“Ο Νίκος πλησίασε στο χείλος του γκρεμού. Ήθελε τόσο πολύ να πηδήξει.

«Είναι πολύ ψηλά» σκέφτηκε. Ο άνεμος λυσσομανούσε γύρω του. Αν δεν το έπαιρνε τελικά απόφαση να πέσει στο κενό, ήταν σίγουρο ότι θα τον έριχνε εκείνος ο μανιασμένος αέρας. Μία αόρατη δύναμη που κινεί τον κόσμο, μία άμορφη γροθιά που μπορεί να ξεριζώσει τα πιο γερά δέντρα. Είναι σαν τον έρωτα. Μόνο που ο έρωτας ξεριζώνει καρδιές – και του Νίκου την έβγαλε, την πέταξε στον τοίχο και την ποδοπάτησε. «Γι’ αυτό είμαι εδώ;» αναρωτήθηκε και έσπρωξε με την άκρη του παπουτσιού του ένα πετραδάκι. Το χαλίκι εξαφανίστηκε στην άβυσσο. «Είμαι εδώ επειδή η Κωνσταντίνα με κεράτωσε;». Η απάντηση ήρθε στο νου του πιο γρήγορα από ότι περίμενε. Όχι. Η απιστία της Κωνσταντίνας ήταν η αφορμή και όχι η αιτία.

Έβγαλε ένα τσιγάρο και το παγίδευσε ανάμεσα στα χείλη του. Ψηλάφισε τις τσέπες του για αναπτήρα, αλλά δε βρήκε. «Ποιος επικείμενος αυτόχειρας παίρνει μαζί του τσιγάρα και όχι φωτιά;» σκέφτηκε καγχάζοντας. Ο Νίκος ένιωσε τον μικρό κύλινδρο να κολλάει στα χείλη του. «Σαν πολλές ερωτήσεις δεν έχω για μελλοθάνατος;» ψιθύρισε προσθέτοντας άλλη μία στη λίστα.

«Α ρε ζωή, άδικη ζωή…». Ο κόμπος που έσφιγγε το στομάχι του ανέβηκε στον λαιμό του. Ο Νίκος είχε χάσει τα πάντα. Κάποτε, την Καλή Περίοδο της ζωής του, είχε λεφτά και τώρα χρωστούσε στους πάντες. Έμενε σε ένα μικροσκοπικό δυάρι και δύσκολα τα έβγαζε πέρα. Κάποτε είχε καλούς φίλους, οι οποίοι τώρα τον είχαν παρατήσει – αν και ο ίδιος ήταν που είχε απομακρυνθεί εξαρχής. Κάποτε (νόμιζε πως) είχε τον έρωτα της ζωής του, αλλά τώρα ο Νίκος αποτελούσε απλώς άλλον έναν απατημένο σύντροφο.

Παρατήρησε το σακάκι του. Μα με το καλό του σακάκι θα έπεφτε; Κόστιζε τόσα χρήματα. Το είχε αγοράσει τότε, την Καλή Περίοδο της ζωής του. Και τώρα το σακάκι θα σκιζόταν, θα τσακιζόταν μαζί του, θα βαφόταν βαθυκόκκινο όπως θα έκανε οποιοδήποτε ρούχο κι αν φορούσε – φτηνό ή ακριβό. Ο Νίκος τράβηξε μία αόρατη τζούρα. Το τσιγάρο ταλαντεύτηκε από τον αέρα και έπεσε στον γκρεμό.

Ο Νίκος δεν παρατηρούσε το τοπίο μπροστά του. Όλη εκείνη την ομορφιά που υπήρχε δίχως αυτόν. Εγκλωβισμένος στις άσκοπες σκέψεις του δεν έβλεπε πόσο τυχερός ήταν που απλώς και μόνο του είχε δοθεί η ευκαιρία να ζει σε τούτο τον επίγειο παράδεισο. Που είχε στέγη να τον προστατεύει από το αδυσώπητο κρύο, που είχε να φάει έστω μια μπουκιά φαΐ, που οι γονείς του ήταν ακόμα ζωντανοί και τον αγαπούσαν, που, που… Τόσα «που» τα οποία κάποιοι συνάνθρωποί του δε γνώρισαν ποτέ τους, σε καμία Καλή Περίοδο.

