Πόσα τείχη έχουμε χτίσει γύρω από τον εαυτό μας;
Κάτι σου συμβαίνει. Κάτι δεν πάει καλά. Το ένιωσες στην ατμόσφαιρα. Κοιτάς ερευνητικά γύρω σου. Βλέπεις κακοκαιρία και καταστροφή να καταφθάνει στον ορίζοντα. Οπότε ντύθηκες, μάζεψες προμήθειες και έχτισες τείχη. Μπήκες γρήγορα μέσα για να προφυλαχτείς, διπλοκλειδώνοντας την πόρτα πίσω σου.
Και κάθεσαι, περιμένοντας.
Θέλεις πράγματα που όχι μόνο δεν μπορείς να έχεις, αλλά δεν βγάζει και νόημα να τα θες. Σαν να πηγαίνεις σε έναν άγνωστο ζητώντας καραμέλες. Μπορεί να μην έχει να σου δώσει και να νιώσεις αμήχανα. Μπορεί να έχει αλλά να σε βλάψουν. Φταις όμως διότι θέλεις καραμέλες.
Θέλεις να κολυμπήσεις αλλά δεν μπορείς. Θέλεις να κοιμηθείς αλλά έχεις αυπνίες. Θέλεις να μείνεις ξύπνιος αλλά νυστάζεις. Θέλεις να φας διότι πρέπει να φας, όμως το φαγητό σου προκαλεί αναγούλα. Hello, Goodbye.
Προσπαθείς να διαβάσεις αλλά δεν μπορείς να συγκεντρωθείς διότι σημειώνεις, όλο σημειώνεις. Προσπαθείς να δεις ταινία αλλά πάλι σημειώνεις, ή σταματάς ξαφνικά για να κοιτάξεις τα mail σου. Δεν μπορείς να βρεις γαλήνη. Το μυαλό σου είναι πολτός, δεν μπορείς να συγκρατήσεις τίποτα. Σε πνίγουν βουνά από χαρτάκια post-it.
Οι άλλοι σε βλέπουν και ανησυχούν. Τους λείπεις, θέλουν να βγεις να παίξετε. Ζητούν να ξαναδούν το χαμόγελό σου. «Τα πας καλά» σου λένε. «Τα πας περίφημα, είσαι σπουδαίος, είσαι υπερβολικά σκληρός με τον εαυτό σου, δεν φαντάζεσαι πόσο έχεις βοηθήσει, ξέχνα τα τώρα αυτά». Όμως, τα νέα αυτά που σου φέρνουν για τη ζωή σου δεν καταφέρνουν να διαπεράσουν τα τείχη και δεν φτάνουν ποτέ στα αυτιά σου.
Επικαλούνται άλλες αισθήσεις. «Άνοιξε τα μάτια σου» σε ικετεύουν, και από τον τόνο της φωνής τους που εξελίσσεται σταδιακά σε υστερική κραυγή συνειδητοποιείς πως σου τελειώνουν τα περιθώρια να αγνοήσεις τις συμβουλές τους:
«Άνοιξε τα μάτια σου διότι δεν θα βλέπεις και θα χτυπήσεις. Κοίτα μπροστά. Κοίτα μπροστά, κοίτα μπροστά ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΚΟΙΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ!!!».
Ξυπνάς ενοχλημένος. Αφήνεις το καταφύγιο που σου προσφέρει το δωμάτιο ή το σπίτι σου. Αμέσως η οξεία μυρωδιά του καφέ που δεν έφτιαξες και του τσιγάρου που δεν άναψες εισέρχεται βίαια στον οργανισμό σου. Νιώθεις σαν να σου έριξαν μπουνιά στη μύτη και το μόνο που σε διαβεβαιώνει ότι δεν είναι αλήθεια είναι το γεγονός ότι δεν έχει ματώσει.
Η νύστα σου σε κουτουλάει στα έπιπλα. Από κάπου ακούγεται να κλαψουρίζει μια κιθάρα. Σιχαίνεσαι τις κιθάρες.
Βάζεις γρήγορα τα ρούχα σου διότι κρυώνεις. Κρυώνεις τόσο πολύ. (Παλιά είχε τόση ζέστη…)
Θες να φορέσεις παγοπέδιλα και να βρεις μια παγωμένη λίμνη να φύγεις μακριά. Όμως εδώ δεν χιονίζει.
Επιστρέφεις στο καταφύγιο σου, όμως δεν το βρίσκεις εκεί που το άφησες. Εξαφανίστηκε σαν στοιχειωμένο πλοίο.
Βουλιάζεις και φοβάσαι πως αν κρατηθείς από κάπου θα βουλιάξεις και άλλον μαζί σου.
Νιώθεις τύψεις για ένα έγκλημα που τελικά δεν διέπραξες. Αποδείχθηκε πως δεν θα ήταν έγκλημα, όμως νιώθεις τύψεις που το σκέφτηκες. Τύψεις που είσαι τόσο απεγνωσμένος να σκοτώσεις τον χρόνο σου, που είσαι ικανός να παρανομήσεις.
