…δεν πειράζει όμως που δεν έμεινες. Έχω σκαρφιστεί ένα κόλπο. Λίγο πριν πέσω για ύπνο, αφού σκουπίσω τα μάτια μου καλά, ανάβω ένα τσιγάρο και το αφήνω στο τασάκι να καίγεται. Ψεκάζω τα σεντόνια με το άρωμά σου και βάζω ένα μαξιλάρι πλάγια, απ’την πλευρά του τοίχου, εκεί που σου άρεσε να κοιμάσαι. Μετά ξαπλώνω. Μυρίζω λίγο από σένα και ακουμπάω το κεφάλι μου στο πλάγιο μαξιλάρι. Ακριβώς όπως ακουμπούσα επάνω σου. Θα τραβήξω δυο-τρεις φορές τα μαλλιά μου στα πλάγια μέσα στην νύχτα, να μην σε ενοχλούν. Σε ενοχλούσαν… το θυμάμαι. Το πρωί γκρίνιαζες. Γλυκά πάντα. Καμιά φορά δε σκουπίζω τα μάτια μου. Τα αφήνω να σε μουσκέψουν, και λέω πως ίδρωσες, και αλλάζω θέση. Ανοίγω πότε πότε και το παράθυρο να σε χτυπήσει λίγος αέρας. Και προσέχω μην με πάρει ο ύπνος και δεν το κλείσω και αρπάξεις κανένα κρύωμα. Ξαπλώνω πάλι δίπλα σου και μέχρι να με πάρει ο ύπνος σε χαϊδεύω και σου μιλάω. Συνήθως σου λέω όσα δεν πρόλαβα να σου πω. Και μερικά που φοβήθηκα να σου πω. Και αν τύχει καμιά φορά και θυμηθώ ότι δεν είσαι πλάι μου, ή θυμηθώ ότι δεν πρέπει να το κάνω αυτό γιατί δεν έχει λογική, θυμώνω με τον εαυτό μου. Που με παίρνει από κοντά σου. Αφού μου την έκλεψες την λογική όταν σε γνώρισα, δε θα σε αφήσω να μου την επιστρέψεις φεύγοντας. Παρ’ τη μαζί σου, δεν την θέλω. Κράτα την εσύ. Δωσ’ την στον επόμενο αν θες, δε με νοιάζει τι θα την κάνεις. Αν και νομίζω πως πρέπει να την κράτησες εσύ. Νομίζω τώρα τελευταία είχες αρχίσει να την δοκιμάζεις και πάνω σου. Να δεις αν σου πηγαίνει. Μη ρωτήσεις εμένα να σου πω. Δε θα ‘ναι αλήθεια. Στα μάτια μου όλα σου πήγαιναν. Όλα σου πηγαίνουν. Θα με πείσω ότι είσαι δίπλα μου ξανά, και θα κλείσω τα μάτια μου. Συνήθως θα σε ονειρευτώ. Το πρωί θα ξυπνήσω, θα μυρίσω το τσιγάρο που έχει καεί, και θα σου γκρινιάξω ότι πάλι κάπνισες μες στο δωμάτιο. Μετά θα ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου, θα θυμηθώ, και θα πετάξω το μαξιλάρι στο πάτωμα. Θα ανοίξω το παράθυρο να φύγει η μυρωδιά του τσιγάρου σου και θα ρίξω τα σεντόνια στα άπλυτα, να μην μυρίζει σαν εσένα. Αν έχει ήλιο θα ξεχαστώ κάπως. Ίσως να καταφέρω να ελπίζω και λίγο, έτσι για μερικά δευτερόλεπτα μέσα στην μέρα. Ο ήλιος βοηθάει. Πάντα βοηθάει. Το βράδυ θα ξαναγυρίσω και θα παίξω το ίδιο έργο. Τσιγάρο, άρωμα, μαξιλάρι, καμιά φορά παράθυρο, τα μαλλιά στα πλάγια και θα σου μιλάω. Μέχρι να κοιμηθώ. Εσύ δεν κοιμάσαι ποτέ. Δεν τα καταφέρνω ποτέ να σε κοιμήσω. Δεν ξέρω γιατί. Τα βράδια δεν κοιμάσαι ποτέ. Μόνο τη μέρα. Τη μέρα με ήλιο. Όταν θα καταφέρω να σε κοιμήσω βράδυ, τότε ίσως να γελάσω το πρωί. Να τα αφήσω όλα στην θέση τους και να φύγω χαμογελώντας. Θα βρέχει, δε θα ‘χει ήλιο. Και θα περπατάω και θα γελάω. Μέχρι τότε όμως θα σκαρφίζομαι τα κόλπα μου, και θα ξαπλώνω πλάι σου. Με ψυχή, νου και σώμα παραδομένα στην πλάνη σου. Στην πλάνη μου. Καληνύχτα…

 

Το παραπάνω κομμάτι είναι μέρος θεατρικού μονολόγου του Κυριάκου Βλάχου. Εντάσσεται στα σύνολα ευρύτερης θεατρικής παράστασης και αποτελεί το κλείσιμο του έργου. 

Σχόλια