Δεν αναλογίστηκε τίποτε από όλα αυτά. Κι όμως, ξαφνικά, μία άλλη λάμψη στο μυαλό του έδιωξε τον κόμπο που τον έπνιγε. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη και μπήκε στις επαφές του. Ο δείκτης του έμεινε πάνω στο όνομα «Μαρία». Το χάιδεψε σα να μπορούσε να νιώσει το απαλό δέρμα της κάτω απ’ τα ψηφιακά γράμματα που σχημάτιζαν το βαφτιστικό της. Το Μαράκι. Ο πρώτος του έρωτας. Είχαν να μιλήσουν πολλά χρόνια, αλλά όταν είχαν χωρίσει, το είχαν κάνει μετά από συζήτηση και κάτω από ήρεμες συνθήκες. «Λες;» αναρωτήθηκε με μία νέα αχτίδα ελπίδας μέσα του. Πάτησε «Κλήση».

«Ναι;» ακούστηκε η γλυκιά φωνή της από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Μαρία; Ο Νίκος είμαι».

Για λίγο δεν ακούστηκε τίποτα. «Χάθηκες» είπε απλά η κοπέλα.

«Το ξέρω. Σε πήρα γιατί ήθελα να δω τι κάνεις… είμαι σε μία πολύ άσχημη φάση και…».

«Άσε με να μαντέψω» τον διέκοψε εκείνη. «Είσαι έτοιμος να κόψεις τις φλέβες σου;».

«Μαρία, τι λες τώρα, υπερβάλλεις… Απλά-».

«Εγώ υπερβάλλω; Πάλι τα ίδια, ρε Νικολάκη; Δεν τα είχαμε πει αυτά; Είσαι πρωταγωνιστής κοινωνικού έργου, όχι δράματος. Είσαι μια χαρά, είμαι σίγουρη».

«Μαρία… αυτή τη φορά τα πράγματα είναι πολύ άσχημα… ».

«Νίκο μου, τα ξανάπες αυτά και στο παρελθόν. Θες να βγούμε να τα πούμε από κοντά ήρεμα κι ωραία; Και θα δεις ότι δεν έχεις τίποτε σοβαρό».

Μίλησαν λίγο ακόμη. Κανόνισαν για ποτό. Έβαλε το κινητό πίσω στην τσέπη του τζιν παντελονιού. Ο Νίκος, σαν υπνωτισμένος, κοιτούσε μπροστά χωρίς να παρατηρεί την αγριεμένη θάλασσα που έγλειφε μανιασμένα τα κοφτερά βράχια από κάτω του.

Ο Νίκος ήθελε πολύ να πηδήξει.

Και πήδηξε.”

 

amfitheatro2b

 

Καθηγητής Λογοτεχνίας: Το κείμενο είναι γεμάτο με συμβολισμούς. Ακόμα και η χρήση της καθημερινής γλώσσας αντικατοπτρίζει την εικόνα του πρωταγωνιστή ο οποίος αρέσκεται σε λαϊκισμούς και ρηχότητες. Το χείλος του γκρεμού συμβολίζει τη νοητή γραμμή αυτοκαταστροφής που κρύβουμε μέσα μας. Αυτή μπορεί να είναι η καταφυγή στο αλκοόλ, στο τσιγάρο, στην κατάθλιψη, στον “εύκολο” ή αγοραίο έρωτα…  Η τελευταία πρόταση του κειμένου περιέχει μία διττή αλήθεια για όσους αποφασίζουν να οδηγήσουν τον εαυτό τους στην επανάληψη των ίδιων λαθών που έκαναν και παλιότερα. Ο πρωταγωνιστής, λοιπόν, πήδηξε στο γκρεμό ή…

Φοιτητής: …πήδηξε την πρώην;

(Γέλια στο αμφιθέατρο)

Καθηγητής (χαμογελώντας): Θέτοντάς το ωμά, ναι, αυτό ακριβώς αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας.

