Όλοι έχουμε διαβάσει το 1984, βιβλίο-ορόσημο του 20ου αιώνα, σκληροπυρηνικά πολιτικό, μέσω των σελίδων του έχουμε άλλωστε γνωρίσει τον Γουίστον, που ερωτεύτηκε τη Τζούλια που πρωτοστατούσε στα δίλεπτα μίσους φορώντας ζώνη αγνότητας, αλλά εντέλει ήταν με τους άλλους, τον Γουίνστον που στην τελευταία σειρά του βιβλίου αγάπησε τον Μεγάλο Αδελφό, αφήνοντας όλους εμάς τους συγκλονισμένους αναγνώστες που διαπράξαμε μέσω αυτού του βιβλίου το αμάρτημα της σκέψης να πιστέψουμε πως μάλλον δεν υπάρχει ελπίδα κόντρα στο απολυταρχικό, παντοδύναμο σύστημα που έχουμε απέναντι μας. Όλοι ξέρουμε επίσης τη Φάρμα των Ζώων, μια αλληγορία για την έκβαση της Ρώσικης επανάστασης, για αυτούς που έγιναν περισσότερο ίσοι από τους άλλους και κατέληξαν να ντύνονται και να φέρονται ακριβώς όπως αυτοί που απέβαλαν από την εξουσία. Ενδεχομένως κάποιοι από μας να έχουμε διαβάσει και το Πεθαίνοντας στην Καταλονία, το τοποθετημένο στον ισπανικό εμφύλιο αυτοβιογραφικό σχεδόν πόνημα του συγγραφέα που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή να πολεμάει ενάντια στις φασιστικές δυνάμεις του Φράνκο. Σε κάθε περίπτωση ο άγγλος Τζωρτζ Όργουελ- γεννημένος Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ- είναι ένα λογοτεχνικό ρεύμα από μόνος του, ένα αυτόφωτο φαινόμενο που αδυνατεί να βρει μιμητές. Συγγραφέας, δημοσιογράφος, ποιητής, εξαιρετικά φτωχός, δημοκράτης σοσιαλιστής, αντικομουνιστής, αμφιλεγόμενος και πολυδιαβασμένος, ο Τζωρτζ Όργουελ αξίζει την προσοχή σας για άλλη μια φορά, συγκεκριμένα για τα λιγότερο γνωστά έργα του, Η παγίδα του χρήματος και οι Άθλιοι του Παρισίου και του Λονδίνου.

Η παγίδα του χρήματος[1]

