Φωνή δυνατή, τσιριχτή, έντονη, σκληρή. Πικρός καφές, να ταιριάζει με το είναι σου. Πίνεις μια, δυο.. βαρέθηκες. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Απλώνεις το χέρι νοχελικά και τρομαγμένα. Πιάνεις το κάρβουνο, το μαλακό, το μαύρο, το φτηνό. Δεν υπάρχει επιφάνεια στο σπίτι που να μην έχεις βάψει. Δεν ξέρεις που αλλού να ζωγραφίσεις. Όλα είναι μπλε, όλα είναι μπλε. Το μυαλό σου ουρλιάζει. To χέρι σου τρέμει. Πού θα βάψω, πού θα βάψω; Μόνο ο καθρέφτης έμεινε.. Πλησιάζεις μηχανικά και κοιτάς το πρόσωπο σου, σα να μην το ξέρεις. Αρχίζεις και ζωγραφίζεις αργά αργά, με υπομονή , πρώτα τα μάτια, μετά τα χείλη, μετά τη μύτη, τα μάγουλα, το λαιμό.. Προχωράς με ευλάβια, να καλύψεις κάθε στοιχείο του χαρακτηρα σου στο μαύρο, να το πνίξεις στο χρώμα. Όλα είναι μπλε,όλα είναι μπλε. Το κάρβουνο τελειώνει- το πετάς απ’ το παράθυρο με δύναμη, με μίσος. Πιάνεις το παλιό σου το πινέλο, που ‘χει τις μισές του τρίχες πια, άπλυτο, στεγνό από έμπνευση και φροντίδα – το αγαπημένο μου. Τραβάς μια γραμμή γαλάζια, από ‘δω μέχρι τον ορίζοντα. Όλα είναι μπλε, όλα είναι μπλε. Το κάρβουνο φεύγει μαζί με την μπογιά κι απλώνεται στα σύννεφα, στα δέντρα, στα κτίρια που σε πνίγουν. Όλα είναι μπλε, όλα είναι μπλε. Το πινέλο είναι το χέρι σου και το χέρι σου είναι το πινέλο. Διάολε και πού θα χωρέσω όλο μου είναι; Δε σε φτάνει, δε σε φτάνει. Δε σε φτάνει ο κόσμος, η θάλασσα, ο ουρανός. Τίποτα δε σε φτάνει. Στο χέρι σου τα χρώματα γίνονται αέρας που σκορπά στα πιο σκοτεινά μέρη του κόσμου. Διαλέγεις το πιο όμορφο, το μπλε, το μπλε , και το πασπαλίζεις πάνω απ ‘το σώμα σου με βιάση.. Να προλάβεις την ψυχή σου να μη φύγει, να μη φύγει, να σωθεί, να ζωντανέψει. Σφίγγεις το σφουγγάρι στα χέρια σου , να το λιώσεις, και το βουτάς στον κουβά με το μπλέ του βυθού, το σκούρο, που σε πνίγει ακόμη και στην όψη. Αγγίζεις τα πόδια σου , τα χέρια σου και τα μαλλιά σου,να γίνουν μπλε, να γίνουν όλα μπλε. Κουνάς το κεφάλι σου με πάθος, μια δεξιά μια αριστερά,λες και δεν πρόλαβες να δεις τη σκόνη να περνάειμπροστά απ’ τα μάτια σου. Οι πιτσιλιές απλώνονται παντού, σπρώχνουν τα έπιπλα, το δωμάτιο, το σπίτι. Κι εσύ βουλιάζεις. Βουλιάζεις μες το μπλε που ‘χες κρύψει στην κοιλιά σου, στο βλέμμα σου, στην ψυχή σου. Βουλιάζεις για να σωθείς από την καταραμένη επαφή του σώματος με τον κόσμο, των ματιών με την καρδιά, της σκέψηςμε την πράξη.. Και γίνεσαι μπλε. Μπλε ατόφιο, καθαρο, χωρίς ψεγάδι. Μπλε λείο, μαλακό και σκαλισμένο με τα πιο περίεργα λουλούδια του ουρανού. όλα είναι μπλε, μου λες, όλα είναι μπλε. Κι εγώ σε πιστέυω. Και σε κρατάω με το μπλε μου έρωτα ζωγραφισμένο στα μάτια σου. Όλα είναι μπλε, όλα είναι μπλε. Και μες το μπλε επιπλέουμε σαν στάλες , σα φούσκες. Εκεί,μονάχοι μας, χωρίς του κόσμου τη μαύρη ατέλεια, κι όλα είναι μπλε.