Ο αντισυμβατικός και ανατρεπτικός δημιουργός της “Κραυγής”, ο ζωγράφος Edvard Munch, παραμένει επίκαιρος έφτα δεκαετίες μετά το θάνατό του.
Είναι γνωστός κυρίως για τον πίνακά του «Η Κραυγή» και για το προοίμιο που έθεσε για το ρεύμα του εξπρεσιονισμού. Ο Edvard Munch, γεννημένος στις 12 Δεκέμβρη του 1863 στη Νορβηγία, ήταν ο δεύτερος γιός ανάμεσα σε πέντε αδέρφια, σε μια οικογένεια ειλικρινά καταραμένη από την αρρώστια.
Κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας είδε τη φυματίωση να παίρνει από τη ζωή αγενέστατα και απροκάλυπτα τη μητέρα και μία εκ των αδερφών του, ενώ αργότερα στη ζωή του ο αδερφός του Ανδρέας υπήρξε επίσης θύμα της συγκεκριμένης αρρώστιας. Πέραν της παθολογικής ταφόπλακας που κάλυψε την οικογένειά του, μια ακόμη παράμετρός της ήταν και οι ψυχικές ασθένειες (κατάθλιψη και σχιζοφρένεια) που βασάνιζαν μέλη του στενού οικογενειακού του κύκλου.
Δεν είναι, λοιπόν, άξιο απορίας το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός των πινάκων του σχετίζονται με την ασθένεια, το θάνατο, την παρακμή του σώματος, του οργανισμού και της ψυχής. Είναι αξιοπρόσεκτη, όμως, η επιλογή του να ζωγραφίζει με έντονα, ζωντανά και ζωηρά χρώματα, παρά το βάρος που από τα μικράτα του τον συνόδευε και εν τέλει τον καταπλάκωσε, αφού και ο ίδιος πάλευε για χρόνια με νευρικούς κλονισμούς, εθισμό στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, καθώς και με συχνές και πολλές φορές εκτενείς εισόδους σε ιδρύματα.
Παρ’ όλα τα προβλήματα που συνάντησε στη ζωή του, ο Μουνκ συνέχιζε να δημιουργεί και να συμμετέχει στα δρώμενα της εποχής του. Όπως άλλωστε δήλωσε και ο ίδιος: «Δεν θα μπορούσα να αποβάλλω την αρρώστια μου, γιατί ένα μεγάλο μέρος της τέχνης μου το οφείλω σε αυτήν».
Η Ήρα Φελουκατζή γράφει το 2011 στην «Ελευθεροτυπία»:
«Ο Munch ταξίδευε πολύ στα νεανικά του χρόνια, έβλεπε κινηματογραφικά έργα, άκουγε ραδιόφωνο, διάβαζε τον διεθνή τύπο, ήταν συνδρομητής σε πολλά εικονογραφημένα περιοδικά και είχε έναν συνεχή διάλογο με καλλιτέχνες που αντιπροσώπευαν την πρωτοπορία της σύγχρονης τέχνης, χρησιμοποιώντας οπτικοακουστικές τεχνολογίες. Γνώριζε ότι νέα μέσα μαζικής ενημέρωσης πρότειναν πρωτοπόρες μορφές αφήγησης ή αναπαράστασης και δοκίμασε ο ίδιος να εκφραστεί μέσα από τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, το θέατρο».
Ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να συμπεριληφθεί σε ένα συγκεκριμένο ρεύμα ζωγραφικής. Παρ’ ότι αποτέλεσε πρωταρχικό οδηγό του εξπρεσιονισμού, δεν τον ενστερνίστηκε καθεαυτό. Την ίδια στάση κράτησε και με τον νατουραλισμό και τον συμβολισμό. Αυτό που υποστήριζε καθ’ όλη τη ζωή του και το οποίο αποτελεί κατ’ εμέ την ουσία του έργου και των πρακτικών του συνοψίζεται στα εξής λόγια του: «Ζωγράφιζα τις γραμμές και τα χρώματα που επηρέαζαν το εσωτερικό μου μάτι. Ζωγράφιζα από μνήμης χωρίς να προσθέτω τίποτα, χωρίς τις λεπτομέρειες που πλέον δεν έβλεπα μπροστά μου. Αυτό δικαιολογεί την απλότητα των πινάκων, το φανερό κενό τους. Ζωγράφιζα τις εντυπώσεις της παιδικής μου ηλικίας, τα μουντά χρώματα μιας ξεχασμένης μέρας».
