Η πρώτη φορά που άρχισα να μοιράζομαι πράγματα, ιστορίες, σκέψεις μου ήταν στην εφηβεία, μέσα από ένα προσωπικό blog. Εκεί έγραφα με ψευδώνυμο, αν και σε κάποιους κοντινούς μου ανθρώπους είχα κάνει coming out. Και μεταξύ μας τώρα, δεν χρειαζόταν και μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβει κανείς ότι παίζω με την άλλη ομάδα. Το έκανα έτσι για να μπορώ να εκφράζομαι ελεύθερα, καθώς ένας γκέι έφηβος στην ελληνική επαρχία που ήθελε μεταξύ άλλων να μιλάει και για τις ερωτικές του περιπέτειες και ανησυχίες δεν ήταν ό,τι πιο εύκολο (και σοφό) να το κάνει επώνυμα. Ή τουλάχιστον δεν είχα ακόμα το θάρρος. Ούτε ανέφερα σε ποιο μέρος ζούσα ακριβώς, απλά συχνά το “φωτογράφιζα”.
Όπως συμβαίνει πάντα όταν μιλάς για ανωμαλίες και θίγεις τα χρηστά ήθη, είχα κατά καιρούς διάφορα υβριστικά, επιθετικά, ομοφοβικά σχόλια στα οποία άλλοτε απαντούσα και άλλοτε απλά αγνοούσα. Ανάλογα τα κέφια. Ήταν λοιπόν κι ένας τύπος, που είχε αναγάγει το να μου κάνει ομοφοβικές επιθέσεις μέσω σχολίων σε χόμπι. Eίχαν γίνει ομηρικές συζητήσεις και καυγάδες μέχρι που μου λέει ότι και καλά ντρέπομαι για αυτό που είμαι – και καλά κάνω – εφόσον τα γράφω με ψευδώνυμο (άσχετα βέβαια αν κι αυτός με ψευδώνυμο έγραφε). Εγώ δεν είναι να μου πεις τέτοια, τρελαίνομαι. Τα παίρνω λοιπόν στο κρανίο, γράφω ένα κείμενο – απάντηση σε όλα τα τέτοιου είδους σχόλια το οποίο ξεχείλιζε από γκέι υπερηφάνεια και έκλεινε με την φράση “Εγώ είμαι ο Ζακ Κωστόπουλος, τον παίρνω και το χαίρομαι. Εσύ;”
Φυσικά απάντηση δεν πήρα. Και συνέχισα να γράφω κανονικά και χωρίς να κρύβομαι πλέον.
Κάποια στιγμή, κάποια ή κάποιος που είτε ήδη παρακολουθούσε το blog είτε κάπως το ανακάλυψε ήταν συντοπίτης ή τέλος πάντων με ήξερε. Και φυσικά τα νέα διαδόθηκαν σε χρόνο dt. Και άρχισα να λαμβάνω δεκάδες σχόλια και mail από ανθρώπους που με ήξεραν, που ζούσαν στο ίδιο μέρος με εμένα τα οποία περιείχαν από βρισίδια μέχρι και απειλές για την σωματική μου ακεραιότητα προκειμένου να κλείσω το blog. Τα περισσότερα, το τι έλεγαν ακριβώς δεν τα θυμάμαι, ούτε πίστευα – ή δεν ήθελα να πιστέψω – πως όντως θα κάνουν τα λεγόμενα τους πράξη, αλλά ένα από αυτά δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Έλεγε: “Εγώ αν ήμουν ο πατέρας σου, θα σε κρέμαγα στην πλατεία και θα κέρναγα τον κόσμο κρασί και κοψίδια” (ο πατέρας μου είχε ταβέρνα, κάτι που στο blog δεν είχα αναφέρει ποτέ).
Είχα φρικάρει. Όχι μόνο με τα ίδια τα σχόλια, το πόσα πολλά και πόσο βίαια ήταν, αλλά και με την υποκρισία. Ή μάλλον την θρασυδειλία. Με το κρυμμένο μίσος που βρήκε τρόπο να εκφραστεί πίσω προφίλ με ψεύτικα ονόματα, που όμως ήξεραν ποιος είμαι εγώ. Ενώ στην καθημερινότητα μου δεν είχα τέτοια, τουλάχιστον μπροστά μου, σχεδόν ποτέ. Σκεφτόμουν πως αυτοί οι άνθρωποι, μπορεί να είναι κάποιες και κάποιοι που με βλέπουν στο δρόμο και μου λένε χαμογελαστά καλημέρα. Μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από τους ανθρώπους που ίσως και να συναντάω και συναναστρέφομαι στην καθημερινότητα μου, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Βέβαια ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι απόψεις και στάσεις σε τέτοια θέματα έχει η καθεμία και ο καθένας, μέχρι να του δοθεί η ευκαιρία ή η αφορμή να το εκφράσει.
