[…] Τότε, δεν ξέρω γιατί κάτι έσπασε μέσα μου. Άρχισα να ουρλιάζω και τoν έβρισα και του είπα να μην προσευχηθεί. Τον είχα αρπάξει απ’ το γιακά του ράσου του. Έβγαζα πάνω του ότι είχα και δεν είχα στα βάθη της καρδιάς μου, σκιρτήματα χαράς συνάμα και θυμού. Ήταν τόσο σίγουρος, δεν ειν’ έτσι; Ωστόσο καμιά σιγουριά του δεν ήταν όσο μια τρίχα απ’ τα μαλλιά μιας γυναίκας. Δεν ήταν καν σίγουρος ότι ήταν ζωντανός αφού ζούσε σα νεκρός. Εγώ, έμοιαζα να ΄μαι με άδεια χέρια. Όμως ήμουνα σίγουρος για τον εαυτό μου, πιο σίγουρος από εκείνον, σίγουρος για τη ζωή μου και γι’ αυτόν το θάνατο που θα ΄ρχόταν. Ναι, εγώ δεν είχα παρά αυτό. Μα τουλάχιστον κρατούσα αυτή την αλήθεια όσο με κρατούσε κι εκείνη. Είχα δίκιο, κι ακόμα έχω, πάντα είχα δίκιο. Έζησα μ’ αυτό τον τρόπο και θα μπορούσα να είχα ζήσει με κάποιον άλλο. Είχα κάνει αυτό και δεν είχα κάνει εκείνο. Δεν είχα κάνει αυτό το πράγμα ενώ είχα κάνει το άλλο. Κι έπειτα; Ήταν σα να περίμενα όλο αυτό τον καιρό τούτο εδώ το λεπτό κι αυτή την αυγούλα όπου θα δικαιωνόμουνα. Τίποτα, τίποτα δεν είχε σημασία, κι ήξερα πολύ καλά το γιατί. Κι αυτός επίσης το ήξερε. Από τα βάθη του μέλλοντός μου, σ’ όλην αυτή την παράλογη ζωή που είχα περάσει, μια σκοτεινή πνοή ανέβαινε προς τα μένα, μέσα απ’ τα χρόνια που δεν είχαν έρθει ακόμα κι αυτή η πνοή ισοπέδωνε στο πέρασμά της όλ’ αυτά που μου είχαν προτείνει τότε σ’ εκείνα τα χρόνια, τα όχι πιο πραγματικά, που ζούσα. Τι μ’ ενδιέφερε ο θάνατος των άλλων, η αγάπη μιας μητέρας, τι μ’ ενδιέφερε ο Θεός του, η ζωή που διαλέγουμε, και τα πεπρωμένα μας, αφού ένα και μοναδικό πεπρωμένο θα διάλεγε εμένα και μαζί μ’ εμένα εκατομμύρια προνομιούχους που, όπως εκείνος, ονομάζονταν αδελφοί μου. Καταλάβαινε; Καταλάβαινε λοιπόν; Όλοι οι άνθρωποι ήταν προνομιούχοι. Δεν υπήρχαν παρά προνομιούχοι.[…]
Απόσπασμα απ’ τον ‘Ξένο’ του Αλμπέρ Καμύ
***************************************************************************
Τι έχει σημασία λοιπόν; Μέρα με τη μέρα, που η ύπαρξή σου κάνει ένα βήμα όλο και πιο κοντά στο θάνατο, βρίσκεις κάποιο νόημα; Βρίσκεις κάποιο ενδιαφέρον στις μέρες που κυλούν η μία μετά την άλλη ίδιες και απαράλαχτες; Αν ήξερες πως θα πεθάνεις αύριο για ποιο λόγο θα το αποδεχόσουν και θα συνέχιζες να είσαι ευτυχισμένος; Δεν μιλάω για κανένα ηρωισμό. Μονάχα για την αλήθεια. Θα δεχόσουν να πεθάνεις για την αλήθεια;
Αν μπορούσες να γίνεις αδιάφορος για το καθετί στη ζωή, θα άρπαζες αυτή την ευκαιρία; Σε μια καταπιεστική κοινωνία, που το μόνο που θέλει είναι να σου ρουφάει τη προσωπικότητα, και σε βλέπει μόνο ως ένα προϊόν, θα ήθελες να σου είναι αδιάφορο το ποιο δρόμο θα ακολουθήσεις; Να μπορείς να επιλέξεις οποιοδήποτε δρόμο, είτε από επιλογή είτε τυχαία, χωρίς να σε πολυενδιαφέρει;
Ίσως αυτή η αδιαφορία, αυτή η μετριότητα που περιβάλλει την ύπαρξη να την βρίσκεις θλιβερή. Ίσως να σου προκαλεί μια αποκαρδιωτική αίσθηση. Ίσως όμως αυτό να είναι και το ζητούμενο, καθώς σύμφωνα με τον Καμύ αυτό είναι κάτι το θετικό, γιατί μας οδηγεί στο αίσθημα του παράλογου. Αυτή η παράξενη αδιαφορία αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο προτού συνειδητοποιήσει το παράλογο, αλλά που είναι ήδη προετοιμασμένος γι’ αυτή τη σαφή αφύπνιση. Έτσι, ίσως το μόνο που σου μένει είναι να πεις ‘… δε μου μένει παρά να ευχηθώ να έρθουν πολλοί θεατές τη μέρα που θα εκτελεστώ και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους’.

Σχόλια