Από τότε…
Τη σκέπαζε χωρίς να διεκδικεί καμία πιθαμή του σεντονιού νιώθοντας μόνο τη θέρμη της ανάσας της στο πλάι του, χαμογελώντας ακόμα και στα ασυναίσθητα χτυπήματά της που μία ακόμα φορά είχαν καταφέρει να ματώσουν τη γλώσσα του. Αλλά και όταν έβγαζε τη νύχτα αλώβητος, ελάχιστα τον απορροφούσε ο βαθύς ύπνος. Έκλεινε τα μάτια, περισσότερο για να σκεφτεί ή να συγκεντρωθεί παρά για να ναρκώσει το πνεύμα του. Με το ένα του χέρι στήριζε τον αυχένα του αποτρέποντας τον να βουλιάξει στη νευραναλγητική υφή του μαξιλαριού, ενώ το άλλο σε πιο παθητικό ρόλο, το άφηνε να εφάπτεται στο σώμα του, για να καταλαμβάνει όσο το δυνατόν μικρότερο χώρο στο στρώμα. Ακόμα κι όταν αποφάσιζε να γυρίσει στο πλάι, περιστρεφόταν προσεκτικά γύρω από τον άξονά του χωρίς να παραβιάζει τα όρια της λωρίδας στην οποία είχε ξαπλώσει. Και τότε ενώνοντας τις παλάμες του σε στάση προσευχής άφηνε το μάγουλό του να τσαλακωθεί καθώς προσάραζε πάνω τους. Πέρασαν νύχτες ολόκληρες που απλώς την χάζευε σ’ αυτήν την άβολη στάση χαϊδεύοντας και παραμερίζοντάς της τα μαλλιά όταν αυτά της σκέπαζαν το πρόσωπο. Ήταν τόσο διαφορετικό το πρόσωπό της όταν κοιμόταν… Γαλήνιο. Λείο. Αγνό. Εύθραυστο. Έμοιαζε κάπως με τον σκανταλιάρη μπόμπιρα του μυαλού του που είχε παραδόξως κουραστεί κι αποφασίσει να ξαποστάσει στη σκιά ενός δέντρου αφήνοντας για λίγο στην άκρη το ιδιότυπο έγχορδό του.

