3.O Stanley Milgram και το πείραμα για την υπακοή στην εξουσία.
Kοινωνικός ψυχολόγος και επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Yale, ο Milgram χαρακτηριζόταν πάντοτε, σύμφωνα με τα λεγόμενα της συζύγου του, για την έμφυτη περιέργειά του να ερευνά τις παράλογες συμπεριφορές. Λάτρευε την δουλειά του και προσπαθούσε να την εντάξει ακόμα και στον ελεύθερo χρόνο του. Χωνόταν ανάμεσα σε κόσμο στις ουρές αναμονής προκειμένου να δει τις αντιδράσεις των ατόμων που μπήκε μπροστά τους. Στεκόταν και έδειχνε τον ουρανό λες και έβλεπε κάτι εξωπραγματικό περιμένοντας να δει πόσοι θα συγκεντρώνονταν γύρω του και θα κοιτούσαν το απόλυτο τίποτα.
Μια τέτοια προσωπικότητα λοιπόν, αποφασίζει να διεξάγει ένα πείραμα για να ανακαλύψει κατά πόσο ο άνθρωπος εφόσον δέχεται εντολές από ανωτέρους του, από άτομα με κύρος και εξουσία, μπορεί να διαπράξει εγκληματικές πράξεις. Ανεξάρτητα δηλαδή από την προσωπικότητα των εκάστοτε υποκειμένων γίνεται οι συνθήκες να καθορίσουν την συμπεριφορά τους; Μπορεί ένα φιλήσυχος άνθρωπος να γίνει δολοφόνος όταν του το ζητήσει μια αρχή; Αυτό ακριβώς ήθελε να ανακαλύψει ο Milgram.
Για τον σκοπό αυτό έφτιαξε μια ψεύτικη μηχανή ηλεκτροσόκ και μέσα από αγγελία, ώστε να έχει ετερόκλητο δείγμα, βρήκε 100 συμμετέχοντες προσφέροντάς τους αμοιβή. Τους είπε πως πρόκειται για ένα πείραμα σχετικά με τα αποτελέσματα της τιμωρίας στην διαδικασία της μάθησης. Έτσι, ο ανυποψίαστος συμμετέχων έπαιρνε τον ρόλο του δασκάλου (θεωρητικά με κλήρωση, η οποία ήταν φυσικά στημένη) και ένας ηθοποιός τον ρόλο του μαθητή. Ο τελευταίος καλείται να απαντήσει σωστά σε ορισμένα ζευγάρια λέξεων και κάθε φορά που κάνει λάθος, ο «δάσκαλος» πατά το κουμπί του ηλεκτροσόκ, η ισχύς του οποίου είναι και μεγαλύτερη κάθε φορά (στα τελευταία μάλιστα volt αναγραφόταν και προειδοποίηση για ιδιαίτερη επικινδυνότητα!). Ο ηθοποιός, που προφανώς και δεν υφίσταται αληθινό ηλεκτροσόκ, όσο αυξάνεται η ένταση, αρχίζει και χτυπάει το τζάμι που τους χωρίζει, παραπονιέται και παρακαλεί το υποκείμενο του πειράματος να σταματήσει. Ο επιστήμονας που διεξάγει το πείραμα όμως διαβεβαιώνει τον συμμετέχοντα ότι παρόλο που πρόκειται για επίπονη διαδικασία, δεν θα προκαλέσει μόνιμη βλάβη και τον παροτρύνει να συνεχίσει μέχρι ο «μαθητής» να συγκρατήσει όλα τα ζεύγη λέξεων. Το πείραμα ολοκληρώνεται είτε όταν ο συμμετέχων πατήσει για 3 διαδοχικές φορές το υψηλότερης έντασης ηλεκτροσόκ, είτε όταν παρά τις παροτρύνσεις του επιστήμονα αρνηθεί να συνεχίσει την διεξαγωγή του πειράματος.
Αποτέλεσμα : το 65% των συμμετεχόντων έφτασαν υπό τις εντολές του επιστήμονα στο τελευταίο στάδιο ηλεκτροσόκ. Το συμπέρασμα είναι πως οι άνθρωποι μπορούν να βλάψουν ή ακόμη και να σκοτώσουν τους άλλους ανεξάρτητα από το αν απειλούνται από αυτούς. Αποσυνδέεται η δολοφονία από το ένστικτο της επιβίωσης και από τον θυμό και συνδέεται με την τάση του ανθρώπου να υπακούει άκριτα σε εντολές ανωτέρων του. Για τον Milgram ένα φυσιολογικό άτομο μπορεί να γίνει ουσιαστικά δολοφόνος εφόσον βρεθεί σε περιβάλλον στο οποίο καλείται να σκοτώσει.
Τι γίνεται όμως με το υπόλοιπο 35% των υποκειμένων του πειράματος που αρνήθηκαν να συνεχίσουν; O Μilgram, ξεφεύγοντας από τα πλαίσια της Κοινωνικής Ψυχολογίας που εστιάζει μόνο στο περιβάλλον και τις συνθήκες και όχι στην προσωπικότητα του ατόμου, αποφασίζει να ερευνήσει μέσα από διάφορα τεστ την προσωπικότητα των υποκειμένων του πειράματος ώστε να ανακαλύψει τι κοινά χαρακτηριστικά είχε εκείνο το 35% και τι το διαφοροποιούσε απ’ το υπόλοιπο 65%. Τα συμπεράσματά του όμως δεν υπήρξαν ιδιαίτερα κατατοπιστικά. Συγκεκριμένα, τα υπάκουα υποκείμενα ανέφεραν πως ήταν λιγότερο δεμένα με τον πατέρα τους απ’ ότι τα ανυπάκουα, ενώ τα τελευταία υπόκειντο σε πιο βαριές τιμωρίες στα παιδικά τους χρόνια. Τέλος, τα περισσότερα πιο υπάκουα υποκείμενα είχαν υπηρετήσει ενεργά στο στρατό.
Όπως με όλα τα ψυχολογικά πειράματα, καθώς έχουν ως αντικείμενο τον άνθρωπο, οριστικές απαντήσεις και βέβαια συμπεράσματα δεν μπορούμε να συναγάγουμε. Δεν μπορούμε πχ να γυρίσουμε πίσω στον χρόνο, να αλλάξουμε την συμπεριφορά των γονιών του υποκειμένου και να δούμε αν τελικά από υπάκουο θα μετατραπεί σε ανυπάκουο. Ωστόσο αρκεί ο προβληματισμός… Εσείς πιστεύετε πως θα ανήκατε στο 65% ή στο 35%?