Πόσο πολύ θα θέλαμε να είμαστε σε όλα σωστοί. Και όλοι να μας θεωρούσαν πανέξυπνους και σοφούς. Να θέλουν τη γνώμη μας. Να μας θεωρούν cool. Και πάνω απ’ όλα να μας λένε αυτό που πάντα θέλουμε να ακούμε: «Έχεις δίκιο!». Και εμείς, μισοαστεία – μισοσοβαρά (για να μην «ψωνιστούμε» κιόλας) τους λέμε: «Έχω πάντα δίκιο, δε στο έχω πει;»
Έλα, όμως, που δε γίνεται. Στα 7 δισεκατομμύρια ανθρώπων που υπάρχουν σε αυτόν τον πλανήτη δεν μπορούν και τα 7 δισεκατομμύρια ανθρώπων να έχουν δίκιο. Θα ήταν άδικο. Θα γίνονταν πόλεμοι, καταστροφές. Ο κόσμος θα αφανιζόταν λόγω εγωισμού και βλακείας.
Ευτυχώς, ο καλός Θεούλης τα είχε προβλέψει αυτά. Γι’ αυτό το λόγο, έδωσε στους ανθρώπους τη δυνατότητα να μην έχουν δίκιο σε όλα έτσι, ώστε να μοιράζονται μεταξύ τους τα θέματα και να έχει δίκιο πότε ο ένας και πότε ο άλλος.
Ο άνθρωπος, όμως, μισοαστεία – μισοσοβαρά (για να μην «ψωνιστεί» κιόλας) συνεχίζει να λέει: «Έχω πάντα δίκιο, δε στο έχω πει;!»
Δεν παίζει δίκαια. Χαλάει την ισορροπία. Γίνεται αυταρχικός και χάνεται σ’ ένα χάος που ο ίδιος δημιούργησε. Γιατί (χα!) η ομοιόσταση του συστήματος δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να πάει κόντρα στους κανόνες, εν τέλει.
*
Πρόσφατα έμαθα, ότι άνθρωποι οι οποίοι νιώθουν μερικές φορές μια μικρή ταχυπαλμία, αλλά είναι υγιείς, είναι αυτοί που ζουν περισσότερα χρόνια από αυτούς που αισθάνονται την καρδιά τους να πάλλεται σε φυσιολογικό ρυθμό.
Να νιώσουν δηλαδή κάποια στιγμή έναν ακανόνιστο ρυθμό στην καρδιά τους και να προσπαθούν να ηρεμήσουν αμέσως. Μια διαδικασία στην οποία δεν υποβάλλονται όσοι έχουν ισορροπημένους παλμούς.
…Και τότε θυμήθηκα την επόμενη ιστορία.
**
Μια μέρα καθώς οδηγούσα (και τραγουδούσα από μέσα μου – πάντα), έπρεπε ν’ ανέβω έναν ανηφορικό δρόμο. Η κλίση του ήταν πραγματική μεγάλη, αλλά παρόλο που φοβόμουν πολύ να συνεχίσω, έπρεπε να το κάνω για να ολοκληρώσω την πορεία μου. Μου κόπηκε το τραγούδι, όπως καταλαβαίνετε, και κρύος ιδρώτας άρχιζε να με λούζει. Έφτασα στην κορυφή της ανηφόρας και από εκεί δεν έβλεπα δρόμο στον ορίζοντα. Ενώ θα έπρεπε να σκεφτώ ότι υπήρχε κατηφόρα, προτίμησα να απελπιστώ και να φωνάξω «Πού πήγε ο δρόμος;!»
Εκείνη τη στιγμή δε θα την ξεχάσω ποτέ.
Εκείνη τη στιγμή, απλά έλαβα την απόφαση ότι θα ρισκάρω. Γιατί ενώ δεν αγαπώ τις ανηφόρες, μισώ τις κατηφόρες. Ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να βρεθεί εκτός ελέγχου το αμάξι. Ή να σου εμφανιστεί μια νταλίκα καθ’ οδόν…!
Η στιγμή που ρισκάρεις και δεν ξέρεις τι πραγματικά θα συναντήσεις, αν θα πεθάνεις ή αν θα επιβιώσεις. Η στιγμή που τελικά βλέπεις ότι ήταν απλά μια κατηφόρα με μεγάλη κλίση και ανακουφίζεσαι. Ναι, η ανακούφιση ∙ αυτό το ευχάριστο συναίσθημα ότι ζεις και τα κατάφερες.
***
Βλέπετε πόσο ακανόνιστα και αδόμητα συνέθεσα το άρθρο μου;
Καταλάβατε όμως κάτι. Μήπως αυτό που καταλάβατε ήταν ότι στη συνέχεια θα σας πω τι κοινό έχουν μεταξύ τους;
Αν καταλάβατε πράγματι αυτό, τότε είστε πανέξυπνοι. Έχω πάντα δίκιο, δε σας το είχα πει;
Τελικά, η ισορροπία ίσως να μη βρίσκεται στην ηρεμία, στην ομοιομορφία ή στο προβλεπόμενο και δεδομένο, αλλά στο μικρό χάος.
Το χάος. Μια λέξη χωρίς σαφή ορισμό. Ίσως μια άβυσσος. Ίσως μια κατάσταση ή μια έλλειψη κατάστασης. Ίσως ένα συναίσθημα. Ίσως αυτό που επιτέλους δεν μπορεί να ειπωθεί, ώστε κάποιος να έχει δίκιο πάνω σε αυτό.
Ίσως αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο. Κάτι χαοτικό. Αντισυμβατικό και ασυνήθιστο. Κάτι που ξεπερνά τα όρια του επαγγελματικού, τα bullets και τους κανόνες. Κάτι που μας αναστατώνει, μας οδηγεί σε αδιέξοδα, μας εκνευρίζει, μας φέρνει στα όριά μας. Σείει την ισορροπία μας και ραγίζει οτιδήποτε εύθραυστο έχουμε μέσα στο οργανωμένο μυαλό μας.
Στο τέλος, όμως, ίσως να ζήσουμε περισσότερο.
Ρίσκα, αποφάσεις, εμπόδια στο δρόμο που περιμένεις-δεν περιμένεις να εμφανιστούν και η γλυκιά ανακούφιση.