Ο Πιέρ Ζυλ Τεοφίλ Γκοτιέ γεννήθηκε στο Ταρμπ στις 30 Αυγούστου 1811, πρωτεύουσα της επαρχίας των Άνω Πυρηναίων, στη Νοτιοδυτική Γαλλία. Ξεκίνησε να γράφει το 1826, ταγμένος με μέγα πάθος στο ρομαντικό κίνημα και θαυμάζοντας τον Βίκτορ Ουγκό. Τα πρώτα του έργα προκάλεσαν αντιδράσεις και συγκλόνισαν τη κοινή γνώμη λόγω τη περιφρόνησης που αυτός επέδειξε στην ηθική. Εργάστηκε με ζήλο ως δημοσιογράφος για 30 χρόνια, -κυρίως στο περιοδικό La Presse, πράγμα που του έδινε συχνά την ευκαιρία να ταξιδεύει στον κόσμο, αλλά και να συναναστρέφεται με την υψηλή κοινωνία της εποχής- κι είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία και ως κριτικός τέχνης, παράλληλα μ’ αυτή του συγγραφέα. Μαζί με τους Μποντλέρ, Ουγκό, Μπαλζάκ, Ντελακρουά και άλλους καλλιτέχνες της εποχής και με τον Δρ Ζακ Ζοζέφ Μορό προεξάρχοντα, ανήκε σε μια λέσχη που σκοπό είχε να πειραματίζεται με τις διάφορες ουσίες και κυρίως το χασίς. Η λέσχη αυτή ονομαζόταν Λέσχη Των Χασισοποτών, που έδωσε και τον τίτλο σε κείμενό του, ένα άρθρο που περιγράφει τα πειράματα αυτά και γράφτηκε το 1846.
Υπήρξε πολυγραφότατος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και ακόμη ταξίδεψε πάρα πολύ στον κόσμο κι επισκέφτηκε χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Αίγυπτος, η Ρωσία, η Αλγερία, η Τουρκία κ.λπ. Τα ταξίδια αυτά πολλάκις τον ενέπνευσαν στα γραπτά του. Για παράδειγμα, το Ταξίδι στην Ισπανία, το Θησαυροί Τέχνης στη Ρωσία, το Ταξίδι στη Ρωσία και η Κωνσταντινούπολη. Η ταξιδιωτική αυτή λογοτεχνία του, σήμερα μελετάται με πολλή προσοχή. Έχει προσωπικό ύφος, περιγράφοντας τις προτιμήσεις του για τον πολιτισμό και τη τέχνη γενικότερα και ως εκ τούτου θεωρείται και κατέχει μια από τις κορυφαίες θέσεις στον 19ο αιώνα. Έγραψε και πολλά σενάρια για μπαλέτα με κυριότερο κείνο της “Ζιζέλ” (Giselle) και του οποίου η πρώτη ερμηνεύτρια, μπαλαρίνα Carlotta Grisi, υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Επειδή δεν μπόρεσε να τη παντρευτεί, πήρε την αδερφή της, την τραγουδίστρια Ερνεστίνα. Ήταν επίσης λάτρης των γατών. Κέρδισε θέση στη Λεγεώνα Της Τιμής, για μιαν εργασία του που κέρδισε την επιτροπή για το σχεδιασμό του τάφου του Ναπολέοντα. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, ο Γκοτιέ γύρισε πίσω στο Παρίσι, μόλις έμαθε για την εισβολή στη πρωτεύουσα και έμεινε εκεί για όλη σχεδόν τη κατοχή, ώσπου πέθανε στις 23 Οκτωβρίου 1872 ξαφνικά, από μια μακριά καρδιακή πάθηση και τάφηκε με τιμές, στο κοιμητήριο της Μονμάρτη, στο Παρίσι, σε ηλικία 61 ετών.
Ένα έργο του το οποίο ξεχωρίζω είναι η «Νεκρή Ερωμένη»(1836), ένα διήγημα με πρωταγωνιστή έναν νεαρό ιερέα, ο οποίος χάνει ως δια μαγείας τον συντηρητικό και αφοσιωμένο στο Θεό χαρακτήρα του όταν ερωτεύεται μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς. Καταλήγει να ζει ως διπλή προσωπικότητα, ακροβατώντας ανάμεσα σε δύο αντίθετες ζωές: τη μέρα ως ταπεινός επαρχιώτης κληρικός και τις νύχτες ως ο άσωτος εραστής της Κλάριμοντ. Μιάς γυναίκας αιώνιας που για τον ήρωα ενσαρκώνει τον άγγελο και τον διάβολο μαζί, τη ζωή και το θάνατο ταυτόχρονα.
Πρόκειται για ένα έργο ιδιαίτερα ξεχωριστό, αφού ο Γκοτιέ αν και επηρεασμένος από τρία διαφορετικά ρεύματα, (παρνασσισμό, συμβολισμό, ρομαντισμό) κατορθώνει να δώσει το δικό του στίγμα αφού ξεπερνά τα όριά τους με την εισαγωγή του φανταστικού στοιχείου. Η σύγχυση του ήρωα ανάμεσα στον κόσμο των οραμάτων και στον πραγματικό προσδίδει μια ονειρική διάσταση. Ακόμη δεν θα πρέπει να παρακάμψουμε την έκφραση αφοσίωσης και λατρείας του συγγραφέα προς το απόλυτα ωραίο, την ιδανική ομορφιά έξω από τις νόρμες του καιρού του και τέλος το βίωμα της οριακής ακραίας εμπειρίας, στοιχεία με τα οποία ανοίξε την αυλαία για τον κόσμο του φανταστικού,του παράξενου, του θαυμαστού.
Πηγή πληροφοριών για τη ζωή του συγγραφέα: Wikipedia