Το blog τελικά, αν και το μετάνιωσα, το έκλεισα χωρίς ούτε καν να κρατήσω κάπου τα κείμενα (ακόμα τα κλαίω). Κουράστηκα και ναι, προς στιγμήν τρόμαξα με όλο αυτό που γινόταν. Ζούσα και με τους γονείς μου ακόμη και δεν ήθελα να φτάσει να μπλεχτούν σε όλο αυτό. Κρίμα, αλλά ήμουν βλέπεις “προκλητικός”. Ευτυχώς όμως η σιωπή δεν επικράτησε για πολύ. Άρχισα να μιλάω ξανά. Και περισσότερο. Γιατί κατάλαβα πως μόνο έτσι, επιμένοντας να μιλάμε ανοιχτά και ελεύθερα μπορούμε να διεκδικήσουμε αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. Πως δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να μας επιβάλλουν το σκοτάδι τους. Και δεν φοβάμαι πια.
Φρικάρω όμως και σήμερα. Που μπορεί κάποιες και κάποιοι από αυτούς, να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τα θύματα του Charlie Hebdo, να μιλάνε για εξτρεμισμό και ελευθερία του λόγου, να καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται ενώ παράλληλα να υποστηρίζουν και να ψηφίζουν αυτούς και αυτές που με τις πολιτικές και την στάση τους την πυροδοτούν. Απλά γιατί δεν θέλουν να φανούν οι ίδιοι κακοί. Δεν θέλουν να λερώσουν τα χέρια τους με αίμα, φαντασιώνονται όμως πως θα το κάνει κάποιος άλλος γι΄ αυτούς. Και έτσι θα μπορούν να συνεχίσουν να παίζουν το ρόλο του φιλήσυχου, καλού χριστιανού, Έλληνα πολίτη. Αλλά είναι σχεδόν βέβαιο πως κάπου θα τους ξεφύγει κι ένα… «τι κρίμα ναι, αλλά προκάλεσαν». “Έθιγαν τα ιερά και τα όσια”. “Πήγαιναν γυρεύοντας”. Και θα συνεχίσουν τα ναι μεν, αλλά… μέχρι την επόμενη τραγωδία.
Σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνω το κράξιμο και τις ανώνυμες απειλές στο ίντερνετ με αυτό που έγινε στο Παρίσι. Απλά αρκετές από τις συζητήσεις που ακολούθησαν, μου υπενθύμισαν την υποκρισία πολλών ανθρώπων. Και πως όταν προσπαθείς να επιβάλεις τη σιωπή, να φιμώσεις οτιδήποτε πάει κόντρα στην “ηθική” σου, όταν ανέχεσαι ή υποκινείς το μίσος και τη βία, έχεις ανοίξει ένα δρόμο που δεν ξέρεις σε τι άκρα μπορεί να φτάσει.
Ελπίζω, τουλάχιστον, μέσα από όλο αυτό και την συζήτηση που προκάλεσε, να μάθουμε, επιτέλους, τι πραγματικά σημαίνει ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. Και ας μην την είχαμε και στο χωριό μας. Να γίνει αφορμή για περισσότερη ελευθερία και όχι για να σπέρνουμε τον φόβο και τον ρατσισμό απέναντι στον “άλλο” που πάντα φταίει, ενώ εμείς ποτέ. Να καταλάβουμε πως αν θέλουμε να καταδικάζουμε τη βία, αν δεν θέλουμε να βλέπουμε τέτοια φαινόμενα, δεν μπορούμε να την ενισχύουμε με τα λόγια και την στάση μας, ούτε και να την δικαιολογούμε ή να αδιαφορούμε. Ούτε στο ελάχιστο.
Δεν φοβόμαστε λοιπόν και επιμένουμε.
Στο να μιλάμε.
Στο να εκφραζόμαστε.
Στην ελευθερία, την ισότητα, την δικαιοσύνη. Χωρίς αλλά.
Κείμενο του Ζακ Κωστόπουλου στο avmag.gr