Όταν χάραζε, ακροβατούσε στις μύτες των ποδιών κι εξουδετέρωνε κάθε δίοδο φωτός που απειλούσε να την ξυπνήσει. Εκείνη ήταν ευαίσθητη στο φως. Όχι, τα μισόκλειστα μάτια της δεν είχαν σχέση μ’ αυτό. Έτσι κι αλλιώς εκείνα ήταν αυτόφωτα. Δυο απανθρακωμένα ηλιοβασιλέματα που όμως ακτινοβολούσαν σαν ήλιοι που μεσουρανούσαν. Είχαν τη δύναμη να κατατροπώσουν μέσα σε μία στιγμή ό,τι η φθορά του χρόνου θα ροκάνιζε για μήνες… Αυτές οι δύο χαραμάδες, ναι. Με τα δύο τόξα που τις σκέπαζαν κι όποτε ανασηκώνονταν ήξερες πως ήταν αδύνατο να αποφύγεις τα βέλη τους όπως κι αν ελιχθείς. Το απεχθανόταν το διάχυτο φως. Γιατί πλημμύριζε τον κόσμο της ατέλειες που την εμπόδιζαν να εστιάσει σε μία κατεύθυνση. Σαν μία σκηνή θεάτρου με όλα τα φώτα αναμμένα την ώρα που η δράση επικεντρώνεται σε μία γωνιά της κι από πίσω αλλάζουν σκηνικά. Αν μπορούσε να ελέγξει το φως του ήλιου θα το μετέτρεπε σε φωτεινή δέσμη ενός θεατρικού κανονιού εστιάζοντας στην ατέλεια που κάθε φορά θα επέλεγε να τελειοποιήσει. Σαν ήλιο τον έβλεπε κι αυτόν… που φώτιζε τις πιο αγνές πτυχές της, που δεν την ενοχλούσε αλλά τη γαλήνευε αρκεί να μην πλησίαζε πολύ γιατί θα τυφλωνόταν. Αρκεί, πολύ χειρότερα, να μην τον άγγιζε. Γιατί θα καιγόταν και ταυτόχρονα θα κατέστρεφε κι αυτόν.
Έπειτα από μερικές ανήσυχες σβούρες, περισσότερο αντίδρασης προς τα βλέφαρά της που αυθαίρετα αποφάσιζαν να «σκάσουν» για ν’ ανθίσει και πάλι το βλέμμα της, έβρισκε την έξοδο από το σεντόνι και μες στη θολούρα της μυωπίας και της πρωινής φθοράς, τον εντόπιζε εκεί. Καθισμένο δίπλα στα πόδια της, με το δείκτη του στον κρόταφο και τον αντίχειρα στην κάτω γνάθο να περιγράφουν το ευλαβικό του χαμόγελο με το οποίο την παρατηρούσε. «Καλημέρα, καφέε…», του μουρμούριζε με μία αγουροξυπνημένη βραχνάδα καθώς ανασηκωνόταν. «Καλημέρα, είναι ήδη στο τραπεζάκι και σε περιμένει…», ανταπέδιδε αυτός πιάνοντας παράλληλα το ποτήρι με το μωβ καλαμάκι. Το έφερνε στο στόμα του αρχικά ανακατεύοντας δυο-τρεις φορές με το καλαμάκι και τον δοκίμαζε. Σκέτος, με δυναμίτιδα δυόμιση κουταλιών καφέ. Η ίδια πάντα αντίδραση. Παραμορφωνόταν σε αργή κίνηση όλο του το πρόσωπο, άνοιγε διάπλατα το στόμα του λες κι έτσι θ’ απελευθέρωνε την πίκρα που μόλις είχε καταπιεί και με υπόκωφα επιφωνήματα της πάσαρε άρον-άρον το ποτήρι περήφανος που για ακόμα μία φορά τον πέτυχε. Η αλήθεια είναι πως εσκεμμένα ξεχείλωνε την αντίδρασή του. Για να κερδίσει το χαμόγελό της. Και το κέρδιζε κάθε φορά όσο προβλέψιμη κι αν ήταν πια η έκφρασή του. Την κοίταζε να καπνίζει κι εισέπνεε επίτηδες τον καπνό της μήπως κι ο ίδιος νιώσει την ηδονή αυτών των ουσιών που τυλιγμένες σε δέκα-δώδεκα πόντους χαρτί προσφέρουν καταφύγιο σε κάθε ανθρώπινο αδιέξοδο. Δεν αντάλλαζαν πολλές κουβέντες εκείνες τις ώρες παρότι αν ο ειρμός τους έβρισκε διέξοδο θα γάζωνε χωρίς οίκτο τη σιωπή που κυριαρχούσε. Όσες φορές συναντήθηκαν οι ειρμοί τους δεν κατάφεραν ποτέ ν’ αγκαλιαστούν έστω να εγείρουν ένα νεύμα συγκατάβασης. Αποχωρούσαν συγκεχυμένοι, τραυματισμένοι κι αλύτρωτοι.
Από τότε…

Που ξεθώριασε η παρόρμηση κι ανέσυρε στην επιφάνεια τη φιλοσοφία αλλάζοντας το ρυθμό τους σε χρόνο μέλλοντα…
«Δε θέλω να σε δω να καταστρέφεσαι, ίσως είναι καλύτερα να το αφήσουμε εδώ όσο είναι νωρίς… Είναι στη φύση μου να καταστρέφω και το ξέρω πως αν πιεστώ συναισθηματικά θα αντιδράσω. Θα φύγω και δε θα φταις εσύ… Μη μ’ ερωτευτείς.»
Τον έβαζε στη διαδικασία να σκεφτεί, να αναλύσει και να προνοήσει για κάτι στο οποίο ο νους του μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν απλώς παρατηρητής.
«Αυτό ακριβώς απολαμβάνω μαζί σου. Πως δε χρειάστηκε να σκεφτώ… με συνεπήρε πριν προλάβω να σκεφτώ και θέλω να το ζήσω. Τώρα. Δε με νοιάζει πόσο θα διαρκέσει, όλα είναι κύκλος.»
Κι έπεφτε στην ίδια του την παγίδα… οι φράσεις ανακυκλώνονταν, λύγιζε και μόνο στην ιδέα πως έπρεπε να λογοδοτήσει και ν’ απαρνηθεί όσα ένιωθε. Στην πραγματικότητα ίσως αυτή του την απόγνωση να επιδείνωνε η ίδια του η γνώση. Πως γι’ αυτόν δεν ήταν μία προληπτική πρόωρη αποχώρηση αλλά μια οδυνηρή μετάσταση. Μπορεί πάλι να ήταν θύμα της ζαλισμένης άγνοιάς του.

 Ένας μήνας ήταν αυτός και κάτι ψιλά… Όσο ακριβώς χρειάζεται ένα πάθος για να εκραγεί και να σκεπάσει με τους καπνούς του όλα όσα θ’ αναδυθούν τελικά όταν αυτοί κατακαθίσουν…

Υ.Γ εξόδου: https://www.youtube.com/watch?v=xdljolUW_88

Σχόλια