήσεις ταυτόχρονα. Του εξήγησε πως ποτέ δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους υπόλοιπους Stones και πως ένιωθε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να κάνουν μία δουλειά οι δυο τους. Ίσως κι ένα tour. Του μιλούσε για εξωτικές παραλίες, γυμνόστηθα κορίτσια, νέες φουρνιές ναρκωτικών και μία γενικότερη αύρα ανανέωσης, που έπνεε στην Αμερική. Προσπαθούσε για ώρα να τον πείσει να πάει μαζί του στο πιο μεγάλο φεστιβάλ, που θα διοργανωνόταν 2 μήνες αργότερα κοντά στη Νέα Υόρκη. Του υποσχέθηκε μάλιστα πως θα έκανε ότι μπορούσε για να τον ανεβάσει στην σκηνή και μετά δεν σταμάτησε να του αραδιάζει ονόματα. Όλοι θα βρισκόντουσαν εκεί.

O Brian φαινόταν να νιώθει ενθουσιασμένος. Αδυνατούσε, όμως, να κάνει το οτιδήποτε. Ψιθύριζε μονάχα ασυνάρτητες λέξεις και μικρά αποφθέγματα με την χαρακτηριστική του αγγλική προφορά.

Άραξαν σχεδόν μέχρι το πρωί οι δυο τους. Δεν είπαν πολλά τις υπόλοιπες ώρες, ούτε άγγιξαν καθόλου τις κιθάρες. Απλά συνυπήρχαν, σχεδόν τελετουργικά, μία τελευταία φορά οι δυο τους, γνωρίζοντας κατά βάθος πως έφτανε το πλήρωμα του χρόνου.

Φεύγοντας, ο Hendrix τον κοίταξε μέσα στα μισοκλεισμένα μάτια του και του είπε πως του αξίζουν πολύ περισσότερα απ’ όσα έχει, ήταν τιμή του που τον συνάντησε, και πως είναι απ’τα πιο μεγάλα μυαλά που έχει γνωρίσει.

Και πράγματι έτσι ήταν. Αυτός έφτιαξε τους Rolling Stones και ήταν ο ίδιος ο πρώτος τους manager. Αυτός κρύβεται πίσω απ’τα ‘She’s a Rainbow’ και ‘Lady Jane’. Αυτός έφερε τους ινδικούς ήχους του σιτάρ στην δυτική κουλτούρα. Αυτός έβαλε τις επιτομές του ψυχεδελικού ροκ. Αυτός βρέθηκε στην δυσάρεστη θέση να δημιουργήσει το Club των 27. Αυτός, εν τέλει, ήταν ο πρώτος Rolling Stone.

Σχόλια