(Ξαφνικά επικρατεί ησυχία. Κάποιοι ανακάθονται άβολα στα καθίσματά τους και άλλοι ψιθυρίζουν σοκαρισμένοι)

Φοιτήτρια: Κύριε καθηγητά, αυτό το κείμενο είναι αισχρό!

Καθηγητής: Είναι αισχρό για τα αισχρά μυαλά, δεσποινίς μου. (βλέπει ένα χέρι να σηκώνεται στο βάθος)…Ναι;

Φοιτητής: Εγώ κύριε βλέπω απλώς έναν άντρα που ήθελε να πέσει στον γκρεμό γιατί ήταν κλαψομ-

Καθηγητής: Καπλάνογλου! Πρόσεχε τα λόγια σου! Όπως προείπα, το συγκεκριμένο απόσπασμα περιέχει πολλούς συμβολισμούς και δεν κυριολεκτεί. Ουδείς επικείμενος αυτόχειρας θα ανησυχούσε για το σακάκι του αν θα λερωνόταν ή όχι μετά την πτώση του. Όπως και κανένας που στ’ αλήθεια έχει αποφασίσει να αφαιρέσει τη ζωή του, δε θα σκεφτόταν να τηλεφωνήσει σε παλιότερη σχέση του. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας ρηχός άνθρωπος που αρέσκεται στην αυτολύπηση και δεν εκτιμά την αξία της ζωής. Δεν βρίσκεται στην πραγματικότητα μπροστά σε γκρεμό, αλλά στα πρόθυρα της αυτοκαταστροφής.

Φοιτητής: Και πού το ξέρετε εσείς; Ρωτήσατε τον ίδιο τον Ντρίμοβιτς;

Καθηγητής (με κόκκινα μάγουλα): Ο κύριος Ντρίμοβιτς  – όπως είπαμε πριν διαβάσουμε το απόσπασμα και εσείς προφανώς με γράφατε στα παλιά σας υποδήματα – πέθανε 10 χρόνια πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκτός αν με θεωρείται τόσο αρχαίο. Από τη στιγμή λοιπόν που δεκάδες αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο γκρεμός δεν είναι πραγματικός, τότε δεν είναι.

Φοιτητής: Εγώ βάζω στοίχημα ότι αν ήταν εδώ ο κύριος Ντρίμοβιτς θα σας αποκάλυπτε ότι  δεν είχε στο μυαλό του όλες αυτές τις ψαγμένες αναλύσεις γράφοντας το κείμενό του.

(Γέλια ξανά στο αμφιθέατρο)

Καθηγητής: Ησυχία! Αν δεν έχεις να στηρίξεις κάπου την άποψή σου να μη μιλάς βιαστικά αγαπητέ μου.

Φοιτητής: Εσείς δεν ξέρω που στηρίζετε τις δικές σας απόψεις μα τέλος πάντων… Τελικά, στο τέλος πήδηξε ή δεν πήδηξε ο πρωταγωνιστής;

Καθηγητής: Πήδηξε ΚΑΙ δεν πήδηξε. Γύρισε στα ίδια, όπως θα έκανε και κάθε αυτοκαταστροφικός άνθρωπος. Επομένως, η νέα πτώση του ξεκίνησε πριν καλά-καλά αρχίσει η προηγούμενη. Και αν αναλογιστούμε ότι…

Φοιτητής (ψιθυριστά στον διπλανό του): Αν η Μαρία ήταν δεκάρι κι εγώ θα πήδαγα στη θέση του…

Και ο Διπλανός του (νυσταγμένα): Ρε φίλε, σοβαρά τώρα κάνεις διάλογο με αυτόν τον τύπο; Πάμε για καφέ.

 

Το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο σε όσους έχουν παρακολουθήσει ή παρακολουθούν μαθήματα όπως: «Λογοτεχνία 1-2-3», «Ιστορία της Λογοτεχνίας 1-2-3», «Βαρετή Ανάλυση κατά τ’άλλα γαμάτων Κειμένων»(επιλογής), «Λογοτεχνία ή Τέχνη της Αποστήθισης κριτικών;» κτλ.

Σχόλια