Ως ένας άλλος Γουίστον, ο πρωταγωνιστής αυτού του βιβλίου που εκδόθηκε το 1936, ο Γκόρντον Κόμστοκ κάνει τη δική του αντίσταση απέναντι αυτή τη φορά σε έναν πιο απτό αλλά εξίσου παντοδύναμο εχθρό που δεν λέγεται Μεγάλος Αδελφός, αλλά καπιταλιστική και αστική οργάνωση της αγγλικής κοινωνίας του μεσοπολέμου. Ο Γκόρντον παραιτείται από την διαφημιστική εταιρία που δουλεύει, απορρίπτει τα ιδανικά της κοινωνίας στην οποία εντάσσεται, και δουλεύει για ελάχιστα χρήματα σε ένα παλιό βιβλιοπωλείο μηδενικής προσέλευσης, ενώ προσπαθεί να γράψει το δικό του βιβλίο. Αποκηρύσσοντας την αξία του χρήματος και τη δομή της κοινωνίας, ο Γκόρντον περιθωριοποιείται, φτάνει στο χείλος της απόλυτης ανέχειας, αποπροσανατολίζεται πλήρως. Για άλλη μια φορά βλέπουμε στο οργουελικό έργο ένα πρωταγωνιστή που ζημιώνεται ο ίδιος από τη ρήξη με το σύστημα, καθώς το σύστημα μπορεί να συνεχίσει και με άλλους σαν και αυτόν, ενώ ο αρνητής του καταβαραθρώνεται. Μέσω των σκέψεων του πρωταγωνιστή υπογραμμίζονται και οι στοχασμοί του ίδιου του συγγραφέα για τη παντοδυναμία του χρήματος, τον διαχωρισμό των κοινωνικών τάξεων, την καταπίεση και οικονομική εκμετάλλευση των ασθενέστερων. «Έφερε στο νου του μια εικόνα του Λονδίνου και του δυτικού κόσμου. Είδε εκατομμύρια σκλάβους να αγωνίζονται και να μοχθούν γύρω από το θρόνο του θεού-χρήματος. Η γη οργώνεται, τα πλοία ταξιδεύουν, οι ανθρακωρύχοι ιδρώνουν στις υπόγειες στοές, οι υπάλληλοι τρέχουν να προλάβουν το τραίνο των οχτώ και τέταρτο με το φόβο ότι το αφεντικό τους θα φάει τη ζωτικότητα τους. Ακόμη και όταν είναι στο κρεβάτι με τις γυναίκες τους, τρέμουν και υπακούνε, Υπακούνε σε ποιον; Στο ιερατείο του χρήματος, στα αφεντικά αυτού του κόσμου με τα ροδαλά πρόσωπα. Στην Ανώτερη Τάξη.» Τα δευτερεύοντα πρόσωπα του έργου, η άγαμη αδελφή, η ερωμένη, ο μαρξιστής εκδότης περιοδικού, ο ανώτερος στη διαφημιστική συντελούν στη δημιουργία μιας χαρακτηριστικής εικόνας για τη μέση και χαμηλότερη τάξη της Αγγλίας εκείνων των χρόνων, για τις συνθήκες ζωής, τα ταπεινά όνειρα, τον άκρατο φιλελευθερισμό και την εμφιλοχώρηση σοσιαλιστικών ιδεών. Ο Γκόρντον δεν θέλει να γίνει υπάλληλος γραφείου, δείχνει να απορρίπτει και να σαρκάζει τα χαμηλόμισθα γρανάζια του συστήματος που δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης. Την ίδια στιγμή ωστόσο η απόφαση του να αποτιναχθεί από το ζυγό αυτού του συστήματος τον καθιστά θλιβερά ανελεύθερο. Στο περιθώριο της κοινωνίας, ο πρωταγωνιστής δεν μπορεί να γράψει, δεν μπορεί να κάνει μια εκδρομή, δεν μπορεί να κάνει ούτε έρωτα με την ερωμένη του υπό το φόβο του ερχομού ενός παιδιού, συνελόντι ειπείν, δεν μπορεί να ζήσει. Εντέλει, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς παρά να πέσει στη παγίδα του χρήματος, δουλεύει πάλι στην διαφημιστική και  παντρεύεται τη Ρόζμαρι που περιμένει το παιδί του, ακολουθώντας πλήρως τα αστικά πρότυπα. Και, ομολογώντας την ήττα του, προσπαθεί να προσδιορίσει το συναίσθημα που του προκαλεί η παράδοση: «Τι να ήταν άραγε; Ντροπή, μιζέρια, απογοήτευση; Οργή επειδή πιάστηκε πάλι στη παγίδα του χρήματος; Μήπως ήταν πλήξη που σκεφτόταν το ζοφερό μέλλον; Προσπάθησε να προσδιορίσει την αίσθηση αυτή καλύτερα, να την αντιμετωπίσει, να την εξετάσει. Ήταν ανακούφιση.»

images 2 orwell

Οι άθλιοι του Παρισιού και του Λονδίνου[2]

«Η πρώτη σου επαφή με τη φτώχεια είναι πολύ παράξενη.. Πίστευες ότι θα ήταν πολύ απλό, όμως είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Πίστευες ότι θα ήταν τρομερό, είναι απλώς βρωμερό και ανιαρό. Αυτό που ανακαλύπτεις πρώτο είναι η αλλόκοτη αχρειότητα της φτώχειας, οι αλλαγές που σου προκαλεί, η περίπλοκη μικροπρέπεια, η ευτέλειαΟ νεαρός Τζωρτζ Όργουελ γράφει αυτό το βιβλίο προτού γράψει τα μεγάλα του έργα, πρόκειται για μια δοσμένη με λογοτεχνικότητα, χιούμορ αλλά και αβάστακτη ειλικρίνεια περιγραφή των εμπειριών που αποκόμισε ζώντας υπό συνθήκες ανείπωτης πενίας στις μητροπόλεις της Ευρώπης, το Παρίσι και το Λονδίνο αντίστοιχα. Ο συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με τη πείνα, τη ζωή στους δρόμους και στους κοιτώνες των αστέγων, την ανέχεια και τη περιφρόνηση και μας συστήνει τους συντρόφους του, ανθρώπους για τους οποίους κανείς δεν γράφει, αλλά ο καθένας μάλλον προσπερνάει βιαστικά. Έργο σκληρό, αληθινό και δυστυχώς διαχρονικό, οι Άθλιοι του Παρισίου και του Λονδίνου αποτελούν μια σιγανή καταγγελία φωτίζοντας τις συνθήκες ζωής όσων παλεύουν μοναχά για ψωμί και στέγη.

[1]  Η παγίδα του χρήματος έχει εκδοθεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κάκτος το 2004.

[2]  Στα ελληνικά εκδόθηκε το 2010 από τις εκδόσεις Ασβός σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά.

Σχόλια