Μπροστά στο Μεγάλο Ανατολικό, το magnum opus του πρωτοπόρου υπερρεαλιστή ποιητή, συγγραφέα και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκου και ογκωδέστερο έργο στην ιστορία της ελληνικής πεζογραφίας , το 120 μέρες στα Σόδομα και τα Γόμορρα του Μαρκήσιου ντε Σαντ μοιάζει με μυθιστόρημα της Τζέιν Ώστιν και ο Μπουκόφσκι πλησιάζει τους ρομαντικούς συγγραφείς. Περισσότερες από 2.000 σελίδες, γραμμένες στην πιο εξεζητημένη καθαρεύουσα θέτουν το αιώνιο ερώτημα: είναι ο Μέγας Ανατολικός ένα έργο υψηλής λογοτεχνικής αξίας χάρη στο άναρχο πάντρεμα παπαδιαμαντικής γραφής και ρεαλιστικής απεικόνισης της σεξουαλικής ασυδοσίας, ή πρόκειται απλά για το ενδοξότερο γραπτά αποτυπωμένο πορνογράφημα της ελληνικής γραμματείας;
Το οχτάτομο έργο πραγματεύεται το παρθενικό ταξίδι του υπερωκεάνιου Μέγας Ανατολικός που ξεκινάει από το Λίβερπουλ της Αγγλίας με προορισμό την Αμερική την άνοιξη του 1867. Η πολυσέλιδη διήγηση καλύπτει τις δέκα μέρες του ταξιδιού, φέρνοντας στο προσκήνιο τις ερωτικές περιπτύξεις των επιβατών του πλοίου, οι οποίοι ανήκουν σε κάθε πιθανή εθνικότητα, αντλούν καταβολές από όλες τις κοινωνικές τάξεις και παρουσιάζουν κυριολεκτικά κάθε είδους σεξουαλική διαστροφή. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει η μορφή του Έλληνα Ανδρέα Σπερχή, το άλτερ έγκο του ποιητή που ταξιδεύει μαζί με τους ηδονιστές ήρωες του προς τον Νέο Κόσμο. Με την πιο πιστή καθαρεύουσα, χαρακτηριστική άλλωστε ολόκληρου του έργου του, ο Εμπειρίκος από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου του, κατά την επιβίβαση των επιβατών, μέχρι και τις τελευταίες, όπου το πλοίο έχει φτάσει πλέον στο προορισμό του, περιγράφει ένα αέναο ερωτικό όργιο, που συμπεριλαμβάνει όλες τις εκφάνσεις της σεξουαλικότητας, από τον αυνανισμό και την ηδονοβλεψία, μέχρι τη ζωοφιλία, την αιμομιξία, το σαδομαζοχισμό.
Σε αντίθεση όμως με τους σαδιστές ήρωες των μυθιστορημάτων του ντε Σαντ και τους βασανισμένους πρωταγωνιστές του φον Μαζόχ, οι ταξιδιώτες του Μεγάλου Ανατολικού δεν είναι κυνικοί, μήτε καταραμένοι, δεν επιχειρούν να υποδουλώσουν τα αντικείμενα του πόθου τους, να βιάσουν ή να ταπεινώσουν, κάθε άλλο, αυτό που αναζητούν είναι μια ηδονή άνευ ορίων μέσα σε ένα πλαίσιο αμοιβαίας απόλαυσης και ελευθερίας. Σε μια πλωτή πόλη άφατου ερωτισμού, ο Εμπειρίκος απενοχοποιεί την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, ανάγει την επίτευξη της απόλαυσης σε αυτοσκοπό του ανθρώπου και αναγνωρίζει το δικαίωμα στην επιθυμία σε κάθε ανθρώπινο ον. Σε μια εποχή που ο γυναικείος ερωτισμός υπάγεται ακόμη στην παντοδυναμία του αρσενικού, ο ποιητής οικοδομεί ένα περιβάλλον όπου η ηδονή καθίσταται κτήμα όλων χωρίς φυλετικές και ταξικές διακρίσεις και κοινωνικές προκαταλήψεις, ένα περιβάλλον όπου η γυναίκα δεν απαντάται σαν άψυχο ερωτικό αντικείμενο δίχως προσωπικές επιθυμίες, όπως παρουσιάζεται στα περισσότερα μη λογοκριμένα έργα της ελληνικής πεζογραφίας, αλλά αναγνωρίζεται σαν αυτόβουλο ον, σαν φορέας του ίδιου ακριβώς δικαιώματος στην ηδονή που αυτοδικαίως παρέχεται στον άντρα.
