Ο Χόρχε Σεμπρούν επισκέπτεται το παρελθόν του μέσα από τις “Ασκήσεις επιβίωσης”
Ο Χόρχε Σεμπρούν (1923-2011) ήταν ένας πολιτικός ακτιβιστής και συγγραφέας. Έζησε μία ζωή αγωνιστή, παρανόμου, όπως συχνά τονίζει και στα έργα του, πρώτα στην Γαλλία, όπου ο πατέρας του τον πήρε όταν τον εξόρισαν (και ενώ ο Χόρχε ήταν ακόμα σε μικρή ηλικία).
Εκεί ήταν ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και της αντίστασης κατά της κατοχής, κάτι που οδήγησε στη σύλληψή του από τους Ναζί και τον βασανισμό του. Αργότερα και με την απελευθέρωση της Γαλλίας επιστρέφει στην Ισπανία και γίνεται πολέμιος της φρανκικής δικτατορίας, ζώντας υπό καθεστώς παρακολούθησης και εκεί.
Τεράστιο κομμάτι στη ζωή και στο έργο του Σεμπρούν είναι το παρελθόν του. Έχοντας ζήσει ένα μεγάλο κομμάτι των χρόνων του στην παρανομία έχει σημαδευτεί ο ίδιος, όπως και πολλοί άλλοι που επιβίωσαν βασανιστηρίων και κράτησης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (ο ίδιος είχε φυλακιστεί στο στρατόπεδο Μπούνχεβαλντ).
Πολλοί άνθρωποι με παρόμοιες εμπειρίες με του Σεμπρούν τα χρόνια μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο έγραψαν βιβλία στα οποία καταθέτουν τις εμπειρίες τους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πρόκειται για πολύ σημαντικές μαρτυρίες που δίνουν φωνή σε ιστορικές μνήμες που δεν πρέπει με τίποτα να ξεχαστούν.
Ο ίδιος ο Σεμπρούν, ωστόσο, αν και καταπιάνεται με το παρελθόν του με θαυμαστή προσοχή, επιλέγει να προσεγγίσει τις μνήμες του διαφορετικά, προσπαθώντας να παντρέψει το λόγιο με εκείνο που έζησε. Προσπαθεί να φιλοσοφήσει σαν συγγραφέας πάνω στο παρελθόν που έζησε σαν επαναστάτης.
Επιτομή αυτής τους της προσπάθειας είναι το βιβλίο του “Ασκήσεις επιβίωσης” (εκδόσεις Πόλις), το οποίο ξεκίνησε σαν μία σειρά βιβλίων μέσα από τα οποία ο Σεμπρούν θα επισκεπτόταν με σοβαρότητα μελετητή το παρελθόν του. Ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να γράψει τα υπόλοιπα (τα οποία επίσης είχε σκοπό να ονομάσει με τον ίδιο τίτλο), ωστόσο πρόλαβε να μας αφήσει το πρώτο, το οποίο καταπιάνεται με την αντίσταση στην Γαλλία.
Η κατάθεση που επιχειρεί ο συγγραφέας είναι δύσκολη, γιατί προσεγγίζει την φρίκη που βίωσε μέσα από την ήρεμη σκοπιά του φιλοσόφου του μέλλοντος, παρόλο που έζησε τις αναμνήσεις του με τη σκιά του θανάτου και των βασανιστηρίων (τα οποία δεν απέφυγε).
Αλλά πρόκειται για ένα στοίχημα που ο Σεμπρούν κερδίζει γιατί η φωνή του δεν μοιάζει με καμία άλλη από όσες έχουμε διαβάσει. Φωνή που συλλέγει, δομεί και ιεραρχεί συζητήσεις και αναμνήσεις από τα δύσκολα εκείνα χρόνια, λόγια που προφέρθηκαν άμεσα, χωρίς σκέψη πάνω στην ανάγκη της στιγμής και την έξαψη του αγώνα, συγκεντρώνονται ξανά μετά από καιρό και λάμπουν κάτω από τη λάμψη φιλοσοφικής μελέτης τους.
Ίσως όμως πέρα από την καθαρή προσφορά του Σεμπρούν στο να μείνουν ζωντανές αυτές οι φωνές και μνήμες του παρελθόντος, δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη να έρθει σε επαφή με την σκέψη ενός βασανισμένου, για να καταλάβει το πως η νίκη του σώματος επί του βασανιστή (όπου νίκη ίσον αντοχή, με οποιοδήποτε κόστος) μεταφράζεται στην υπέρτατη πράξη αγάπης και ας είναι το βασανιστήριο κάτι αυστηρά προσωπικό για τον καθένα και το σώμα του.
[…]Είναι (η εμπειρία των βασανιστηρίων) επίσης, ίσως και προπαντός, εμπειρία αδελφοσύνης. Σιωπή από την οποία γατζώνεσαι, κρεμιέσαι σφίγγοντας τα δόντια, προσπαθώντας να δραπετεύσεις μέσω της φαντασίας ή της μνήμης από το ίδιο σου το σώμα, το άθλιο σώμα σου, αυτή η σιωπή είναι πλούσια με όλες τις φωνές, όλες τις ζωές που προστατεύει, που τους επιτρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Έτσι η ύπαρξη του αντιστασιακού που βασανίζεται γίνεται μία ύπαρξη-για-τον-θάνατο αλλά και μία ύπαρξη ανοιχτή προς τον κόσμο, που προβάλλεται πάνω στους άλλους:μία ύπαρξη-μαζί με, της οποίας ο ατομικός θάνατος, ενδεχόμενος, πιθανός, τρέφει τη ζωή.
Μία γραφή καθαρή, στιλπνή, απαλλαγμένη από λεκτικά βάρη και γλωσσικούς ακκισμούς, που αυτή πιο πολύ από τις άλλες, ίσως θα είχε δικαίωμα να εκφέρει.
Κλείνω παραθέτοντας τμήμα του οπισθόφυλλου της έκδοσης
“Ενώ βρισκόταν πια πολύ κοντά στον θάνατο, ο Σεμπρούν έγινε ξανά ο Ζεράρ Σορέλ της Αντίστασης κατά των Γερμανών, και ο Φεδερίκο Σάντσεθ του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας, αυτός ο άνθρωπος που έζησε στην παρανομία σχεδόν είκοσι χρόνια, αλλά ήλπιζε πάντα στη ζωή. Δεν πρόκειται για τη διαθήκη ενός ηλικιωμένου, αλλά για ένα φωτεινό κείμενο νιότης“.