Στριφογύρισε για λίγο και τράβηξε μαλακά προς το μέρος της την άκρη του παπλώματος. Τόσο, που κάλυψε όλο το κεφάλι της αφήνοντας ασυναίσθητα μόνο μια τούφα να εξέχει. Ίσα ίσα για να μαρτυράει πως υπάρχει μια ζωή σκεπασμένη εκεί πέρα η οποία αρνείται να ξυπνήσει από τόσο νωρίς κυριακάτικα. Κι όχι πως πρόλαβε να ελέγξει την ώρα. Απλώς άκουσε τις καμπάνες της γειτονικής εκκλησίας. Ναι μεν είναι χρόνια τώρα που τηρούν ευλαβικά τα ωρολογιακά και τονικά τους καθήκοντα τις Κυριακές ωστόσο πρώτη φορά διασπούν τον ύπνο της. Ίσως να φταίει κι ο ξεραμένος της λαιμός μ’ αυτήν την απαίσια αίσθηση που αναδύει σε όποιον ξυπνάει συναχωμένος. Δοκίμασε να πάρει μια εισπνοή από τη μύτη και να ξεροκαταπιεί αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να γδάρει το λαιμό της με έναν επιθετικό βήχα που ακολούθησε την αποτυχημένη της προσπάθεια. Πέταξε από πάνω της το πάπλωμα, χωρίς ίχνος τρυφερότητας αυτή τη φορά, σηκώθηκε αποφασιστικά κι ελαφρώς εκνευρισμένη κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Ετοίμασε ένα τσάι με φρούτα του δάσους που “αναζωογονούν τις αισθήσεις” και πρόσθεσε δύο κουταλιές μέλι για να αποθεώσει την πανδαισία γεύσεων κι αρωμάτων. Μάταια. Στην βιασύνη της να το πιει έκαψε την άκρη της γλώσσας της μουδιάζοντας τα μισά της αισθητήρια ενώ όσο κι αν προσπάθησε πλησιάζοντας την μύτη της πάνω από την κούπα που άχνιζε, δεν κατάφερε να μυρίσει ούτε ένα από τα φρούτα… Το ήπιε όλο παρότι ένιωθε ότι πίνει βρασμένο νερό, χαζεύοντας τουλάχιστον για παρηγοριά τις πολύχρωμες παιχνιδιάρικες γκραβούρες στην κούπα της. Φόρεσε την αξιόπιστα ζεστή βελούδινη φόρμα της κι αποφάσισε παρά το ψύχος να βγει μια βόλτα προς την παραλία.
Στην ατμόσφαιρα υπήρχε ακόμα διάχυτη πρωινή καταχνιά, αυτή που κάθε αυγή φωτίζει τη Θεσσαλονίκη με “αγγελοπουλικά” φίλτρα. Φτάνοντας στην ακτή, τράβηξε το φερμουάρ από το μπουφάν της μέχρι την κορυφή της σιδηροτροχιάς του τερματίζοντας λίγο πάνω από τα σκασμένα της χείλη. Η μύτη της είχε αρχίσει να μουδιάζει και να περνάει από τις υπέρυθρες στις ιώδεις αποχρώσεις της ίριδας. Το αγιάζι που της ψιθύριζε πιο έντονα πλέον στ’ αυτιά βρήκε τη δίοδο και με ένα απειλητικό τσίμπημα στον αυχένα της μετέδωσε ένα ρίγος σε όλο της το σώμα. Τινάχτηκε στιγμιαία αλλά δεν πτοήθηκε και περπάτησε μέχρι τον φάρο στην άκρη της προβλήτας που την προηγούμενη μέρα μαστιγωνόταν πολύ πιο βάναυσα από τον ανελέητο αέρα κι από τα αφηνιασμένα κύματα. Τώρα έδειχνε και πάλι αγέρωχος. Ατένισε για λίγο την χλωμή ακόμα θάλασσα που έτσι ασάλευτη όπως βυθιζόταν μέσα στην ομίχλη είχε σβήσει την ευθεία του ορίζοντα κι είχε καταπιεί ολόκληρο το Μέγαρο. Ένας γλάρος εμφανίστηκε από το πουθενά και με μία χαμηλή πτήση έσκισε με το ράμφος του το ύφασμα της θάλασσας αναχαιτίζοντας κάθε είδους ψευδαίσθηση που αμφισβητούσε την υγρή υφή της. Και μ’ αυτό το σκίσιμο θαρρείς ως δια μαγείας απελευθέρωσε όλες τις πρωινές της οσμές, μαζί μ’ αυτές και το ένα ρουθούνι του ενός και μοναδικού αυτόπτη μάρτυρα.