Πίσω από τις επαναλαμβανόμενες ενδελεχείς περιγραφές των ερωτικών πράξεων, που δοσμένες στην καθαρεύουσα, προκαλούν και ξενίζουν, ο Μέγας Ανατολικός διαπνέεται από ένα σπάνιο πνεύμα, πραγματώνοντας, θα τολμούσε κανείς να πει, την πεμπτουσία της απόλυτης ελευθερίας. Διότι η ελευθερία του Μεγάλου Ανατολικού αποτελεί μια ελευθερία που δεν εξαντλείται στην ερωτική ασυδοσία, αλλά συνίσταται σε μια πνευματική, ψυχολογική και κοινωνική απελευθέρωση από το θρησκευτικό σκοταδισμό, τις οικονομικές διακρίσεις, τις ιδεοληψίες, από τον φόβο για τον έρωτα και την ποινικοποίηση της επιθυμίας. Το ταξίδι του Μεγάλου Ανατολικού προς τον συμβολικό Νέο Κόσμο πλάθει το όραμα μιας πολιτικής ουτοπίας, μιας μέλλουσας ανθρωπότητας στην ουσία της αταξικής και ελεύθερης, ευαγγελιζόμενο το μοτίβο ενός νέου τύπου ανθρώπου, που ενσαρκώνοντας τη ρηξικέλευθη πολιτική, κοινωνική και ψυχαναλυτική θεώρηση του Εμπειρίκου, δεν άγεται και φέρεται βάσει ενστίκτων, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς από μια επιδερμική ανάγνωση, αλλά βάσει αυτής της εγγενούς ελευθερίας των ταξιδιωτών του πλοίου. Χάρη σε αυτή ακριβώς την ελευθερία αναγνώρισε ο Οδυσσέας Ελύτης– ένας από τους λίγους γνώστες της ύπαρξης αυτού του για χρόνια ανέκδοτου πονήματος και ελάχιστους μυημένους στη μαγεία του- την αξία του έργου, σημειώνοντας πως η απώτερη αξία του “βρίσκεται στην παναγαθοσύνη του ποιητή, που διαχέεται πάνω στους χαρακτήρες και στις πράξεις των πλέον διαφορετικών τύπων του έργου [… ] και αναεκπέμπεται στον αναγνώστη σαν ένα είδος ευλογίας. […] Η αγαθότητα του Εμπειρίκου έρχεται από -και τραβάει για- πολύ μακριά. Δεν είναι η δεοντολογική των θρησκευόμενων ή η βλακώδης των αδυνάτων. Υποδηλώνει μια πίστη: ότι τα υλικά και οι προϋποθέσεις για το καλό έχουν δοθεί στον άνθρωπο, που αν δεν τα εκμεταλλεύεται είναι από δικό του λάθος, από την ανικανότητά του να υπερνικήσει τις μακραίωνες προλήψεις και τα χωρίς λόγο κατατυραννισμένα στο σκότος της ψυχής του συμπλέγματα. Διόλου άσχετο λοιπόν ότι ο “Μέγας Ανατολικός” ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή στις δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη”.
Γραμμένος από το 1945 μέχρι το 1951, ο Μεγάλος Ανατολικός αποτέλεσε για δεκαετίες έναν αστικό μύθο στα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας, ο ίδιος ο Εμπειρίκος απέφευγε να προβεί στην έκδοση του, προτιμώντας να αναγιγνώσκει αποσπάσματα του έργου σε εκλεκτούς φίλους, ανάμεσα στους οποίους ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Καραγάτσης. Όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά το έργο σε οχτώ τόμους στο διάστημα 1990-1992 από τις εκδόσεις Άγρα, σε επίμετρο του καθηγητή Γ. Γιατρωμανωλάκη, προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις στην συντηρητική ελληνική κοινωνία και στην Εκκλησία, δίχασε τους κριτικούς και τους αναγνώστες, χαρακτηρίστηκε ως πορνογράφημα, για να επιβληθεί εντέλει σαν ένα σπουδαίο έργο της μετεμφυλιακής λογοτεχνικής παραγωγής, όχι τόσο για την τολμηρότητα του, όσο για το πανανθρώπινο ιδανικό ενός μέλλοντος καθαρά ανθρωποκεντρικού και ελεύθερου.