Ένας πρωτοπόρος της ποίησης, χειριζόταν τον λόγο και τη φαντασία του με έναν λυρισμό πρωτόγνωρο θέλοντας να αποτυπώσει την απόλαυση αλλά και τη βαναυσότητα της ζωής ως απόρροια η μία της άλλης. Αποτέλεσε μεταβατικό σταθμό στην τέχνη, ανοίγοντας τον δρόμο από τον ρομαντισμό στην νεότερη συναισθηματική και εγκεφαλική ποίηση. O ίδιος έχει γράψει: «Ο καλλιτέχνης, ο αληθινός καλλιτέχνης, ο αληθινός ποιητής, δεν πρέπει να ποιεί παρά μόνον όταν βλέπει και όταν ακούει. Πρέπει να είναι αληθινά πιστός στην φύση του» «Το Ωραίο πάντα θα είναι παράξενο. Δεν λέω ότι θα είναι παράξενο εκούσια και ψυχρά, διότι τότε δεν θα ήταν παρά ένα τέρας που ξεπήδησε μέσα από τις ατραπούς της ζωής. Λέω απλώς ότι πάντα θα ενέχει ένα στοιχείο παραδοξότητας, όχι ηθελημένης αλλά υποσυνείδητης. Και σε αυτήν την παραδοξότητα θα έγκειται και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα το καθιστά ωραίο». Ας δούμε λίγα πράγματα για τη ζωή του.
Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ γεννήθηκε στο Παρίσι την 9η Απριλίου τoυ 1821. Οι γονείς του ήταν ένα αταίριαστο θα μπορούσαμε να πούμε ζευγάρι, καθώς όταν παντρεύτηκαν ο πατέρας του ήταν ήδη 60 ετών ενώ η μητέρα του μόλις 26. Και οι δυο τους πάντως κινούνταν σε αριστοκρατικούς κύκλους και διακρίνονταν από ευγενικούς τρόπους. Ο ποιητής μόλις που πρόφτασε να γνωρίσει τον πατέρα του, που πέθανε 6 χρόνια μετά τη γέννησή του. Έτσι, έμεινε μόνο με τη μητέρα του και την ηλικιωμένη υπηρέτρια τους για την οποία έγραψε και ένα τραγούδι. Όλη όμως η χαρά της παιδικής του ηλικίας ήταν η χήρα μητέρα του που κυριολεκτικά λάτρευε, όπως και εκείνη τον ίδιο. Όταν όμως η γυναίκα αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, γεννήθηκε ένα μίσος που το κράτησε σ’ όλη του τη ζωή.
Το 1832 στάλθηκε ως εσώκλειστος σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο, γιατί μεταδόθηκε η χολέρα στο Παρίσι, ύστερα φοίτησε σ’ ένα κολλέγιο και το 1836 στο λύκειο του Μεγάλου Λουδοβίκου. Ήταν ένας από τους πιο επιμελείς μαθητές, δεν μπορούσε όμως να συμβιβαστεί με την πειθαρχία και τον περιορισμό. Τελικά εκδιώκεται το 1839 από το λύκειο και αναγκάζεται να γυρίσει στο σπίτι του. Ο πατριός και η μητέρα του μη ξέροντας τι να κάνουν, του παραχωρούν ελευθερία και λεφτά για να διασκεδάζει και εκείνος πηγαίνει κατευθείαν στο Καρτιέ-Λατέν, στέκι μποέμ καλλιτεχνών και ποιητών, αρχίζοντας μια ζωή κραιπάλης. Η οικογένεια τρομάζει και για να τον αποτραβήξει από τις συνήθειες που είχε αρχίσει να αποκτά του προτείνει να σαλπάρει για την Καλκούτα της Ινδίας. Ο Μπωντλαίρ όντας λάτρης της περιπέτειας και των ταξιδιών φυσικά και δέχεται. Το ταξίδι δεν ολοκληρώθηκε αφού ο νεαρός τότε ποιητής, γύρισε στο Παρίσι με την πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε.
Πίσω στη γενέτειρα του ασχολείται με το γράψιμο και δεν χάνει ευκαιρία για γλέντια και διασκέδαση. Τότε γνωρίζει την νεαρή μιγάδα Ζαν Ντυβάλ, που τον μύησε στις απολαύσεις αλλά και στις πληγές του έρωτα, και αποτέλεσε τη μούσα για ένα μεγάλο μέρος του έργου του. Σε ηλικία 30 ετών είχε σπαταλήσει όσα χρήματα του άφησε ο πατέρας του και μετά από πολύ κόπο και αναζητήσεις καταφέρνει να εκδώσει τη μια και μοναδική ποιητική του συλλογή «Άνθη του Κακού» το 1850. Μέσα σε αυτή τη συλλογή υπήρχαν έξι ποιήματα που η συντηρητική και σεμνότυφη τάξη του Παρισιού τα χαρακτήρισε ως άσεμνα, και το αποτέλεσμα ήταν να αφαιρεθούν στην επόμενη έκδοση της συλλογής μετά από δικαστική απόφαση.
Όλη αυτή η ιστορία έστρεψε τα βλέμματα επάνω του χαρίζοντας του δόξα και αναγνώριση αλλά όχι ιδιαίτερες χρηματικές απολαβές και έτσι εγκαταλείπει το Παρίσι άρρωστος, κυνηγημένος από τους δανειστές του, και με προορισμό τις Βρυξέλλες με σκοπό να βρεί χρήματα. Το σχέδιο του ναυαγεί και έτσι γυρνά στην πόλη του, όπου μετά από λίγο καιρό σε μια βόλτα με φίλους πέφτει στη μέση του δρόμου χτυπημένος από την αφασία. Ο θάνατος του δεν αργεί αφού κατέληξε σε διάστημα σχεδόν ενός χρόνου, στις 31 Αυγούστου του 1867.

Σχόλια