Κάθε μέρα γυρίζω σπίτι απ’τον ίδιο δρόμο Χ, ίδια ώρα – 12 και μισή. Κάθε μέρα περπατάω απ’τα ίδια πεζοδρόμια,
στον ίδιο δρόμο Χ – πρώτα στο αριστερό πεζοδρόμιο μέχρι την ταβέρνα και μετά στο δεξί. Κάθε μέρα στο περνάω απ’τα ίδια σπίτια, με την ίδια σειρά,απ’το ίδιο δεξί πεζοδρόμιο, στον ίδιο δρόμο Χ. Πρώτα το εγκαταλειλημμένο σπίτι με τη σιδερένια πόρτα.Μετά το γαλάζιο ξεθωριασμένο σπίτι με το πάντωτε ανοικτό παράθυρο με τις κίτρινες κουρτίνες. Μετά απ’το μπεζ αδιάφορο σπίτι και μετά,μετά περνάω πάντα απ’την ίδια καγκελένια σκουριασμένη πόρτα με το ασπρόμαυρο χερούλι που φτάνει το ύψος τον ματιών μου.Κάι κάθε μέρα που περνάω απ’την ίδια καγκελένια πόρτα, δεν την κοιτάω ποτέ αμέσως, μόνο αφήνω το βλέμμα μου ν’αγγίξει -απ’τα αριστερά-
το ασπρόμαυρο χερούλι. Και κάθε μέρα που τα μάτια μου αγγίζουν -απ’τα αριστερά- το ασπρόμαυρο χερούλι, νιώθω ένα σκυλί, λυσσασμένο και δαιμονιασμένο να μου γαβγίζει. Και κάθε μέρα που το σκυλί γαβγίζει, νιώθω την καρδιά μου να σπάει κομμάτια και το βλέμμα μου να απομακρύνει κάθε άλλη εικόνα εκτός απ’τα δόντια του σκυλιού. Και κάθε μέρα που η καρδιά μου σπάει, λέω στον εαυτό μου πως το φαντάστηκα, πως δεν υπάρχει σκύλος, πως δεν υπάρχουν δόντια. Και κάθε μέρα που λέω στον εαυτό μου πως το φαντάστηκα, γυρνάω αποφασιστηκά
το κεφάλι μου με όλη μου τη δύναμη για να κοιτάξω το σκύλο στα μάτια,με την ελπίδα πως δε θα ‘ναι εκεί. Και κάθε μέρα που γυρνάω με όλη μου τη δύναμη να κοιτάξω το σκυλί στα μάτια, αυτό δεν είναι ‘κει, και στη θέση του είναι μόνο ένα άκακο ασπρόμαυρο χερούλι, πάνω στη σκουριασμένη πόρτα, που βρίσκεται στο ύψος των ματιών μου. Και κάθε μέρα που το σκυλί δεν είναι εκεί, γελαώ με τη μικρή κι ανόητη ψευδαίσθηση που μ’έκανε και “είδα” ένα λυσσασμένο σκυλί να γαβγίζει πίσω απ΄την καγκελένια πόρτα. Και κάθε μέρα που γελάω, κάνω κρυφά από μέσα μου μια ευχή να ευχαριστήσω κάτι, δεν ξέρω τι, που δεν ήταν εκεί το λυσσασμένο το σκυλί. Και κάθε μέρα που κάνω μια ευχή να ευχαριστήσω κάτι, συνεχίζω και περπατάω το ίδιο δεξί πεζοδρόμιο, στον ίδιο δρόμο Χ. Και κάθε φορά που πάω να στρίψω απ’τον ίδιο δρόμο Χ σ’ ένα άλλο δρόμο, λέω στον εαυτό μου ότι αύριο δε θα με ξεγελάσει το βλέμμα μου. Και κάθε μέρα που λέω πως δε θα με ξεγελάσει το βλέμμα μου, κάτι ραγίζει μέσα μου και σπάει γιατί δεν το πιστεύω αληθινά. Και κάθε μέρα που δεν πιστεύω αληθινά ,περνάω απ’τον ίδιο δρόμο Χ, πριν στρίψω για τον άλλο δρόμο και με κατασπαράζει το δαιμονισμένο το σκυλί πριν να περάσω την καγκελένια σκουριασμένη πόρτα με τ’ασπρόμαυρο χερούλι. Και κάθε μέρα που περνάω απ’την ίδια καγκελένια πόρτα, ο σκύλος μ’έχει ήδη κατασπαράξει, οπότε ξεχνάω πως ήταν παραίσθηση και η καρδιά μου σπάει. Και κάθε μέρα που η καρδιά μου σπάει, όταν περνάω απ’τον ίδιο δρόμο Χ, τρέμω τη στιγμή που το σκυλί θα με κατασπαράξει αληθινά, αν δεν το έχει ήδη κάνει.

Εγώ λέω σήμερα να πάω από έναν άλλο δρόμο, που δεν έχω παέι ποτέ. Από ένα δρόμο που δεν ξέρω αν έχει σκυλιά, καγκελένιες πόρτες ή ασπρόμαυρα χερούλια. Και άμα δω μπροστά μου τον ίδιο δρόμο Χ, θα του γυρίσω την πλάτη γιατί με κούρασε με τα σκυλιά,τα δόντια και τα πεζοδρόμια. Έτσι κι αλλιώς δεν μ’αναγκάζει κανείς να περπατώ στον ίδιο δρόμο Χ κάθε μέρα, απ΄τα ίδια πεζοδρόμια.

THE END.

Σχόλια