Μία κριτική για το βιβλίο του Kirk Curnutt “Καφές με τον Χέμινγουεϊ”, μία υποθετική και εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη από τον μεγάλο συγγραφέα.

Ήμουν ανέκαθεν επιφυλακτικός με βιβλία που συμπυκνώνουν άλλα βιβλία. Είχα την πεποίθηση πως είναι πάντα προτιμότερο να πάρεις τον μακρύτερο δρόμο και να διαβάσεις τα ίδια τα βιβλία, παρά να διαβάσεις μέσα σε λίγες γραμμές τη θεματολογία τους. Αυτά για εισαγωγή, γιατί πρόσφατα πάτησα την υπόσχεσή μου.

Διάβασα, λοιπόν, το “Καφές με τον Χέμινγουεϊ” του Kirk Curnutt (εκδόσεις Πατάκη), ένα βιβλίο που ανήκει σε μία ευρύτερη σειρά βιβλίων, όπου διάφοροι συγγραφείς κάνουν μία μελέτη για γνωστές προσωπικότητες και στη συνέχεια βάζουν τους εαυτούς τους να μπλέκουν σε μία βολικά σχοινοτενή συζήτηση με τα εν λόγω πρόσωπα, μέσα από την οποία φανερώνονται διάφορες πτυχές της προσωπικότητας ή του έργου τους. (Καφές με τον Βούδα; You bet it).

Το βιβλίο κινείται σε ένα ήπιο κλίμα χωρίς ιδιαίτερες εντάσεις, αν και ο Curnutt επιμένει να κάνει δύσκολες ερωτήσεις στον κύριο Χέμινγουεϊ… η σχέση του με το ποτό, οι αποτυχημένοι γάμοι, η σύγκρουση με την Γερτρούδη Στάιν και τον Σκοτ Φιτζέραλντ, η σύγκρουσή του με τους βιογράφους και τους κριτικούς του κ.α. Βέβαια μπορούσε και να αρνηθεί ο Χέμινγουεϊ; Οι ευκολίες του να γράφεις για νεκρούς...

Αξιοσημείωτο είναι πως η όλη συνέντευξη παρόλο που θέτει καυτά ερωτήματα, το κάνει με τρόπο που είναι πάσα στον Χέμινγουεϊ για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Έτσι, λοιπόν, δίνεται στον αναγνώστη η ευκαιρία να ακούσει την υπερασπιστική γραμμή του συγγραφέα για θέματα που παραδοσιακά αποτελούν την αχίλλειο πτέρνα του, όπως παραδείγματος χάριν η σχέση του με το ποτό, την οποία απορρίπτει σαν ανάξια συζήτησης, λέγοντας πως είναι κάτι που κέρδισε ζώντας την ποτοαπαγόρευση, ή οι (πραγματικά “παραδοσιακές”) κατηγορίες πως σαν συγγραφέας είναι μισογύνης μιας και δεν αναπτύσσει ποτέ γυναικείο χαρακτήρα της προκοπής.

Αυτή η ερώτηση επανέρχεται σε αρκετά σημεία της συνέντευξης, κάποτε ο Χέμινγουεϊ αμύνεται πως οι γυναικείοι χαρακτήρες του δεν μελετήθηκαν σωστά, ενώ σε άλλα σημεία τους χαντάκωσε η οπτική γωνία της αφήγησης, η οποία ήταν κεντραρισμένη στον άντρα πρωταγωνιστή.

Πολύ περισσότερο ενδιαφέρον κατά την γνώμη μου παρουσιάζει η στάση που κρατά σε αυτό το βιβλίο ο Χέμινγουεϊ απέναντι στους βιογράφους και γενικότερα στον μύθο που τον περιβάλλει. Παραδέχεται πως κάποιες ιστορίες είναι φουσκωμένες, ενώ κάποιες άλλες τελείως ψεύτικες αλλά βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα.

Ο Χέμινγουεϊ παρουσιάζεται να λέει πως αυτό που σε κάθε άλλον συγγραφέα αποτελεί παραδοχή, η ποιητική αδεία, στον ίδιο έγινε μεγάλο βάρος, γιατί από ένα σημείο και μετά και λόγω του τρόπου ζωής του, ο κόσμος περίμενε να επιβεβαιώνει τον ρόλο του παλαιστή/επιβήτορα/μεγαλοσυγγραφέα/κυνηγού σαφάρι, κάτι που όπως παραδέχεται ο ίδιος στην αρχή τον κούρασε και στη συνέχεια τον εξόντωσε, μέχρι που τελικά αποδέχτηκε πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να το αλλάξει και το άφησε να υπάρχει.

Το βιβλίο είναι κυριολεκτικά διάσπαρτο από spoilers, η συζήτηση δίνει τροφή (βασικά είναι κατασκευασμένη έτσι ώστε) ο Χέμινγουεϊ να μπορεί να απαντήσει με παραθέματα ή παραδείγματα από όλα του τα έργα, από τα πολύ γνωστά, όπως το “Θάνατος το απομεσήμερο” και το “Για ποιον χτυπά η καμπάνα”, έως και κάποια λιγότερο γνωστά, όπως σύντομα διηγήματα από την πρώτη του συλλογή που τον έκανε γνωστό.

