Ω Υπέροχε. Μέσα στο όνειρο ξύπνησα για να σου πω, πως δεν υπάρχουν όνειρα και πως όλα τα λουλούδια στον κήπο σου μαράθηκαν και ξίνησε το χώμα. Το λυσσασμένο σου σκυλί έπαψε να στριγγλίζει από μοναξιά και πλέον στέκει ακίνητο στην άκρη αυτού του απέραντου δρόμου. Καρδιά μου. Ω καρδιά μου. Αν χόρευες για λίγο θα με συναντούσες στα απήθμενα μονοπάτια της σκέψης σου, εκεί που ξεχνάς να αναπνεύσεις και θυμάσαι μόνο τα οράματα των μυστικών σου πόθων, σαν ανδρείκελα να εμφανίζονται ομπρός στα μάτια σου και να χαζεύουν το προσωπείο σου μέσα από τον γελοίο τους καθρέφτη. Εκεί που η γη σταματά να γυρίζει και χωράει άλλους χίλιους ανθρώπους σε ένα τετραγωνικό, εκεί που ξεχνάω να σε μισώ και απλά σ’ αγαπάω. Ω διάολε, και πόσο θα ‘θελα να σε γνωρίσω, και να σου πω πως πράμα από σένα δε φοβάμαι, ούτε το τίποτα, ούτε τα παντα. Και πόσο θα ‘θελα να σε κοιτάξω να ουρλιάζεις “Σε θέλω” και γω να σου λέω “όχι” ξανά και ξανά. Μες τα θαυματουργά ανύποπτα μάτια σου να πετάγομαι σα δαίμονας να σου θυμίζω την ομορφιά της άνοιξης και μες το ανορθόδοξο τραγούδι σου να πορεύομαι σα ναυαγός που ξέχασε να ναυαγήσει.

Κι αν μ’ αγαπάς θα σου πω να προσέχεις στο δρόμο που ξεστράτησες και να μη νιώθεις . Και θα σου πω πως τα όνειρα σου, έφτασαν σε τρομερή κατάσταση και σε ενοχλούν τα βράδια και δε θυμάσαι πώς να ξεχνάς. Κι όταν φοβηθείς θα σε τρομάξω για το πόσο τρομακτικό είναι το να φοβάσαι, κι εσύ θα πρέπει να χαϊδέψεις τα μαλλιά σου και να πεις “Ω, μα τι ανόητος που είναι ο κόσμος” κι έπειτα να ξεχάσεις ότι φοβήθηκες. Κι όταν οι λέξεις του βιβλίου σου σε κυριεύσουν, τότε θα σε αγκαλιάσω σαν μυρωδιά απ’ τα μελτέμια του νότου, εκεί που η άμμος μπερδεύεται με τα μαλλιά, και θα σου εξηγήσω πώς οι άνθρωποι ερωτεύονται τα ανήκουστα και τα φοβερά. Κι όταν ακουμπήσεις τη θάλασσα θα πανικοβληθείς κι εσύ γιατί θα θυμάσαι πώς είχες νιώσει την πρώτη φορά που την ακούμπησες και θα κουρνιάσεις μες τα βότσαλα που χάνονται στα πέραντα του κόσμου. Και μη νομίζεις πως δεν ξέρω πόσο ανέμελα θυμάσαι να διαλύεται το κύμα στα χορτάρια, γιατί τα μάτια σου αστράφτουνε όποτε κοιτάς τα άμορφα ψηφιδωτά αγάλματα της μνήμης σου.

Ω υπέροχε. Μα πόσο ξεχωριστός είσαι; Ο αετός από μέσα σου ανασταίνεται σαν απόγευμα του όμορφου Απρίλη στα σοκάκια της μικρής και χαμένης Αθήνας. Και πασπατεύω το όμορφο αντίο σου καθώς προχωράς προς την άκρη της ζωγραφισμένης ρεματιάς στο χάρτη των αιώνων. Ε, φόρεσε με σαν να ‘μαι νυχτικό που ανεμίζει στο φεγγαρόφωτο με μεταξωτές κορδέλες και σφύριξε μου σαν να μαι ελάφι άγριο κι ανέμελο στου λόφου σου τα βάθη. Κι αν τ’ όνειρο σου προσπερνά τα βάθη αυτού του κόσμου, να μην ξέχνας πως ο κόσμος είναι απύθμενος και μέσα σ’ αυτόν είμαστε μόνοι και μαζί, εμείς , τρελοί και ακρωτηριασμένοι, μέσα στην αναζήτηση του απέραντου εγώ μας.

Ε – Σ’ αγαπώ άνθρωπε!

πηγή φωτογραφίας : http://www.artparasites.com
ζωγράφος: Diego Correa

Σχόλια