Τη στάση του αυτή έρχεται να υποστηρίξει ένα ακόμη σχόλιό του προς τους αυστηρούς και σκληρούς κριτές των δημιουργημάτων του και πιο συγκεκριμένα σε όσους απερίσκεπτα «χαντάκωσαν» στην κυριολεξία τον πίνακά του «Το Άρρωστο Παιδί» (1885/6).
«Είμαι πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει σχεδόν κανένας ζωγράφος ανάμεσά τους που να ‘στράγγιξε’ το θέμα του μέχρι την τελευταία πικρή σταγόνα όπως έκανα με ‘Το Άρρωστο Παιδί’. Δεν ήμουν μόνο εγώ που καθόμουν εκεί – ήταν όλοι οι αγαπημένοι μου άνθρωποι…».
Αναφορικά με τη ζωή και το έργο του, θα ήταν συνετό να αναφερθεί ότι ο Munch εγκατέλειψε τις σπουδές Αρχιτεκτονικής το 1880 και από το 1881 ξεκίνησε να μελετά την Τέχνη. Το 1883 κάνει την πρώτη του έκθεση πινάκων στο Oslo Autumn Exhibition και το 1884 έρχεται σε επαφή με τη bohemia της Christiania (η τότε ονομασία του Oslo), μεταξύ των οποίων συναντάμε ονόματα όπως Jaeger, Krohg και Jensen-Hjell. Το 1885 αποτελεί σημαντική χρονιά αφού ξεκινά σπουδές στο Παρίσι όπου τίθεται η αφετηρία για τρία από τα μεγαλύτερα έργα του: «Το Άρρωστο Παιδί» (1885/86), «Η Επόμενη Μέρα» (1894/95) και «Εφηβεία» (1894).
Την πρώτη του σόλο έκθεση του 1889 θα ακολουθήσουν αρκετές ακόμα, με πιο σημαντική λόγω της σκανδαλώδους κατάληξής της, αυτή του 1892 στο Βερολίνο, όπου έτυχε τρομερά ανταγωνιστικής υποδοχής τόσο από τον Τύπο όσο και από το κοινό. Το αποτέλεσμα ήταν η έκθεση να λάβει τέλος μια μόλις εβδομάδα μετά την έναρξή της.
Το 1900 ολοκληρώνει τη «Ζωφόρο της Ζωής», την οποία εκθέτει στο Βερολίνο το 1902. Το 1905, την έκθεση πορτρέτων στη Cassirer Gallery στο Βερολίνο ακολούθησε μια ακόμη έκθεση 75 πινάκων στην Πράγα, συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης «Ζωφόρου της Ζωής». Ο χειμώνας του ίδιου έτους υπήρξε, βέβαια, απαιτητικός από τον Munch, ο οποίος αποσύρθηκε από τα κοινά για να κατευνάσει τις νευρικές κρίσεις και τον αλκοολισμό του. Πιο απαιτητικός ήταν όμως ο μισός χρόνος που αναγκάστηκε να περάσει σε ψυχιατρική κλινινή της Κοπεγχάγης από το φθινόπωρο του 1908 έως και τον Μάη του 1909, οπότε και επέστρεψε στη Νορβηγία.
Στην έκθεση που παρέθεσε στην Κολωνία το 1912, επέδειξε 32 πίνακες και συγκαταλέχθηκε, επιτέλους, ανάμεσα σε κορυφαία ονόματα, όπως του Van Gogh, του Gauguin και του Cezanne. Το 1923 γίνεται μέλος της Γερμανικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών.
Από το 1930, προβλήματα με την όρασή του δυσκολεύουν τη δημιουργική του φύση. Παρ’ αυτά, συνεχίζει να ασχολείται με τη ζωγραφική και κυρίως με τα πορτρέτα του εαυτού του. Το 1937, οι Ναζί δημεύουν 82 πινακές του και τους πουλάνε.
Το 1942 κάνει την πρώτη του έκθεση στην Αμερική και το 1943 του απονέμονται τιμητικές διακρίσεις για τα 80κοστά γενέθλιά του. Το 1944, τελευταίος ναυαγός μιας οικογένειας που υπέφερε στην τρικυμία της ασθένειας, ο Munch πέθανε γαλήνια στο Ekely στις 23 Ιανουαρίου, αφήνοντας την ακίνητη περιουσία του στην πόλη του Oslo, η οποία εγκαινίασε το Μουσείο Μουνκ το 1963 για να τιμήσει τα 100στα γενέθλιά του.