Σου λένε πως σου πηγαίνει το μακρύ μαλλί. Το μακρύ μαλλί όμως έχει άλλες ανάγκες. Πρέπει να το περιποιείσαι, να το λούζεις συχνά, να το χτενίζεις συχνά. Και το χειρότερο είναι πως πρέπει να κοιτιέσαι στον καθρέπτη και να προσπαθείς να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου στο βλέμμα αυτού του διαφορετικού πλάσματος με τα μακριά μαλλιά που σε κοιτάει.
Όμως πρέπει αναγνωρίσεις και άλλες αλλαγές, που δεν αφορούν εσένα. Βλέπεις το πιο πολύτιμο πράγμα στη ζωή σου (που δεν είναι πράγμα), και αποδέχεσαι επιτέλους ότι άλλαξε. Προσπαθείς να το αγαπήσεις όπως είναι τώρα, αντί να το πολεμάς, αλλά δεν το ενδιαφέρει πια η αγάπη σου και στην πετάει στη μούρη σαν βρώμικο πανί. Το μισείς που άλλαξε και σκότωσε το παλιό.
Είσαι με άτομα, μιλάτε, είπες λίγα από αυτά που σε έπνιγαν, όμως δεν επιστρέφεις σπίτι νιώθοντας ανακούφιση. Προσπαθείς να θυμηθείς την αντίδρασή τους σε αυτά που τους είπες, όμως θυμάσαι μόνο φόντα. Το παράθυρο, το ποτήρι, το μπουφάν.
Εκεί είναι που συνειδητοποιείς ότι δεν τους κοίταξες στα μάτια. Βιάστηκες να τα πεις όλα όπως ήθελες, και στέρησες από τον εαυτό σου την κάθαρση που ακολουθεί.
Ήταν μπροστά σου, στην πρόσφεραν, είναι δική σου, γιατί δεν την πήρες;
Το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια.
Ξέχασες ότι οι άνθρωποι είναι ωραίοι. Υπό κανονικές συνθήκες θα διάβαζες τον άλλον και θα έλεγες φράσεις όπως: «Ξέρεις κάτι, το ενδιαφέρον με τα μάτια σου είναι πως πότε είναι πράσινα, πότε είναι μπλε».
Κοιτάς τα δικά σου μάτια. Μάτια όχι σοκολατί, αλλά μαύρα. Που σημαίνει απλά «πολύ σκούρο καφέ».
Όμως δεν βλέπουν τόσο καλά. Και μισείς. Αυτά, εσένα, τους άλλους.
Δεν μπορείς να χαρείς τους γύρω σου διότι δεν μπορείς να χαρείς τον εαυτό σου.
Προχωράς με θολωμένα γυαλιά και θολωμένες σκέψεις. Σε προτιμούν χωρίς γυαλιά, οπότε ξαναπροσπαθείς. Βάζεις φακούς, όμως τα μάτια σου τσούζουν.
Τους βγάζεις το βράδυ, και συνειδητοποιείς πόσο ανάγκη τους έχεις. Πάλι μισείς.
Έχεις αρχίσει να νιώθεις σαν τον τύπο που έγινε μπάρμαν διότι ήθελε έναν πάγκο απόσταση από όποιον άνθρωπο γνώριζε. Θέλεις ανθρώπους γύρω σου, όχι όμως όλους. Θες να χτυπήσεις έναν τοίχο αλλά ταυτόχρονα θες να χαϊδέψεις κάτι χνουδωτό.
Το τηλέφωνο δεν θες ούτε να το πλησιάσεις, διότι σε πληροφορεί με τον πιο θρασύ, έντονο και αγενή τρόπο πως κάποιος εκεί έξω απαιτεί να σου μιλήσει. Όταν όμως χτυπάει το κινητό σου μέσα από την τσέπη, χαμογελάς. Αυτό δεν σου φταίει.
Δεν ξέρεις αν αυτό που νιώθεις λέγεται λύπη, κούραση, βαρεμάρα, ή κάπως αλλιώς. Διότι δεν ξέρεις τι να πρωτονιώσεις.
Θα γίνεις όμως καλά. Θα γίνεις καλά, το ξέρεις.
«Κάποια στιγμή θα πάρουν μακριά σου κάτι που αγαπάς. Και τότε θα πέσεις στο πάτωμα κλαίγοντας. Και έπειτα, πάντως πολύ αργότερα, επιτέλους σου συμβαίνει: πέφτεις στο πάτωμα κλαίγοντας, σκεπτόμενος “Πέφτω στο πάτωμα κλαίγοντας”, όμως υπάρχει το στοιχείο του γελοίου σε αυτό -ήξερες ότι θα συνέβαινε, και, ακόμη χειρότερα, ενώ βρίσκεσαι στο πάτωμα κλαίγοντας, κοιτάς το σημείο στο οποίο τοίχος αγγίζει το δάπεδο, και συνειδητοποιείς πως δεν το έβαψες πολύ καλά» – Richard Siken