Με ένα ψήγμα ικανοποίησης, δείγμα πως είχε αρχίσει να υποχωρεί ο εκνευρισμός, έκανε κι εκείνη μεταβολή κι άρχισε να περπατάει κατά μήκος της παραλίας αποφασισμένη να πιστοποιήσει ότι το Μέγαρο βρισκόταν ακόμη στη θέση του. Καθώς περνούσε δίπλα από τα παρτέρια με τα βότανα και τα ματζούνια, άπλωσε το χέρι της για να χαϊδέψει στην τύχη μερικούς “ανθούς” και το έφερε στο απελευθερωμένο της ρουθούνι προσπαθώντας να αναγνωρίσει την μυρωδιά του. Μόρφασε με κάποια αποστροφή αλλά χαμογέλασε παράλληλα στην οσφρητική αναλαμπή της ματζουράνας. Έκανε μια μικρή παράκαμψη για να στροβιλιστεί λίγο στο “καταφύγιό” της, σ’ εκείνον τον περίεργο ανατολίτικο πύργο, στο κέντρο ενός μικρού πολυγωνικού πάρκου που νομίζεις ότι με ένα μόνο άγγιγμα κάποιου ιδιόρρυθμου “Μίδα”, έχασε μια για πάντα την ξύλινη υφή του και μαρμάρωσε. Φόρος τιμής στους Έλληνες πεσόντες της Κορέας, όπως έμαθε τυχαία κάποια ανύποπτη στιγμή. Μάδησε μερικά φύλλα ενός θάμνου που βρέθηκε στην ακτίνα του χεριού της και συνέχισε τη διαδρομή της. Η ομίχλη είχε αρχίσει σιγά σιγά να διαλύεται και το φως του ήλιου να διαγράφει όλα όσα είχαν κρυφτεί από τα χνώτα της. Εκείνη, μπήκε στην αυλή του Μεγάρου κι εντόπισε σχεδόν αμέσως αυτό για το οποίο εξαρχής ενδιαφερόταν. Έσκυψε κι έκοψε ένα λουλούδι. Ελάχιστοι γνωρίζουν τ’ όνομα του, σχεδόν όλοι όμως, αν βρεθεί στο χέρι τους, το φυσάνε πιο δυνατά κι από τα κεριά της τούρτας των γενεθλίων τους για να σκορπίσουν στον αέρα τα χνούδια που συνθέτουν τον ανθό του. Αγχολυτικό; Χαιρέκακο; “Whatever”, θα έλεγε η ίδια. Κι όταν εξάντλησε και το τελευταίο απόθεμα της εκπνοής της, πήρε ενστικτωδώς μια βαθιά εισπνοή από τη μύτη απελευθερώνοντας και το δεύτερο της ρουθούνι.
Χαμογέλασε αυθόρμητα, έστριψε το κεφάλι για να διαπιστώσει αν την παρακολουθούσε κανείς κι έκοψε μερικά λουλούδια ακόμα. Όπως άφηνε πίσω της το Μέγαρο και την μαδημένη αυλή του έφτασε στο δέντρο. Ασφαλώς υπήρχαν ένα σωρό σαν κι αυτό εκεί γύρω, όμως το συγκεκριμένο είχε μια ιδιαιτερότητα. Καθισμένη στο πέτρινο πεζούλι που έχει για ποδιά του είχε δει το πιο όμορφο γαλάζιο. Έστρεψε το βλέμμα ξανά προς τη θάλασσα και πάνω από το λόφο με τις κεραμοσκέπαστες “κουτσουλιές” της Άνω Πόλης το ξαναείδε να αναβλύζει. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια τελευταία βαθιά εισπνοή εγκλωβίζοντας μέσα της όλο το άρωμα μιας αμάραντης Κυριακής…
Κυριακάτικη “προσευχή”: https://www.youtube.com/watch?v=dbGiDxg8kwM