Από κάποια άποψη, όντως το “Καφές με τον Χέμινγουεϊ” καταστρέφει σε ένα βαθμό την ανάγνωση των υπολοίπων βιβλίων του, αν και φαντάζομαι πως για κάποιον ήδη εξοικειωμένο με τη βιβλιογραφία το εν λόγω βιβλίο θα αποτελούσε ένα όμορφο κερασάκι στην τούρτα μιας και ο Χέμινγουεϊ απαντά για κάποια ζητήματα που έχουν διχάσει την κριτική και δεν είναι άμεσα κατανοητά από την ανάγνωση.

Έτσι, λοιπόν, φιλοσοφεί στο ζήτημα της αλλαγής ρόλων με αφορμή τον “Κήπο της Εδέμ” και στο γιατί ο Ντέιβιντ δεν μπορεί να τραβήξει το ερωτικό του παιχνίδι ως το τέλος, ή για ποιον λόγο o Φρέντερικ και η Κάθριν δοκιμάζονται τόσο πολύ ακόμα και μακριά από τον πόλεμο στο “Αποχαιρετισμός στα όπλα”.

Είναι πραγματικά ενδιαφέρον να βλέπει κάνεις τι είχε στο μυαλό του ένας συγγραφέας όταν βασάνιζε χωρίς λύπηση τους ήρωές του, ή για ποιον λόγο χρησιμοποιεί ιδιαίτερα γλωσσικά τεχνάσματα σε συγκεκριμένα έργα του. Παρουσιάζεται κάτι που πολύ σπάνια θίγεται, η στυγνή αποτίμηση του οφέλους από τη σκοπιά του δημιουργού.

“Ήθελα να δείξω αυτό, οπότε έβαλα τον πρωταγωνιστή μου να πάθει αυτό, διότι οι αναλογίες μεταξύ των δύο γεγονότων είναι αυτές”, αυτό είναι κάτι που σπάνια το ακούς από τον ίδιο τον δημιουργό, χωρίς πολλές περιστροφές και φιοριτούρες, κάτι το οποίο επίσης θίγεται, μιας και ο Χέμινγουεϊ στο βιβλίο φαίνεται να είναι οργισμένος με τις αμέτρητες εικασίες που επιχειρούν να απαντήσουν σε ερωτήματα που ο ίδιος σκόπιμα άφησε αναπάντητα. Σαν να θέλει να μας πει “Τι θέλετε κύριοι; Γιατί με πρήζετε με το τι συμβαίνει πίσω από τη σκηνή, όταν εγώ σας μιλάω για το τι συμβαίνει πάνω της;”

Το “Καφές με τον Χέμινγουεϊ” είναι μικρό και ευχάριστο ανάγνωσμα, γεμάτο όμως με spoilers για την βιβλιογραφία του και ίσως κάπως στημένο για να προστατέψει τον Χέμινγουεϊ. Βάσιμες απορίες ή κατηγορίες αποβάλλονται ακαριαία ή τουλάχιστον σύντομα (σχέση με το ποτό, ελλιπείς γυναικείοι χαρακτήρες), ενώ κάποιες άλλες όπου ο δημιουργός μπορεί να τις απαντήσει με μεγαλύτερη ευελιξία αναπτύσσονται περίτεχνα.

Σε κάποια άλλα σημεία αυτή η σύγκρουση στόχων του βιβλίου (ειλικρινής συνέντευξη ή υπεράσπιση;) γίνεται κάπως πιο φανερή, μιας και π.χ ο Χέμινγουεϊ φαίνεται να απορρίπτει τις ταμπέλες που του κρεμάνε για να τις επιβεβαιώσει αργότερα. Πιο χτυπητό από όλα είναι πως δίνει ψευδώνυμο στον Curnutt (στην αρχή “μαέστρο”, αργότερα “ποντικομαμή”) η χρήση του οποίου μοιάζει κάπως στημένη και πιο πολύ για να δώσει κύρος ή αέρα στον Χέμινγουεϊ (τον ίδιο αέρα κοσμοπολίτη και cool τύπου που προηγουμένως παραδέχτηκε πως τον κούραζε).

Την ίδια στιγμή ο Χέμινγουεϊ χλευάζει τον Curnutt για τη χρήση υπερβολικού λυρισμού σε κάποιες ερωτήσεις/διατυπώσεις, αλλά τον ίδιο λυρισμό χρησιμοποιεί και ο ίδιος σε κάποιες άλλες απαντήσεις ή στα παραθέματα από κάποια έργα του.

Όλα τα παραπάνω τα λέω για να υπογραμμίσω πως παρόλο που το εν λόγω βιβλίο είναι πραγματικά πολύ ευχάριστο και ενδιαφέρον (και πάμφθηνο, το βρήκα 3 ευρώ!), ίσως δεν είναι ό,τι καλύτερο για κάποιον που πραγματικά και σε βάθος θέλει να μελετήσει τον Χέμινγουεϊ. Αλλά αυτό δεν είναι αντεπιχείρημα. Δεν γίνεται όλα τα βιβλία να είναι βαριά και δεν κάνει να είναι κιόλας. Αν όμως θέλετε κάτι ελαφρύ, ενδιαφέρον και γεμάτο spoilers, τότε σας το συστήνω.

Σχόλια