Πλησίαζε στη στάση των λεωφορείων με άρρυθμο βηματισμό που εναλλασσόταν ανάμεσα στην απειλητική ορμητικότητα τριών-τεσσάρων διασκελισμών και την επιφυλακτική επιβράδυνση κάθε δύο επόμενων. Πιθανόν, εκτός από την εξίσου άρρυθμη ροή των σκέψεών του που εξέπεμπε το έντρομο βλέμμα του με τις πλήρως διασταλμένες κόρες του, να τον αποσυντόνιζε το υφασμάτινο παντελόνι του, που παρά την προσεγμένη παλιομοδίτικη τσάκιση του, σίγουρα προερχόταν από κάποιον αισθητά πιο εύσωμο (πρώην) ιδιοκτήτη. Όπως και το βυσσινί σακάκι του με τα «δορυφορικά» μανικετόκουμπα. Όχι απαραίτητα από τον ίδιο (πρώην) ιδιοκτήτη. Αλλά όπως και να ‘χει, με ραφές που είχαν εγκαταλείψει τον ορίζοντα της ωμοπλάτης και κατευθύνονταν προς τους αγκώνες προδίδοντας ακόμα μια ατυχή «επιλογή». Ευτυχώς η πυκνή συρματόπλεχτη γενειάδα του διόγκωνε κάπως τα χαρακτηριστικά του προσώπου του περιορίζοντας υποτυπωδώς αυτήν την αισθητική δυσαρμονία.

Τελικά τα ρούχα του, η γενειάδα του κι ο ίδιος κάπου ανάμεσα σ’ αυτά, κοντοστάθηκαν για λίγο κάτω από τον ηλεκτρονικό πίνακα των αφίξεων. Όμως το βλέμμα του, που μέχρι τότε φώτιζε μόνο το δάπεδο κάθε επόμενου βήματός του, δεν έφτασε ποτέ μέχρι το ύψος της οθόνης. Παρά μόνο αναρριχήθηκε πόρο-πόρο στη γυμνή, μπιμπικιασμένη από την βραδινή ψύχρα, επιδερμίδα δύο άγουρων γυναικείων ποδιών που στέκονταν παραδίπλα, μέχρι να πιαστεί κάπως πιο σταθερά από τις τσέπες του τζίν σορτς που αφελώς (δεν) τα κάλυπτε. Οι κόρες των ματιών του, ήδη στο έπακρο διασταλμένες, αδυνατώντας να διευρυνθούν άλλο, παρέσυραν τα γειτονικά αγγεία που άρχισαν πλέον να ραντίζουν το ασπράδι των ματιών. Κι οι φλέβες στους κροτάφους πάλλονταν σαν ρίζες δέντρου που πάσχιζαν να σκίσουν τη γη και ν’ αναπνεύσουν. Έτσι μετέωρος όπως ήταν,  γαντζωμένος από τις δύο τσέπες της, έτρεμε να κοιτάξει μπροστά κι έστρεψε το βλέμμα προς τον κρατήρα της γέννησής της που ήταν επίσης γυμνός, κι όσο συνέχιζε την αναγνωριστική χαρτογράφηση προς τα πάνω, το «έδαφος» γινόταν ολοένα και πιο ανάγλυφο. Απελπισμένος, άφησε τα χέρια από τις τσέπες, έπιασε πιο σφιχτά το κορδόνι από τον άτυπο χαρτ(ιν)οφύλακά του και με μία κυματοειδή κίνηση της παλάμης έλεγξε τη γαλήνη της επιμελημένης του ασημόγκριζης χωρίστρας που πιθανόν να είχε ηλεκτριστεί. Τα υπέρδιπλα ρούχα του ξαφνικά άρχισαν να τον πνίγουν κατασπαράσσοντας και το τελευταίο ίχνος αέρα ανάμεσα σ’ αυτά και στο σώμα του.

Έριξε ένα τελευταίο λοξό φευγαλέο βλέμμα και απομακρύνθηκε από τη στάση, αυτή τη φορά με συγχρονισμένο βήμα, μάλλον στο ρυθμό της απειλούμενης βιασύνης του. Όταν ένιωσε πως έχει χαθεί από το οπτικό πεδίο της στάσης, σταμάτησε μπροστά σε μια εγκαταλειμμένη βιτρίνα με μακρόστενους καθρέφτες από αυτούς που κρύβουν τα είδωλα του δρόμου πίσω τους μοιραίους λεκέδες κάθε εγκατάλειψης και μερικά πολύχρωμα αποτυπώματα των πιο αργόσχολων περαστικών. Ωστόσο δε γύρισε το πρόσωπό του προς τα εκεί. Έβγαλε από την εσωτερική του τσέπη ένα τετράγωνο δείγμα καθρέφτη σε μέγεθος λίγο μεγαλύτερο του γραμματοσήμου και μία χτένα, ίσως το μοναδικά προσωπικά του κειμήλια. Καθώς ξεκίνησε να περιποιείται σχολαστικά τη χωρίστρα του, τα τσιτωμένα του μάτια, που μόλις και μετά βίας φαίνονταν στην πλευρά του καθρέφτη, του ψιθύρισαν ακτινοβολώντας αυτοπεποίθηση μια μόνο φράση:
«Φτου σου αγόρι μου…»

Σχόλια